Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Το ηρώο



Το ηρώο στον Άγιο Γεώργιο
 Το νέο ηρώο

 
   Όταν λειτούργησε o ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό, δίπλα στον προαύλιο χώρο του, κατασκευάστηκε ένα νέο μνημείο-ηρώο, αφιερωμένο στους πεσόντες πολέμου για την πατρίδα. Το παλιό ηρώο στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αφού περιορίστηκε ο χώρος του από την πλακόστρωση του περιβάλλοντος χώρου, τείνει σιγά σιγά να λησμονηθεί.
  Ο πρόεδρος κος Τάκης Μπακλώρης, μέσα στις τόσες δραστηριότητες του και τα έργα που κάνει στο χωριό,φρόντισε και το νέο μνημείο,που επί χρόνια παρέμενε στην κατάσταση που κατασκευάστηκε, χωρίς τα ονόματα των πεσόντων και με μια απλή τσιμεντόστρωση γύρω-γύρω. Έγιναν εργασίες  ανάπλασης  του περιβάλλοντος χώρου που περιελάμβανε, πλακόστρωση με χρωματιστά μάρμαρα και κυβόλιθους , δημιουργία παρτεριών, ενώ σε μία καινούργια μαρμάρινη πλάκα αναγράφηκαν τα ονόματα των πεσόντων, όπως αναφέρονται στο παλιό ηρώο του Αγίου Γεωργίου. Έτσι δημιουργήθηκε ένας χώρος ευπρέπειας και σεβασμού, που ελπίζουμε να διατηρηθεί σε άψογη ως έχει κατάσταση.  Απομένει η περιφερειακή φύτευση των παρτεριών που θα ολοκληρωθεί σύντομα για να γίνει ακόμα πιο όμορφος.
  Έτσι φέτος θα κληθούμε να τιμήσουμε τους ήρωες, με την κατάθεση των στεφάνων και την απαγγελία λόγων και ποιημάτων την 25η Μαρτίου, μπροστά σε ένα πλήρως ανανεωμένο μνημείο πεσόντων.

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Σατυρικά της Kαθαράς Δευτέρας στην Kλένια το 1975


φωτό: από το site του                  Δεύτερος από αριστερά Ο Γιώργος Σκούπας (εργολάβος)
Πολιτιστ. Συλλόγου Κλένιας     
    Όπως είχαμε αναρτήσει στα σατιρικά δρώμενα την Καθαρά Δευτέρα, στο χωριό παλιά το καρναβάλι γινόταν με παρέλαση αυτοσχέδιων “αρμάτων” και οι μασκαράδες  χρησιμο-ποιούσαν όλη την εφευρετικότητά τους για να ντυθούν με υλικά που σχεδίαζαν και έφτιαχναν μόνοι τους. Η κορυφαία στιγμή του καρναβαλιού μπορούμε να πούμε ήταν η σάτιρα που γινόταν για την πολιτική, το χωριό, τους κατοίκουw, τους καταστηματάρχες κτλ. Ο Γιώργος Σκούπας (εργολάβος) με την ικανότητα που είχε στη διακωμώδηση των καταστάσεων, πραγμάτων και προσώπων ήταν το κεντρικό πρόσωπο που έγραφε το κείμενο των σατιρικών και το απήγγειλε. 
    Την Καθαρά Δευτέρα στις 17/3/1975 η σάτιρα και ο λόγος του ήταν πολιτικός διότι ήταν προεκλογική περίοδος των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών που έγιναν σε δύο γύρους 30/3/1975και 6/4/1975.                                                                                                               Ο Χαράλαμπος Ζεμπερλίγκος θυμάται και μας διηγείται το σατιρικό λόγο αυτής της ημέρας που συνήθως άρχιζε :

Χαίρεται χαίρεται,
σας ξέρω και με ξέρετε,
δηλαδή ξερενόμαστε,
καθένας με τη σειρά του,
μία και εγώ είμαι ψηλά,
και εσείς είστε από κάτου.

και συνέχισε πλέον  για την προεκλογική κατάσταση:
 
Φέτος τις απόκριες,
μας ήρθανε και οι εκλογές,
εκλογές δημοτικές.

Για να βγάλουμε συμβούλους ,
και προέδρους προκομμένους,
και καλούς.

