Μνήμες από τους εμπειρικούς μουσικούς των
δημοτικών μας τραγουδιών του χωριού μας, στις δεκαετίες του 50 και 60 αλλά και παλαιότερα,
από προσωπικές εμπειρίες και διηγήσεις συμπατριωτών μας, θυμάται και καταγράφει με μοναδικό τρόπο ο συγχωριανός
μας Γιάννης Kορδώσης.
Tο
πηγαίο μεράκι και η επίμονη προσήλωση στα μουσικά όργανα, είτε αυτά ήσαν πνευστά, έγχορδα είτε κρουστά,
διέκρινε κατά κανόνα την απασχόληση τον αυτοδίδακτων εμπειρικών μουσικών της
αγροκτηνοτροφικής κοινωνίας του χωριού μας, παλιότερα αλλά και αργότερα
στις δεκαετίες 50-60 και 60-70.
Υπήρχε το στοιχείο της γνησιότητας και του αυθόρμητου στους ήχους των
οργάνων αλλά και στο τραγούδι των πανηγυριωτών κυρίως, που κελαηδούσαν το παραδοσιακό μας δημοτικό
τραγούδι, γεμάτα από συναισθηματικούς στροβιλισμούς και μουσικές κορώνες, με
χαρακτηριστικά τον καημό του απραγματοποίητου και την ανάγλυφη υπερβολή του
πάθους του τότε ανθρώπου ξωμάχου και χειρώνακτα.
Καθώς
εξέπνευσε η δεκαετία του 50 και ξεκινούσε η διαδοχή της καινούργιας, οι πρώτες εκείνες
οπτικοακουστικές εμπειρίες όντας, μικροί, σε προσχολική ηλικία και σαν μαθητές
του Δημοτικού Σχολείου, αποτέλεσαν φωτεινές πηγές συγκινησιακής και εσωτερικής
καταγραφής και φυσικοπνευματικής ανάτασης. Μνήμες και πάλι μνήμες με στοιχεία
γνησιότητας και ειλικρινούς μουσικής έκφρασης, καθώς αργότερα η δημοτική μας μούσα άρχισε να αντικαθίσταται από
αντίπαραδοσιακά στοιχεία ξενόφερτα, είτε αυτά είχαν ανατολίτικη προέλευση είτε
δυτικότροπη.
Η
ποιμενική φλογέρα του πατέρα μας, Στέφανου Κορδώση, ήταν η πρώτη ακουστική εμπειρία μουσικού οργάνου, που
σκόρπιζε στο ημίφως της χειμωνιάτικης νύχτας, κοντά στο αναμμένο τζάκι, τη
μουσική δημοτική και χορευτική λαλιά της με συναισθηματική φόρτιση και πηγαίο
λυρικό ξεχείλισμα.
Λίγο
ανατολικότερα, γειτονικά, από το σπίτι του αυτοσχέδιο αλλά και ταλαντούχου
κλαρινίστα μπάρμπα Μάρκου του Μπούρα, αντηχούσαν κρυστάλλινα και ανόθευτα ή
κλαρινοήχοι γεμάτοι από πάθος ψυχής,
μεράκι και αυτοσχεδιασμούς τοπικής αλλά και προσωπικής σφραγίδας και
συγκίνησης, που όμως δεν θράσευαν ώστε να ξεφύγουν πέρα από τα
παραδεδομένα όρια του παραδοσιακού
τρόπου ερμηνείας και αποδοχής. Κι επάνω
τ’ άστρα στις παγερές ανέφελες νύχτες, οπτικό δείγμα θείας αρμονίας
μ’ ανόθευτο το φως τους από τους
τεχνητούς εκτυφλωτικούς προβολείς του
σήμερα, έλαμπαν ζωηρά στο σκοτάδι
προκαλώντας δέος και συνόδευαν την πρωτόπειρη μουσική ακουστική αρμονία,
αφτιασίδωτη και σχεδόν δωρική στην απλότητά της, άμεσα φιλική και ολόζεστη έκφραση του λαϊκού
ανθρώπου.
