Μνήμες από τους εμπειρικούς μουσικούς των
δημοτικών μας τραγουδιών του χωριού μας, στις δεκαετίες του 50 και 60 αλλά και παλαιότερα,
από προσωπικές εμπειρίες και διηγήσεις συμπατριωτών μας, θυμάται και καταγράφει με μοναδικό τρόπο ο συγχωριανός
μας Γιάννης Kορδώσης.
Tο
πηγαίο μεράκι και η επίμονη προσήλωση στα μουσικά όργανα, είτε αυτά ήσαν πνευστά, έγχορδα είτε κρουστά,
διέκρινε κατά κανόνα την απασχόληση τον αυτοδίδακτων εμπειρικών μουσικών της
αγροκτηνοτροφικής κοινωνίας του χωριού μας, παλιότερα αλλά και αργότερα
στις δεκαετίες 50-60 και 60-70.
Υπήρχε το στοιχείο της γνησιότητας και του αυθόρμητου στους ήχους των
οργάνων αλλά και στο τραγούδι των πανηγυριωτών κυρίως, που κελαηδούσαν το παραδοσιακό μας δημοτικό
τραγούδι, γεμάτα από συναισθηματικούς στροβιλισμούς και μουσικές κορώνες, με
χαρακτηριστικά τον καημό του απραγματοποίητου και την ανάγλυφη υπερβολή του
πάθους του τότε ανθρώπου ξωμάχου και χειρώνακτα.
Καθώς
εξέπνευσε η δεκαετία του 50 και ξεκινούσε η διαδοχή της καινούργιας, οι πρώτες εκείνες
οπτικοακουστικές εμπειρίες όντας, μικροί, σε προσχολική ηλικία και σαν μαθητές
του Δημοτικού Σχολείου, αποτέλεσαν φωτεινές πηγές συγκινησιακής και εσωτερικής
καταγραφής και φυσικοπνευματικής ανάτασης. Μνήμες και πάλι μνήμες με στοιχεία
γνησιότητας και ειλικρινούς μουσικής έκφρασης, καθώς αργότερα η δημοτική μας μούσα άρχισε να αντικαθίσταται από
αντίπαραδοσιακά στοιχεία ξενόφερτα, είτε αυτά είχαν ανατολίτικη προέλευση είτε
δυτικότροπη.
Η
ποιμενική φλογέρα του πατέρα μας, Στέφανου Κορδώση, ήταν η πρώτη ακουστική εμπειρία μουσικού οργάνου, που
σκόρπιζε στο ημίφως της χειμωνιάτικης νύχτας, κοντά στο αναμμένο τζάκι, τη
μουσική δημοτική και χορευτική λαλιά της με συναισθηματική φόρτιση και πηγαίο
λυρικό ξεχείλισμα.
Λίγο
ανατολικότερα, γειτονικά, από το σπίτι του αυτοσχέδιο αλλά και ταλαντούχου
κλαρινίστα μπάρμπα Μάρκου του Μπούρα, αντηχούσαν κρυστάλλινα και ανόθευτα ή
κλαρινοήχοι γεμάτοι από πάθος ψυχής,
μεράκι και αυτοσχεδιασμούς τοπικής αλλά και προσωπικής σφραγίδας και
συγκίνησης, που όμως δεν θράσευαν ώστε να ξεφύγουν πέρα από τα
παραδεδομένα όρια του παραδοσιακού
τρόπου ερμηνείας και αποδοχής. Κι επάνω
τ’ άστρα στις παγερές ανέφελες νύχτες, οπτικό δείγμα θείας αρμονίας
μ’ ανόθευτο το φως τους από τους
τεχνητούς εκτυφλωτικούς προβολείς του
σήμερα, έλαμπαν ζωηρά στο σκοτάδι
προκαλώντας δέος και συνόδευαν την πρωτόπειρη μουσική ακουστική αρμονία,
αφτιασίδωτη και σχεδόν δωρική στην απλότητά της, άμεσα φιλική και ολόζεστη έκφραση του λαϊκού
ανθρώπου.
Ο
μπάρμπα Μάρκος, που ηλικιακά ανήκε στην ομάδα των παππούδων του χωριού,
επροσφωνείτο μ’ αυτόν τον τρόπο από τους μεγαλύτερους, πατεράδες και μαννάδες
μας και έτσι συνηθίσαμε να τον προσφωνούμε κι εμείς οι μικρότεροι που θα
μπορούσε νά μαστε εγγόνια του.
Η
επιμονή του και υπομονή του στην όσο το δυνατόν καλύτερη και πιστότερη ερμηνεία
κάποιον νεώτερων τραγουδιών ήταν αξιοθαύμαστη. Δεν θα ξεχάσω την επίμονη
προσπάθειά του να αποδώσει με το κλαρίνο του την μελωδία του τραγουδιού
“έφταιξα συμπάθησε με κυρά Γιώργαινα”. Το κωμικό της υπόθεσης, σε μία τέτοια
προσπάθεια ήταν το τράβηγμα κατ’ επανάληψη της τρίχας π’ έβαζε στο στόμιο-σφυρίχτρα
του οργάνου για καλύτερη απόδοση, όπως το εννοούσε ο ίδιος, από παιδάκι-μπόμπιρα της
γειτονιάς. Τότε, όπως μου διηγήθηκε μεγάλος πια, το κάποτε μικρό γειτονόπουλο, ο μπάρμπα Μάρκος τον
μάλωνε θορυβημένος για το χάλασμα της προσπάθειάς του φωνάζοντας “άστην
διάολε!”, προσπαθώντας να πείσει τον μικρό πειραχτήρι να αφήσει την τρίχα αμετακίνητη
στη θέση της. Το παράπονό του ήταν η ευκαιρία που του παρουσιάστηκε να λάβει μουσικά μαθήματα
στο κλαρίνο από κατόχους μουσικής παιδείας, και που χάθηκε με την κήρυξη του
ελληνοϊταλικού πολέμου και την Κατοχή που ακολούθησε.
.........
.........