Για να φτιάξουν το χωριό μας,
που έχουν γίνει όλα στάχτη,
και να βάλουν την μπουλντόζα,
να το κάνουνε χωράφι.

Πιάσαν τα μεγάλα σόγια,
Για να βγάλουν αρχηγούς,
και κανένας δεν τους θέλει,
τους καημένους τους μικρούς,

Και αρχίσαν οι ζυμώσεις,
όλων των συνδυασμών,
και τρέχανε όλη τη νύχτα,
πότε εδώ και πότε εκεί,
ποιός πρώτος να προλάβει,
νάναι όλοι οι εκλεχτοί.

Κι έτρεχαν και γαβγίζαν,
σαν τους σκύλους,
και πουλούσαν συγγενήδες,
μα και φίλους.

Όλοι τόχανε γινάτι,
για να βγάλει ο ένας,
του αλλουνού το μάτι.

Και εν τέλει καταλήξαν,
να γίνουν δύο συνδυασμοί,
αλλά μόνο που δεν ξέρω,
ποιός θα βγει ποιός δεν θα βγει.

Θα σας αναπτύξω μόνον,
το ευρύ το πρόγραμμά τους,
φυσικά εν περιλήψει,
και των δυό συνδυασμών.

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Κλένια, Κλένιες και ...Κλεωναί.


Έρευνα : Γιώργος Δελής.
   Η προέλευση της ονομασίας του χωριού έχει αναλυτικά ερευνηθεί από τον συγχωριανό μας καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Μιχαήλ Κορδώση στη Μελέτη (Αρχαία και πρωτο-βυζαντινή Τενέα, <<Δωδώνη>> τόμος ΚΣΤ' τεύχος 1 (1997 Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.) και στο βιβλίο  (Μεσαιωνική και Νεότερη Κλένα-Κλένια, Ιστορικογεωγραφικά μελετήματα αρ. 5 Ιωάννινα 2001),(βλέπε ανάρτηση) όπως επίσης και από τον καθηγητή Δ. Ι. Γεωργακά  (Σλαβικοί όροι και τοπωνύμια στην Πελοπόννησο, Πελοποννησιακά 1 1956) και  (Τα τοπωνύμια της Αργολίδος και των Μυκηνών και η Ιστορία του Τόπου, Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1965) και από τον Bon A. (La Morre franque, Paris 1969). Αναφορές των πα-ραπάνω γίνονται και στο  εξαιρετικό βιβλίο( Ο ΤΕΩΣ ΔΗΜΟΣ ΚΛΕΩΝΩΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ 19ος  – 20ός  Αιώνας τόμος Β),των οι ερευνητών συγγραφέων Ξενοφώντα Ηλία και Ζωή Ηλία.
   Εμείς θα αναφερθούμε και σε μία άγνωστη πτυχή του ονόματος μέσα από τα πρακτικά της Κοινότητος στα οποία κάνει σύντομη αναφορά στο παραπάνω βιβλίο, για το όνομα και το έμβλημα της σφραγίδας ,ο συγγραφέας ερευνητής Ξενοφών Ηλίας.
  Το Κοινοτικό Συμβούλιο με την 9/10. 2.1938 Πράξη του “Περί καθορίσεως του ονόματος της Κοινότητος μας” αποφάσισε το επίσημο όνομα να είναι Κλεωναί. Βέβαια παρατηρούμε στα πρακτικά του Κοινοτικού Συμβουλίου να εμφανίζεται το όνομα Κλεωναί από το 1930, ενώ στα πρακτικά του 1943 το όνομα ξαναγράφεται σαν Κλένια. Παραθέτουμε φωτοαντίγραφο των σελίδων του πρακτικού το οποίο αναφέρει:    
       ακριβής μεταφορά ...   
 
                     Περί καθόρισεως του ονόματος της Κοινοτητος μας

 Ότι κατόπιν υπ’ αριθ 20290 / 1937 Δ/γήςκ. Νομάρχου δέον να προβώμεν εις τήν λήψιν αποφάσεως και λάβε η  ημετέρα Κοινότης επισήμως το αρχαίον όνομα ‘Κλεωναί’ συμφώνως προς το άρθρον 8 του Κοινοτικού Κώδικος καθ’ ότι και ο κ. Νομάρχης δεν συμφωνεί προς την αίτησιν του δικηγόρου Κων/νου Καλαρά

                                       το Κοινοτικό Συμβούλιο

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Ο Ελαιώνας που τραγουδούσε κι ο Ελαιώνας που μουγκρίζει.