Ο
μπάρμπα Μάρκος, που ηλικιακά ανήκε στην ομάδα των παππούδων του χωριού,
επροσφωνείτο μ’ αυτόν τον τρόπο από τους μεγαλύτερους, πατεράδες και μαννάδες
μας και έτσι συνηθίσαμε να τον προσφωνούμε κι εμείς οι μικρότεροι που θα
μπορούσε νά μαστε εγγόνια του.
Η
επιμονή του και υπομονή του στην όσο το δυνατόν καλύτερη και πιστότερη ερμηνεία
κάποιον νεώτερων τραγουδιών ήταν αξιοθαύμαστη. Δεν θα ξεχάσω την επίμονη
προσπάθειά του να αποδώσει με το κλαρίνο του την μελωδία του τραγουδιού
“έφταιξα συμπάθησε με κυρά Γιώργαινα”. Το κωμικό της υπόθεσης, σε μία τέτοια
προσπάθεια ήταν το τράβηγμα κατ’ επανάληψη της τρίχας π’ έβαζε στο στόμιο-σφυρίχτρα
του οργάνου για καλύτερη απόδοση, όπως το εννοούσε ο ίδιος, από παιδάκι-μπόμπιρα της
γειτονιάς. Τότε, όπως μου διηγήθηκε μεγάλος πια, το κάποτε μικρό γειτονόπουλο, ο μπάρμπα Μάρκος τον
μάλωνε θορυβημένος για το χάλασμα της προσπάθειάς του φωνάζοντας “άστην
διάολε!”, προσπαθώντας να πείσει τον μικρό πειραχτήρι να αφήσει την τρίχα αμετακίνητη
στη θέση της. Το παράπονό του ήταν η ευκαιρία που του παρουσιάστηκε να λάβει μουσικά μαθήματα
στο κλαρίνο από κατόχους μουσικής παιδείας, και που χάθηκε με την κήρυξη του
ελληνοϊταλικού πολέμου και την Κατοχή που ακολούθησε.
.........
.........
Στα
παιδικά χρόνια της αγνότητας τον θυμούμαι ν’ αποτελεί την ψυχή της κομπανίας
στα δημοτικά, τοπικά μας τραγούδια με συμπαίκτες να τον συνοδεύουν οι αδελφοί
και θείοι μου, Θύμιος Κορδώσης στο βιολί και Βασίλης Κορδώσης στο λαούτο. Ο
Θύμιος Κορδώσης ήρεμος και υπομονετικός συνέχισε μέχρι τα γεράματά του να
παίζει βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις που τον καλούσαν, με τον Τάσο Μπαλάφα στο
κλαρίνο, Χιλιομοδιώτη, αλλά Στεφανιώτη
στην καταγωγή. Το παίξιμό του μπάρμπα Θύμιου ήταν σιγαλό, αποφεύγοντας τις κραυγαλέες
ηχητικές εντάσεις και το χαρακτήριζε ιδιαίτερος προσωπικός τρόπος, όπως και το κράτημα
του οργάνου του. Τον Βασίλη Κορδώση, αψύ,
εκδηλωτικό και ευσυγκίνητο, τον θυμούμαι
να προσπαθεί επίμονα στο χόρδισμα του λαούτου και να το προβάρει στο σπίτι του
πριν ξεκινήσει για την συνάντησή του με τους άλλους οργανοπαίκτες της ομάδας.
Αποσύρθηκε κάπως νωρίς, από ότι θυμούμαι, από τη συμμετοχή τους στην κομπανία αλλά και από την
απασχόλησή του με τ’ όργανο κατ’ οίκον, σε στιγμές σχόλης, όπως συνήθιζε.
Στην
Κομπανία του μπάρμπα Μάρκου συμμετείχε κάποιες φορές και ο μπάρμπα Γιώργης ο
Κορδώσης (Σουσαμής), όπου δίπλα στο σπίτι του και πίσω από την εκκλησιά του Αϊ
Γιώργη (την τότε μητρόπολη του χωριού), στο παρακείμενο αλώνι, έπαιζε το λαούτο
του με την κομπανία τις γιορτές και Κυριακές, μετά το σχόλασμα της εκκλησίας
για να χορεύουν οι νέοι του χωριού, και όχι μόνο, πριν φύγουν, αρκετοί από
αυτούς για την ξενιτιά που είχε ήδη αρχίσει και συνεχίστηκε σχεδόν αδιάκοπα.
