Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης,
Έχασε την υπομονή του ο Βασίλης ο Μιχαλιός. Ήταν η τέταρτη φορά που ο Σταύρος ο Χριστέας τον ρωτούσε το ίδιο πράγμα. «Λοιπόν, τσοίνοι οι τσίγκοι ετσεί πέρα π’ γυαλίζνε τίνους είναι. «Τ’ Χαρλέπα διάολε!» Στο ’πα δέκα φορές»! Ξέσπασε! «Λοιπόν, λοιπόν καλά μη θυμώνεις», είπε ο γίγαντας, πήγε στο δέντρο που κρεμόταν η βαρέλα και τη στράγγισε μέχρι τελευταίας ρανίδας. «Φτου διάολε, πάλι για νερό είμαστε να πάμε! Τράβα μωρέ Στέφα να γεμίσεις, μισή βαρέλα τη φορά πίνει το θηρίο!» Είπε ο Βασίλης στον αδερφό του.
Το να έχεις στη δούλεψή σου στο ξεχέρσωμα το Σταύρο το Χριστέα είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Το 4-5 οκάδων ξυνιάρι του έκανε χαλασμό στα πουρνάρια, αλλά το φαί του και το πιόμα του αμάν! Έναν άνθρωπο ήθελε να τον τροφοδοτεί.
Ώσπου να επιστρέψει ο Στέφας απ’ το ρέμα με την πηγή, έφτασε και η αδερφή των παιδιών, η Τασούλα με το μεσημεριανό για τους δουλευτάδες. Φασολάδα, κρεμύδι, παστές ελιές και μισό καρβέλι ψωμί σταρένιο. Ήξερε η κυρά Μιχαλιού, πως ο Σταύρος έτρωγε σαν αρκούδα και το 'χε γεμάτο φασολάδα το τσουκάλι.
Κάθισαν κατάχαμα να φάνε κι ο Σταύρος άρχισε πάλι να λέει την προσφιλή του ιστορία, για τότε στους βαλκανικούς πολέμους που κολλούσαν τα πόδια των μουλαριών στη λάσπη του Στρυμόνα και για να περάσουν τα κανόνια του ορειβατικού απέναντι, τα φορτωνόταν στη ράχη του και τα μετέφερε. Για τούτο ο Ταγματάρχης του Σαραντόπουλος Ιωάννης, τον πρότεινε για παράσημο και τον προβίβασε δίνοντάς του τον βαθμό του δεκανέα. Το’ χε μεγάλο καμάρι τούτο ο Σταύρος και δεν έχανε ευκαιρία να το διηγείται παντού.
Η δεκαεξάχρονη Τασούλα που έκανε γούστο με τη διήγηση του Σταύρου σαν τέλειωσαν το μεσημεριανό κι έπιασαν πάλι δουλειά, μάζεψε το τσουκάλι και τα υπόλοιπα πράγματα και γύρισε στο χωριό.
Εκεί στο Κορδωσαίικο αλώνι κάτω απ’ τον Άι Γιώργη κατέβηκε τ’ απόγιομα η Τασούλα για το συνηθισμένη μάζωξη των κοριτσιών. Αντάμωσε εκεί την Κωνσταντίνα του Δημητρούλια, (Παπαθανασίου) κάποιες άλλες μεγαλύτερες και τους διηγήθηκε όσο γινόταν πιο γλαφυρά με τις σχετικές μιμήσεις την ιστορία του Σταύρου, που λίγο, πολύ ήταν γνωστή στους χωριανούς. Τότε κάποια απ’ τις μεγαλύτερες είχε μια ιδέα ,που έγινε μ’ ενθουσιασμό αποδεκτή από τις υπόλοιπες και ήταν η παρακάτω.
Θα ταχυδρομούσαν στον αδελφό κάποιας απ’ την παρέα, που ζούσε στην Αθήνα, ένα γράμμα που θα περιείχε ένα άλλο στο εσωτερικό και την εντολή να το ταχυδρομήσει πάραυτα. Ύστερα σκορπίστηκαν στα σπίτια συγγενών και φιλενάδων ελεύθερων και παντρεμένων για να τις βάλουν στο κόλπο.