Γράφει  ο Ντίνος Κορδώσης.

     Δεν ήταν η πρώτη φορά η σημερινή που μακάριζα τα παιδιά που δεν είχαν γονείς αγρότες και μπορούσαν να χορταίνουν το παιχνίδι. Δεν με τρόμαζε η δουλειά, αλλά όταν σκεπτόμουν πως Σαββατιάτικα θα έχανα το απογευματινό ποδοσφαιρικό γλέντι στο  βραχιά μου ερχόταν να σκάσω. Η εντολή του πατέρα όμως ήταν σαφής. «Όταν σχολάσεις θα έρθεις κατ’ ευθείαν στις ελιές στο «Φλεβάρι» και ήταν αδιανόητο ένας δεκαπεντάχρονος εν έτει 1965 ν’ αγνοήσει τις εντολές του γονιού του.  Βρισκόμαστε στα μέσα του Δεκέμβρη, ο κόσμος είχε ξεκινήσει το λιομάζωμα , τα τρία λιοτρίβια του χωριού Φουρνιάς,  Υδραυλικό, Μπαλέϊκο, (η Μοδιστρούλα είχε ήδη εγκαταλειφθεί)  είχαν μπει σε λειτουργία κι ο αγέρας έφερνε εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά απ’ τα λιόζουμα που κυλούσαν στα ρέματα.
     Με βαριά καρδιά αποχαιρέτησα στην πλατεία τους συμμαθητές που συνοδοιπορούσαμε σε όλο το δρόμο απ’ το Γυμνάσιο Χιλιομοδίου και τράβηξα δυτικά για το λιοστάσι, με βήμα αργό και βαρύ, με  το κεφάλι σκυφτό, σαν να με πήγαιναν για εκτέλεση. Αν και ήταν μια ευχάριστα ηλιόλουστη μέρα με ελαφρό αεράκι, η σκέψη πως σε λίγο θα κοψομεσιαζόμουν μαζεύοντας χαμολιό με το γόνατο μέσα στη λάσπη, επέτεινε την κατήφεια μου. Όσο αργά όμως και να βάδιζα, κάποτε πλησίασα το σημείο όπου θ’ άφηνα το δρόμο για να πιάσω το μονοπάτι όταν ξαφνικά στάθηκα σούζα! Μια θεσπέσια μελωδία βγαλμένη από κάποια μαγική φλογέρα ξεχυνόταν απ’ την πλευρά του βουνού κι ερχόταν με τους κυματισμούς του αγέρα προς το μέρος μου. Έμεινα ακίνητος σαν να φοβόμουν πως αν σάλευα θα τρόμαζε ο ήχος και θα χανόταν. Έμεινα έτσι κάποια δευτερόλεπτα μέχρι που άλλαξε η κατεύθυνση του ανέμου και η μελωδία έπαψε ν’ ακούγεται. Ξεκίνησα αλλά μετά από κάποια βήματα ο ήχος ξαναχάϊδεψε         τ’ αυτιά μου και ξανά στον τόπο εγώ. Πότε δυνάμωνε ο αχός και πότε λιγόστευε,  με θλίψη, με νοσταλγία, με παράπονο, όμως πάντα με γλυκύτητα απαράμιλλη τραγουδούσε ο βοσκός τον καημό της καρδιάς του. Κάποια στιγμή  έπαψε            ν’ ακούγεται και συνέχισα το δρόμο μου. Οι σπίνοι είχαν ήδη κάνει την εποχιακή μετανάστευσή τους από τα βόρεια και χαμηλοπετούσαν στη χλόη τσιμπολο-γώντας με κείνο το χαρακτηριστικό μονότονο κελάιδισμά τους. Που και που, διακρινόταν το κιτρινοπράσινο φτέρωμα κάποιου φλώρου ανάμεσα. Από μια λακκούβα που κρατούσε ακόμα νερό απ’ τη χθεσινή βροχή, πέντε, έξι νερόσπινοι φτεράκιασαν τρομαγμένοι αφήνοντας ένα παρατεταμένο ήχο που έμοιαζε με κείνον του γρύλου στο κατακαλόκαιρο. Στις βατομουριές ένας