Άξια μνημόνευσης και η συμμετοχή του με το λαούτο του ως μπάρμπα Χρόνης, στις
πρόβες του κωμειδυλλίου του Κορομηλά “Ο αγαπητικός της Βοσκοπούλας” για
αυτοσχέδια στο ανέβασμα τοπική παράσταση. Τραγουδούσε το τραγούδι “Τζάνεμ
ποταμέ μου πάρε με στα κύματα σου”. Ο ρόλος του, όπως και των άλλων στους ρόλους του
έργου, ήταν ενταγμένος στις προσπάθειες ψυχαγωγίας μας με θεατρικές παραστάσεις
μέσα από ποιμενοαγροτικά ερωτικά δρώμενα
που ταίριαζαν στο ψυχολογικό, βιωματικό και περιβαλλοντικό περιεχόμενο των
ξωμάχων της Ελληνικής επαρχίας εκείνης της εποχής. Με το λαούτο περιστασιακά,
με απασχολήσεις-δοκιμές εμπειρίες, είχε και ο μπάρμπα Αχιλλέας ο Κορδώσης, θείος του μπάρμπα
Γιώργη, που σε παλιά φωτογραφία παρουσιάζεται δίπλα στον μπάρμπα Μάρκο τον
Μπούρα, νεαροί και οι δυό τους, να κρατά ποζάροντας λαούτο και ο δεύτερος
κλαρίνο σε προπολεμικό πανηγύρι της Παναγίας της Φανερωμένης.
Οι ομήλικοι και όχι μόνο, μεγαλώσαμε με την δημοτική μουσική των τοπικών οργάνων και καθώς εσωτερικοί μετανάστες αργότερα για σπουδές και εργασία στις μεγαλουπόλεις της χώρας και κυρίως της Αθήνας, πηγαινοερχόμαστε διανύοντας τις αποστάσεις νοσταλγίας των μικράτων μας, συναντούσαμε τους λαϊκούς παραδοσιακούς οργανοπαίχτες σε εκδηλώσεις εορταστικές, πανηγύρια αλλά και σε γάμους να επιμένουν στα γνήσια ακούσματα ελληνότροπα, αντιμετωπίζοντας την εισβολή των ξενόφερτων, που με τον τρόπο τους σιγά-σιγά επιβάλλονταν σε βάρος της πατροπαράδοτης δημοτικής μας μουσικής.
Οι ομήλικοι και όχι μόνο, μεγαλώσαμε με την δημοτική μουσική των τοπικών οργάνων και καθώς εσωτερικοί μετανάστες αργότερα για σπουδές και εργασία στις μεγαλουπόλεις της χώρας και κυρίως της Αθήνας, πηγαινοερχόμαστε διανύοντας τις αποστάσεις νοσταλγίας των μικράτων μας, συναντούσαμε τους λαϊκούς παραδοσιακούς οργανοπαίχτες σε εκδηλώσεις εορταστικές, πανηγύρια αλλά και σε γάμους να επιμένουν στα γνήσια ακούσματα ελληνότροπα, αντιμετωπίζοντας την εισβολή των ξενόφερτων, που με τον τρόπο τους σιγά-σιγά επιβάλλονταν σε βάρος της πατροπαράδοτης δημοτικής μας μουσικής.