Το γράμμα μέσα στο γράμμα που ταχυδρομήθηκε απ’ την Αθήνα είχε αποστολέα τον στρατηγόν Κύριον Σαραντόπουλον Ιωάννην Κέας 23 Αθήναι και παραλήπτη Τον κύριον Σταύρον Χριστέα πυροβολητήν δεκανέαν Κλένιες Κορινθίας.
Όταν ο ταχυδρόμος έδωσε την επιστολή στο Σταύρο και τον πληροφόρησε πως είναι απ’ την Αθήνα, εκείνος είπε στον ταχυδρόμο πως μπα, το γράμμα δεν ήταν για λόγου του. «Μα εδώ γράφει: Κύριον Σταύρον Χριστέαν πυροβολητήν δεκανέαν» συλλάβισε ο ταχυδρόμος.
«Ε, λοιπόν, λοιπόν, ποιος να στείλει σε μένα γράμμα; » Ξαναρώτησε ο γίγαντας.
«Αποστολεύς: Στρατηγός κύριος Σαραντόπουλος Ιωάννης».Ξανασυλλάβισε ο ταχυδρόμος.
«Ε, τον κακομοίρη με θυμήθκε! » Φώναξε ο Σταύρος μ’ ενθουσιασμό και το πρόσωπό του φωτίστηκε. Άρπαξε σχεδόν το γράμμα απ’ τα χέρια του ταχυδρόμου και ροβόλησε στον κατήφορο για το σπίτι του ιεροψάλτη, να του διαβάσει τη γραφή.
«Αγαπητέ δεκανεύ, υγείαν έχω και υγείαν ποθώ, το αυτό επιθυμώ και δι’ υμάς! Έμπροσθεν των χαλεπών καιρών τους οποίους διανύομεν, με την χώραν περικυκλωμένη εχθρών πανταχόθεν και την εις τας μάχας απώλειαν μεγάλου ποσοστού του στρατεύματος, εν Μικρά Ασία και αλλαχού, η στράτευσης των γυναικών κρίνεται αναγκαία. Ως εκ τούτου σας διατάσσω όπως συγκεντρώσετε τας γυναίκας του χωρίου σας ηλικίας από 15 έως 35 ετών και εκγυμνάσετε ταύτας κάνοντας χρήσην των στρατιωτικών σας γνώσεων, προκειμένου να καταστούν εις επικειμένην πολεμικήν σύρραξην έν’ αξιόμαχον τμήμα στρατεύματος. Μεριμνήσατε δια την οσονούπω εφαρμογήν της διαταγής.
Μετά τιμής Ιωάννης Σαραντόπουλος αντιστράτηγος.»
«‘Ορε τι σουνούπω και κουνούπω; Εγώ ξέρω: Προσχή! Αναύς! Κλίνατπαρί! Κλίνατεπιδέξ! Παρουσιαστάρμ! Παραποδάρμ! Λοιπόν , λοιπόν, να με παρ’ ο διάολος αν κατάλαβα τι λέει τούτος!»
Ο Ιεροψάλτης ξαναδιάβασε το κείμενο απορημένος. Άντε σκέφτηκε να πούμε πως είναι δυνατή μια μελλοντική στράτευση των γυναικών. Τη στην οργή το Σταύρο, έναν παλαβό άνθρωπο θα επέλεγαν για εκπαιδευτή; Η ιστορία μύριζε φάρσα, ωστόσο το γράμμα σύμφωνα με τις σφραγίδες είχε όντως ταχυδρομηθεί απ’ την Αθήνα. Εξήγησε λοιπόν στο Σταύρο με απλά Κλενιάτικα τι ακριβώς του έγραφε ο στρατηγός κι ο Σταύρος φούσκωσε σαν Διάνος. Τώρα θα τους έδειχνε ποιος ήταν ο Σταύρος. Τώρα θα βλέπανε κάτι ξιπασμένες σουσουράδες που αυτός τους έστειλε προξενιά και κείνες καμαρώνανε!