κατάμαυρος κιτρινομύτης κότσυφας έκανε το συνηθισμένο του σαματά και οι καρακάξες πάντα επιφυλακτικές στην ανθρώπινη παρουσία, πετούσαν από δέντρο σε δέντρο καθώς πλησίαζα φροντίζοντας να βρίσκονται πάντα σε απόσταση ασφαλείας. Κοντοστάθηκα πριν κατηφορίσω στη λάκκα του ελαιώνα για ν’ απολαύσω τη μουσική της φύσης. Η γλυκόλαλη φλογέρα του βοσκού, τα κελαιδίσματα των μικρόπουλων απ’ τους θάμνους, οι κρωγμοί των κορακιών, η κραυγή του γερακιού, το γαύγισμα κάποιου σκύλου, το παραπονιάρικο του γαϊδάρου γκάρισμα, κι από κάπου μακριά το τραγούδι κάποιας εργάτριας, μαζί με πλήθος άλλων ήχων,  συνέθεταν το πολύαχο  μουσικό καμβά  της φύσης,   που τραγουδούσε την ομορφιά του κόσμου. Πήρα μια βαθειά παρατεταμένη ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με αέρα και την καρδιά μου αισιοδοξία. Είχα τα νιάτα, την προσδοκία ενός προκλητικά, συναρπαστικού αγώνα για τη ζωή μπροστά μου. Όσο πιο δύσκολος τόσο πιο ενδιαφέρων τι, το χαμολιό θα φοβηθούμε τώρα; Κι όρμησα στον κατήφορο σιγοσφυρίζοντας με επιθετικές για τις πεσμένες ελιές διαθέσεις.
     Κάπως έτσι ανάσαινε η φύση και τα πλάσματά της εκείνο τον καιρό, αλλά ο μόχθος, μόχθος. Αφού τέλειωνε το χαμολιό, ξεκινούσε η συλλογή των ελιών που είχαν απομείνει στο δέντρο. Συνήθως προηγούνταν μια, δυο γυναίκες που μάζευαν βιαστικά όσες ελιές είχαν πέσει στο μεταξύ και έστρωναν τα λιόπανα. Ακολουθούσαν οι άντρες τινιαχτές που συνήθως είχαν μεγαλύτερη αμοιβή από εκείνη των γυναικών. Η πτώση των ελιών απ’ τα λιόδεντρα στα λιόπανα γινόταν με γυμνά χέρια με τη μέθοδο του αρμέγματος. Ο τινιαχτής έφτανε της ελιές ανεβασμένος στη σκάλα των 5 περίπου  μέτρων, την οποία μετέφερε από τη μια  θέση στην άλλη περιμετρικά. Τις κλάρες που δεν έφτανε τις ράβδιζε ή τις έκοβε με πριόνι. 
Το βράδυ στο σπίτι γινόταν το κοσκίνισμα για τον αποχωρισμό του καρπού από μικρά κλαδιά και φύλλα, γιατί τα λιοτρίβια δεν διέθεταν αποφυλλωτήρια. Γινόταν  σε καλαμένιες ή από βέργες λυγαριάς κοσκίνες, που είχαν συνήθως το μέγεθος εσωτερικής πόρτας σπιτιού. Έτσι μετά το δείπνο έφτανε κατάκοπος ο δουλευτής να πλαγιάσει με τις παλάμες πληγωμένες και ταλαιπωρημένες  απ’ τα κλαδιά. Οι ρώγες των δακτύλων αποκτούσαν ρωγμές  και πονούσαν. Δύσκολα κανείς μπορούσε να σφίξει το χέρι του σε γροθιά χωρίς πόνους το πρωί. Ωστόσο σαν ανέβαινε ο Ήλιος,  φαιδρύνονταν οι γλώσσες,  ξεκινούσαν στο λιοστάσι το τραγούδι οι κοπελιές και όλο και βρίσκονταν κάποιοι σεβνταλήδες να το συνεχίσουν με πάθος.
      

Eιδήσεις

Όλη η επικαιρότητα στο palo.gr


Ειδήσεις περιφέρειας...