Στα
χρόνια μας, παιδικά και εφηβικά με εμφανίσεις σε μεγάλες γιορτές της
Χριστιανοσύνης αλλά κυρίως στις Απόκριες και Καθαρή Δευτέρα, στο παίξιμο της
πίπιζας πρωτοστατούσε ακούραστα ο μπάρμπα Βασίλης ο Μαντζώρος. Στο ξεφάντωμα
στην πλατεία του χωριού στις αποκριάτικες Κυριακές το παίξιμό του διαρκούσε
ώρες και διατηρούσε ένα χορευτικό πανζουρλισμό σε δύο τρεις ή και περισσότερους
ομόκεντρους κύκλους, από συντοπίτες μας αλλά και ερχόμενους από τα γύρω χωριά
κάθε ηλικίας, που κράτησε για πολλά συνεχόμενα χρόνια με την ίδια αμείωτη
ένταση. Δίπλα του ολημερίς, μέχρι τον ερχομό της
νύχτας, το δεύτερο μέρος της ζυγιάς, ο μπάρμπα Γιάννης ο Ηλίας (Γιαννίτσας)
έκρουε και αυτός το νταούλι του, δικής του κατασκευής κινητικότατος,
παραστατικότατος και νευρώδης. Κάποιες φορές έμπαιναν στη θέση της ζυγιάς για
ξεκούρασή της αλλά και για αλλαγή του μοτίβου η κομπανία του μπάρμπα Μάρκου
αλλά και των αδελφών Ταγαρά, με τον Αργύρη στο κλαρίνο και το Βασίλη στο βιολί
και οι δυό τους επαγγελματίες οργανοπαίκτες, ΑγιοΒασιλειώτες. Αργότερα καθώς
πέρασαν τα χρόνια και αποσύρθηκε η ζυγιά
Μαντζώρου-Γιαννίτσα μπήκαν στο προσκήνιο της διαδοχής, για περιστασιακές
εμφανίσεις, κυρίως τις Απόκριες και την Δευτέρα της Λαμπρής, ο μεγαλύτερος εγγονός
του μπάρμπα Γιάννη ο συνονόματος, που τον διαδέχτηκε στο νταούλι, και ο πατέρας
του Γιώργος Ηλίας στο παίξιμο της
πίπιζας αλλά και της φλογέρας.
Στα
πνευστά, και ιδιαίτερα στο παίξιμό του κλαρίνου, ακούσματα υπήρχαν κατά
διαστήματα και από τον Γιάννη τον Μερκούρη του Δημητρίου, του οποίου το σκίτσο
φιλοτέχνησε ο πατέρας μου όντας συστρατιώτης σε στιγμές
σχόλης και το οποίο κάποια στιγμή χάθηκε. Σύμφωνα με απόψεις συντοπιτών μας, το
παίξιμό του διακρινόταν για τη ζωντάνια του, την αμεσότητα της έκφρασης της,
την συνεκτικότητά του αλλά και την κάποια τραχύτητά του, που είχε επιπτώσεις
στο πέρασμα των υλικών παλμών και της λεπτής συγκίνησης. Παλιότερα στην εποχή των
παππούδων μας, ο παππούς μου ο Μιχαλιός (Μιχαήλ Στεφάνου Κορδώσης) συμμετέχοντας στην δεκατετραμελή
παρέα που ξεφάντωνε τακτικά, έπαιζε και αυτός πίπιζα και έκρουε νταούλι, όπως μου είχε
περιγράψει ο ίδιος, σε εορταστικές κυρίως εκδηλώσεις, που συνοδευόντουσαν από πειράγματα, τραχειά δρώμενα, παραδοσιακά
τραγούδια και κρασοκατάνυξη.
Αξιομνημόνευτη και σεβαστή και η περίπτωση του Γεωργίου Κορδώση του
Κωνσταντίνου (Καλόγερου), που σύμφωνα με μαρτυρίες του παππού μου του Μιχαλιού
και δευτεροξαδέλφου του ήταν
συμπολεμιστής του στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 και διασκέδαζε τους
συστρατιώτες του σε στιγμές ανάπαψης, παίζοντας το κλαρίνο του με ενθουσιασμό
και ανεβάζοντας το κουράγιο τους και τις αντοχές τους. Έπεσε μαχόμενος στη μάχη του Κιλκίς το καλοκαίρι
του 1913.
