Γράφει ο
Ντίνος Κορδώσης.
Δεν
ήταν η πρώτη φορά η σημερινή που μακάριζα τα παιδιά που δεν είχαν γονείς
αγρότες και μπορούσαν να χορταίνουν το παιχνίδι. Δεν με τρόμαζε η δουλειά, αλλά
όταν σκεπτόμουν πως Σαββατιάτικα θα έχανα το απογευματινό ποδοσφαιρικό γλέντι
στο βραχιά μου ερχόταν να σκάσω. Η
εντολή του πατέρα όμως ήταν σαφής. «Όταν σχολάσεις θα έρθεις κατ’ ευθείαν στις
ελιές στο «Φλεβάρι» και ήταν αδιανόητο ένας δεκαπεντάχρονος εν έτει 1965 ν’
αγνοήσει τις εντολές του γονιού του. Βρισκόμαστε στα μέσα του Δεκέμβρη, ο κόσμος
είχε ξεκινήσει το λιομάζωμα , τα τρία λιοτρίβια του χωριού Φουρνιάς, Υδραυλικό, Μπαλέϊκο, (η Μοδιστρούλα είχε ήδη
εγκαταλειφθεί) είχαν μπει σε λειτουργία
κι ο αγέρας έφερνε εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά απ’ τα λιόζουμα που
κυλούσαν στα ρέματα.
Με
βαριά καρδιά αποχαιρέτησα στην πλατεία τους συμμαθητές που συνοδοιπορούσαμε σε
όλο το δρόμο απ’ το Γυμνάσιο Χιλιομοδίου και τράβηξα δυτικά για το λιοστάσι, με
βήμα αργό και βαρύ, με το κεφάλι σκυφτό,
σαν να με πήγαιναν για εκτέλεση. Αν και ήταν μια ευχάριστα ηλιόλουστη μέρα με
ελαφρό αεράκι, η σκέψη πως σε λίγο θα κοψομεσιαζόμουν μαζεύοντας χαμολιό με το
γόνατο μέσα στη λάσπη, επέτεινε την κατήφεια μου. Όσο αργά όμως και να βάδιζα,
κάποτε πλησίασα το σημείο όπου θ’ άφηνα το δρόμο για να πιάσω το μονοπάτι όταν
ξαφνικά στάθηκα σούζα! Μια θεσπέσια μελωδία βγαλμένη από κάποια μαγική φλογέρα
ξεχυνόταν απ’ την πλευρά του βουνού κι ερχόταν με τους κυματισμούς του αγέρα
προς το μέρος μου. Έμεινα ακίνητος σαν να φοβόμουν πως αν σάλευα θα τρόμαζε ο
ήχος και θα χανόταν. Έμεινα έτσι κάποια δευτερόλεπτα μέχρι που άλλαξε η
κατεύθυνση του ανέμου και η μελωδία έπαψε ν’ ακούγεται. Ξεκίνησα αλλά μετά από
κάποια βήματα ο ήχος ξαναχάϊδεψε τ’ αυτιά μου και ξανά στον τόπο εγώ. Πότε
δυνάμωνε ο αχός και πότε λιγόστευε, με
θλίψη, με νοσταλγία, με παράπονο, όμως πάντα με γλυκύτητα απαράμιλλη
τραγουδούσε ο βοσκός τον καημό της καρδιάς του. Κάποια στιγμή έπαψε ν’ ακούγεται και συνέχισα το δρόμο μου.
Οι σπίνοι είχαν ήδη κάνει την εποχιακή μετανάστευσή τους από τα βόρεια και
χαμηλοπετούσαν στη χλόη τσιμπολο-γώντας με κείνο το χαρακτηριστικό μονότονο
κελάιδισμά τους. Που και που, διακρινόταν το κιτρινοπράσινο φτέρωμα κάποιου
φλώρου ανάμεσα. Από μια λακκούβα που κρατούσε ακόμα νερό απ’ τη χθεσινή βροχή,
πέντε, έξι νερόσπινοι φτεράκιασαν τρομαγμένοι αφήνοντας ένα παρατεταμένο ήχο
που έμοιαζε με κείνον του γρύλου στο κατακαλόκαιρο. Στις βατομουριές ένας
κατάμαυρος κιτρινομύτης κότσυφας έκανε το συνηθισμένο του σαματά και οι
καρακάξες πάντα επιφυλακτικές στην ανθρώπινη παρουσία, πετούσαν από δέντρο σε
δέντρο καθώς πλησίαζα φροντίζοντας να βρίσκονται πάντα σε απόσταση ασφαλείας.