Την άλλη μέρα Κυριακή σαν απόλυσε η εκκλησιά όχι μόνο δεν έφυγαν οι εκκλησιασθέντες εκτός από μια, δυο γριές, αλλά συνέρρευσε και πλήθος απ’ τα καφενεία και τα γύρω σπίτια, γιατί είχε μαθευτεί το νέο, πως ο Σταύρος είχε αναλάβει να κάνει γυμνάσια στις κοπέλες του χωριού και δεν ήθελαν να χάσουν το πανηγύρι. Εκείνες οι σουσουράδες μπήκαν στη γραμμή και περίμεναν να γελάσουν με το Σταύρο, όπως και οι δικοί τους βέβαια που ήξεραν για τη φάρσα. Ο Σταύρος πήρε στα χέρια μια βέργα από λυγαριά και ύφος στρατάρχη κι άρχισε τα παραγγέλματα.
«Στιχθείται ανά τρεις.» Με χαχανητά οι γυναίκες έκαναν ένα μπουλούκι.
«Λοιπόν, λοιπόν, είπα ανά τρεις διαόλ’ καρακάξες!» όρμησε στο μπουλούκι και τις έβαλε σε τριάδες σπρώχνοντας τη μια και τραβώντας την άλλη.
«Εμπρός μαρς! Ένα δυο! Μα που να πάνε με βήμα εκείνες που κόντευαν να κατουρηθούν απ’ τα γέλια. Τις σταμάτησε ο εκπαιδευτής να ξαναστιχιθούν και ξεκίνησαν πάλι. Αυτή τη φορά κάτι έγινε. Μια παχουλή όμως που ο Σταύρος τη νοστιμευότανε κάποτε και της είχε στείλει και προξενήτρα, αλλά εκείνη προτίμησε άλλον, τον κοντοστούπη το Σπύρο το Φατούρο ,δεν το πήγαινε το βήμα. Άλλαχτο! Της είπε αυστηρά ο Σταύρος, όμως εκείνη το χαβά της. «Ρε άλλαχτο είπα διαόλου βουβάλω! Το Σταύρο το λεβέντη δεν τον ήθελες, πήγες και πήρες το Φούσκα!» Ε, αυτό ήτανε, μια δυο έπεσαν κάτω απ’ τα γέλια, πέσανε άλλες δυο τρεις πάνω τους , άρχισαν και οι απ’ έξω να γελάνε και να σφυρίζουν, πανδαιμόνιο! Ποιος ν’ άκουγε τώρα τα «ανασυνταχτείτε» του Σταύρου που κυνηγούσε τις κοπέλες κραδαίνοντας τη βίτσα.
Έγινε λοιπόν λύση των ζυγών, οι κοπέλες σκορπίστηκαν και χάθηκαν στο πλήθος κι ο εκπαιδευτής έμεινε να συλλογιέται, πως δεν τα κατάφερε να σταθεί άξιος της εμπιστοσύνης του στρατηγού. Ύστερα σκέφτηκε πως για χάρη των γυμνασίων είχε κλείσει μέσα τα πρόβατα, και κίνησε σιγά , σιγά με βαριά καρδιά για τη μάντρα. Τέτοιες στιγμές απογοήτευσης έκανε μαύρες σκέψεις, πως να, όλοι θα πεθάνουν μια μέρα, όπως πέθανε ο Μίγκος (το μουλάρι)του Μιχάλου, όπως πέθανε η μούλα η δική του. Όσο για τις γυναίκες; Μήπως φελάνε για τίποτα. Η δικιά του η Αλέξω πάντως, που ήτανε για κανένα χρόνο ζευγάρι, πριν τον εγκαταλείψει, το μόνο που κατάφερνε ήτανε να του χέζει το κόριασμα. «Ρε άειστε στο διάολο καρακάξες που θέλετε και γυμνάσια», μούγκρισε καθώς έπιασε το ρέμα πίσω απ’ τα Μαυραγανέικα κι ανηφόρησε προς τα Μαρδικέεικα χτυπώντας με τη βίτσα τους θάμνους δεξιά κι αριστερά.