Στο
κλαρίνο θα πρέπει να αναφερθούν και οι περιπτώσεις απασχόλησης με το παίξιμο
του οργάνου από μεράκι κάποιων συγχωριανών μας με λιγοστές περιστασιακές
εμφανίσεις, σύμφωνα με προσωπικές μου εμπειρίες και μνήμες μεγαλύτερων μου. Σε αυτές ανήκουν οι
περιπτώσεις του μπάρμπα Βασίλη του Μπαλή (Μανιαδάκη) και του μπάρμπα Γρήγορη του Μπακλώρη (Αγροφύλακα),
τον οποίο θυμάμαι κάποιες φορές να συμμετέχει στο τοπικό συγκρότημα στον Άγιο
Παντελεήμονα τη Δευτέρα του Πάσχα.
Εκτός του κλαρίνου οι παλιότεροι παππούδες και γιαγιάδες μολογούσαν για
το παίξιμό πίπιζας από δεξιοτέχνη, του καλύτερου της περιοχής, Αϊ-Βασιλιώτη
στην καταγωγή, με το όνομα Μιριαλής. Αποδεχτός στην πρώτη θέση αυτοσχέδιος και
αυτοδίδακτος ο εμπειρικός αυτός οργανοπαίκτης είχε πρωτοστατήσει μουσικά
προπορευόμενος στα πεζοπορώντα συμπεθέρια που έφερναν νύφες (γιαγιάδες μας) από
τον Αϊ-Βασίλη στην Κλένια, μέσω Πλατάνας, με γαμπρούς παππούδες μας. Δεύτερος
στην τάξη, και αυτός δεξιοτέχνης ανατραφείς με μουσικά ακούσματα προηγούμενων
παικτών αυτού του παραδοσιακού οργάνου, ήταν ο Θεοφανάκος ή Διοφανάκος,
Κλενιάτης στην καταγωγή, με “μουσικό αυτί”, κατά την λαϊκή έκφραση και σύμφωνα
με γνώμες παππούδων ομηλίκων του, αλλά και κάποιον μικρότερων.
Στα
έγχορδα εκτός, από τους προαναφερόμενους στην κομπανία του μπάρμπα Μάρκου και
στην ιδιαίτερη περίπτωση μνήμης του μπάρμπα Αχιλλέα του Κορδώση, θα πρέπει να αναφέρουμε τον
μπάρμπα Γιώργη τον Κοντογιάννη (γραμματικό του χωριού) ως το σημαντικότερο και
αξιολογότερο βιολιστή του χωριού μας και όχι μόνο, σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες
παλαιότερων και νεότερων. Ο μπάρμπα Γιώργης έδειχνε μία έντονη έφεση για αυτό
το όργανο από παιδάκι, αφού, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της μακαρίτισσα της μάνας
μου, Αθανασίας Τσίρτση (Χατζή) είχε κατασκευάσει ένα αυτοσχέδιο βιολί-παιγνίδι
και παρίστανε το βιολιστή σύροντας στις υποτιθέμενες χορδές από κοινής χρήσης
σύρμα, ξύλινη
απομίμηση δοξαριού. Αργότερα ο μεγαλύτερος αδερφός του, Παναγιώτης
Κοντογιάννης, επιστρέφοντας από την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, του
φέρε ένα πραγματικό βιολί, το οποίο έμαθε να χειρίζεται και να ερμηνεύει το
δημοτικό τραγούδι με εξαιρετική δεξιοτεχνία και αποδοτικότητα για εμπειρικό. Η
αλήθεια είναι πως, πέρα από την εμπειρική μάθηση στο παίξιμό του οργάνου, είχε
πάρει μαθήματα από επαγγελματία βιολιστή, Αθηκιώτη κάποιον Μιχαλάκη. Έντονα και
με συγκίνηση θυμούμαι, στην ηλικία των τεσσάρων ετών, τον μπάρμπα Γιώργη να
παίζει με ενθουσιασμό και ολόψυχη συμμετοχή, το βιολί του στο γάμο του θείου
μου του Θύμιου Κορδώση και να τραγουδά άνετα συνεπαρμένος το δημοτικό τραγούδι
“Λεμονιά λεμόνησέ με δυο λεμόνια
χάρισέ μου”.