Κοντοστάθηκα πριν κατηφορίσω στη λάκκα του ελαιώνα για ν’ απολαύσω τη μουσική
της φύσης. Η γλυκόλαλη φλογέρα του βοσκού, τα κελαιδίσματα των μικρόπουλων απ’
τους θάμνους, οι κρωγμοί των κορακιών, η κραυγή του γερακιού, το γαύγισμα
κάποιου σκύλου, το παραπονιάρικο του γαϊδάρου γκάρισμα, κι από κάπου μακριά το
τραγούδι κάποιας εργάτριας, μαζί με πλήθος άλλων ήχων, συνέθεταν το πολύαχο μουσικό καμβά
της φύσης, που τραγουδούσε την ομορφιά του κόσμου. Πήρα μια βαθειά
παρατεταμένη ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με αέρα και την καρδιά μου
αισιοδοξία. Είχα τα νιάτα, την προσδοκία ενός προκλητικά, συναρπαστικού αγώνα
για τη ζωή μπροστά μου. Όσο πιο δύσκολος τόσο πιο ενδιαφέρων τι, το χαμολιό θα
φοβηθούμε τώρα; Κι όρμησα στον κατήφορο σιγοσφυρίζοντας με επιθετικές για τις
πεσμένες ελιές διαθέσεις.
Κάπως έτσι ανάσαινε η φύση και τα πλάσματά
της εκείνο τον καιρό, αλλά ο μόχθος, μόχθος. Αφού τέλειωνε το χαμολιό,
ξεκινούσε η συλλογή των ελιών που είχαν απομείνει στο δέντρο. Συνήθως
προηγούνταν μια, δυο γυναίκες που μάζευαν βιαστικά όσες ελιές είχαν πέσει στο
μεταξύ και έστρωναν τα λιόπανα. Ακολουθούσαν οι άντρες τινιαχτές που συνήθως
είχαν μεγαλύτερη αμοιβή από εκείνη των γυναικών. Η πτώση των ελιών απ’ τα λιόδεντρα
στα λιόπανα γινόταν με γυμνά χέρια με τη μέθοδο του αρμέγματος. Ο τινιαχτής
έφτανε της ελιές ανεβασμένος στη σκάλα των 5 περίπου μέτρων, την οποία μετέφερε από τη μια θέση στην άλλη περιμετρικά. Τις κλάρες που
δεν έφτανε τις ράβδιζε ή τις έκοβε με πριόνι.
Το βράδυ στο σπίτι γινόταν το
κοσκίνισμα για τον αποχωρισμό του καρπού από μικρά κλαδιά και φύλλα, γιατί τα
λιοτρίβια δεν διέθεταν αποφυλλωτήρια. Γινόταν
σε καλαμένιες ή από βέργες λυγαριάς κοσκίνες, που είχαν συνήθως το
μέγεθος εσωτερικής πόρτας σπιτιού. Έτσι μετά το δείπνο έφτανε κατάκοπος ο
δουλευτής να πλαγιάσει με τις παλάμες πληγωμένες και ταλαιπωρημένες απ’ τα κλαδιά. Οι ρώγες των δακτύλων
αποκτούσαν ρωγμές και πονούσαν. Δύσκολα
κανείς μπορούσε να σφίξει το χέρι του σε γροθιά χωρίς πόνους το πρωί. Ωστόσο
σαν ανέβαινε ο Ήλιος, φαιδρύνονταν οι
γλώσσες, ξεκινούσαν στο λιοστάσι το
τραγούδι οι κοπελιές και όλο και βρίσκονταν κάποιοι σεβνταλήδες να το
συνεχίσουν με πάθος.