Βιολί με λεπτές μουσικές
αποχρώσεις, πάθος και μεράκι έπαιζε, καθώς μου διηγείτο ο παππούς μου ο
Μιχάλης, και ο αδερφός του, Βασίλης Κορδώσης που πέθανε στην Αμερική, αφού σε
κάποια επίσκεψή του στο πατρικό σπίτι με τη Γερμανίδα σύζυγό του, άφησε ένα βιολί
που το χρησιμοποίησε αργότερα στην εκμάθηση του και στο παίξιμό του ο ανιψιός
του Θύμιος Κορδώσης.
Με το
παίξιμό του βιολιού ασχολήθηκε, από ενδιαφέρον για του όργανο και ο Βλάσης
Μπούρας, γιος του μπάρμπα Μάρκου, με αυτοσχέδιες προσπάθειες, που συγκινημένος
τον άκουγα να παίζει στο γειτονικό πατρικό του σπίτι. Επίσης, απόπειρες
περιστασιακής απασχόλησης-δοκιμής και εμπειρικής μάθησης στο όργανο αυτό είχαν
πραγματοποιήσει και άλλοι νέοι στην ηλικία των πατεράδων ή και κάπως μικρότεροι
όπως ο Άγγελος ο Δήμας, που τον θυμούμαι κάποιες φορές στις ιδιόμορφες
προσπάθειες παιξίματος, με διάθεση που συγκινούσε, σε φιλικές συγκεντρώσεις που
πραγματοποιούντο σε σπίτια για κοινωνικές επαφές, κουβεντολόι και διασκέδαση.
Ο
σημαντικότερος, σύμφωνα με γνώμες και μαρτυρίες ακροατών του στο παίξιμό του πάντζου θα πρέπει να
θεωρηθεί Ο μπάρμπα Βασίλης ο Μερκούρης του Δημητρίου, ο οποίος έπαιζε το όργανο
πριν ξενιτευτεί και αυτός με ακριβή, ταιριαστό, μελωδικό και μερακλήδικο τρόπο,
συνοδεύοντας το παίξιμό του με το τραγούδι του, δίχως μικρόφωνο, όπως γινόταν
και από άλλους τραγουδιστές συμπατριώτες μου της εποχής εκείνης αλλά και
παλιότερα. Οι μεγαλύτεροι αλλά και οι
νεώτεροι της ηλικίας μου, θα το θυμούνται στο μικροπανήγυρο της Παναγίας της
Μοσκουφίτσας, να
συμμετέχει στην τοπική κομπανία παίζοντας και τραγουδώντας για τους χορευτές
και τους παριστάμενους συγχωριανούς του, στ’ αλώνι Πάνω Κλένιας, αντίκρυ στο
σημερινό χωριό μας. Με το πάντζο είχε ασχοληθεί και ο Παναγιώτης Μερκούρης του
Χρήστου, πριν ξενιτευτεί και αυτός στον Καναδά. Επίσης θα πρέπει να αναφερθούν
και οι αρκετά σοβαρές και αυτοσχέδιες απόπειρες του γιού, του μπάρμπα Μάρκου, Γιάννη Μπούρα, του
οποίου ακούσματα είχα στο παίξιμό του πάντζου του σε κάποιες δημόσιες
εμφανίσεις του.
Άξια μνείας είναι και η
περίπτωση του μπάρμπα Μήτσου του Ζεμπερλίγκου, ο οποίος είχε ασχοληθεί με το
παίξιμο μαντολίνου περιστασιακά. Ευχάριστο και αισιόδοξο, τον θυμάται η μάννα μου, μικρό
κορίτσι να παίζει το μαντολίνο του τραγουδώντας δημοτικά τραγούδια και μεταξύ
αυτών το, “κότα μου κοτούλα μου και πουλακιδούλα μου” επισκεπτόμενος το σπίτι
του παππού μου του Γιάννη του Τσίρτση (Χατζή) και διασκεδάζοντας τους ενοίκους
και μεταξύ αυτών και τη μετέπειτα σύζυγό του Αναστασία Κορδώση του Κωνσταντίνου (γέρο Ρωσία), π’ έκανε παρέα στη φιλενάδα της και αδερφή του
παππού μου, Παναγιώτα. Ο μπάρμπα Μήτσος, λάμπρυνε την ατμόσφαιρα με το
ασυννέφιαστο αντίκρισμα της ζωής που περνούσε στο παίξιμό του και στο
πανηγυριώτικο δημοτικό και μικρασιάτικο τραγούδι του όπως το θυμάμαι αργότερα, από μικρό παιδί.
Η
περίπτωση του μπάρμπα Μήτσου του Δελή, που πριν γίνει παπάς στον Άγιο Βασίλη,
έπαιζε σαντούρι, είναι
χαρακτηριστική. Κατακλύζεται από δροσιστικό χιούμορ καθώς και από την πρακτική
μετάβαση του λαϊκού ανθρώπου με τις πολλαπλές ανάγκες και την ευκίνητη για
τούτο σκέψη, από το τερπνό στο ωφέλιμο με αναφορά και επίκεντρο το ζήτημα του
τρόπου που χρησιμοποίησε κάποιος το σαντούρι που έπεσε στα χέρια του. Όπως είχε αφηγηθεί ο αδελφός του Βασίλειος
Δελής και μου μετέφερε ο γιος του Γιώργος, όταν ο μπάρμπα Μήτσος αγόρασε καινούργιο σαντούρι, χάρισε το παλιό όργανο στον
Μανωλάκη. Ο τελευταίος όπως οι περισσότεροι μερακλήδες νεαροί εκείνης της εποχής, επιθυμούσε τη
συμμετοχή του στα τότε κοινωνικά δρώμενα και την προβολή του μέσω της
συγκινησιακής εκφόρτισης και εντυπωσιασμού, δια της μάθησης κάποιου μουσικού
οργάνου, έτσι αφού κάποια στιγμή βρέθηκε
στα χέρια του το παλιό, φθαρμένο και ταλαιπωρημένο, σαντούρι, επιδόθηκε στην εκμάθησή του με ζήλο. Αφού το πάλεψε αρκετά και επανειλημμένα και είδε ότι οι φθόγγοι που αποσπούσε δεν προκαλούσαν
ευάρεστα συναισθήματα, μη ικανοποιημένος από την απόδοση
του και βέβαιος ότι ούτε εαυτόν ούτε τους άλλους θα έτερπε, το γέμισε ελιές για
θρούμπες, που τότε τις έβαζαν σε τομάρια
ζώων. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, όταν ο μπάρμπα Μήτσος συνάντησε τον Μανωλάκη και τον ρώτησε πως πάει η
εκμάθηση του σαντουριού, πήρε την απάντηση, “Ψήνει κάτι διαβολοελιές άλλο πράμα!!!” Εννοώντας βέβαια ότι το σαντούρι αποτέλεσε υποκατάστατο τομαριού.
Και για την ιστορία αφηγείτο ο αδελφός του Βασίλης Δελής, όταν ο μπάρμπα
Μήτσος έγινε παπάς και διορίστηκε στο αρχικά Μαψό, το 1944, αναγκάσθηκε
να πουλήσει το σαντούρι του και ένα άλογο με το κάρο του, για να αγοράσει με τα
χρήματα τα άμφια.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο αναφορικά με τους πρακτικούς οργανοπαίκτες
του χωριού μας στις δεκαετίες του 50 και 60 αλλά και παλιότερα, νομίζω πως θα
ήταν σημαντική παράλειψη να μην γίνει αναφορά μου στο ξεκίνημα του μουσικού
αλλά και χορευτικού ξεφαντώματος και ακόμη των κωμικών αυτοσχέδιων παραστάσεων
με τη σύσσωμη συμμετοχή των συγχωριανών μου και εμού του ιδίου την Καθαρά
Δευτέρα, αν θυμούμαι καλά κάπου στα μέσα από τη δεκαετίας του 50. Η πάνδημος
αυτή συμμετοχή είχε σαν αποτέλεσμα,την μετακίνηση του αποκριάτικου ξεφαντώματος
από τον Άγιο Βασίλη στο χωριό μας , το οποίο ήταν “σήμα κατατεθέν” της Κλένιας
για πολλά πολλά χρόνια.Αυτό το τελευταίο όμως ως
πολύ περιεκτικό και εκτεταμένο θέμα θα απαιτούσε ιδιαίτερη αναφορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου