Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης.
Η «ιστορία» που ακολουθεί βασίστηκε σε διήγηση του
ήρωά της Μιχαήλ Στεφάνου Κορδώση (1884- 1968) , που ήταν γνωστός στους Κλενιάτες
ως «Μιχαλιός», στον γράφοντα εγγονό του γύρω στα 1962.
Ο αποσπασματάρχης έριξε μια ματιά στο χαρτί
που του έφερε ο αγγελιαφόρος , σήκωσε βιαστικά το ποτήρι και κατέβασε με μιας
το ούζο που είχε απομείνει. Τέντωσε το λαιμό, «συναγερμός!» Ούρλιαξε. « Οπλισμό
και παγούρι μόνο και ξεκινάμε! Δραπέτευσε ο λήσταρχος Γκολιάνης! Σας θέλω
αστραπές, γιατί αν περάσει τον κάμπο και πιάσει βουνό τον χάσαμε!» Ώσπου να του
φέρουν τ’ άλογο και να ιππεύσει, είχαν
κιόλας συγκεντρωθεί οι στρατιώτες τριγύρω του. Ο υπολοχαγός έριξε μια βιαστική επιθεώρηση. «Ο Μιχαλιός είν’ εδώ;» ρώτησε το
λοχία. «Είναι στη σκοπιά κύρ’ λοχαγέ!» Απάντησε
εκείνος. «Ν’ αντικατασταθεί πάραυτα!» Διέταξε
ο αξιωματικός.
Πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα και η
δράση των ληστοσυμμοριών καλά κρατούσε. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης είχε
αρχίσει μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του στρατεύματος, αλλά τ’ αποτελέσματα
δεν είχαν γίνει ακόμα ορατά. Πολυάριθμοι οι παράνομοι, ολιγάριθμοι οι
στρατιώτες και οι χωροφύλακες των αποσπασμάτων καταδίωξης και το αλισβερίσι των
ληστοτρόφων , των κλεπταποδόχων, ακόμα και κάποιων βουλευτών με τους ληστές,
δυσκόλευε το έργο των διωκτικών αρχών.
Ο Μιχαλιός γεννημένος στα 1884 στην Κλένια
Κορινθίας υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Κάποια στιγμή μετατέθηκε σε
απόσπασμα καταδίωξης παρανόμων κι επειδή ήταν γρήγορος, διέθετε αντοχή και σκοπευτική δεινότητα, ήταν
συνήθως η αιχμή του δόρατος του αποσπάσματος. Ήταν εκείνος που πρώτος πλησίαζε
τον διωκόμενο και τον ακινητοποιούσε. Αυτός ήταν ο λόγος που ο υπολοχαγός τον
προτιμούσε στην καταδίωξη κι όχι στη σκοπιά.
Δεν
ήταν ψηλός, ήταν όμως νευρώδης κι
αλαφροπερπάτητος. Στο χωριό του τα τελευταία χρόνια πριν καταταγεί, βοσκούσε τα
πρόβατα του γαμπρού του στον Αϊ Βασίλη, το διπλανό χωριό, όπου η αδελφή του η
Όλγα είχε πάει νύφη στα Ταγαρέικα. Εκεί είδε τη λεβεντόκορμη Μαρίνα με τα
όμορφα μάτια και τις ατέλειωτες
ξανθοκάστανες πλεξούδες, ένα μεσημέρι, όταν
κατέβασε να ποτίσει τα πρόβατα στην πάνω βρύση. Αντάλλαξαν κάποιες
κουβέντες και κάτι φτερούγισε μέσα του. Πήγε και την άλλη μέρα την ίδια ώρα και
πάλι η κοπέλα ήταν εκεί και γέμιζε το σταμνί της. Το ίδιο και την Τρίτη. Ε,
αυτό ήταν! Την αγάπησε τη Μαρίνα ο Μιχαλιός.
Μεγάλος σεβντάς! Τις επόμενες μέρες όμως δεν τη βρήκε στη
βρύση. Αρρώστησε! Ούτε έτρωγε ούτε έπινε. Έπαιζε τη φλογέρα ψηλά στη ράχη κι έστελνε το
φίλο του να περάσει απ’ το σπίτι της Μαρίνας, για να βεβαιωθεί ότι ο ήχος της
φλογέρας έφτανε ως εκεί. Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά του στην αδερφή
του κι εκείνη που του είχε αδυναμία, τα κατάφερε βάζοντας τα κατάλληλα πρόσωπα
να το πετύχει το προξενιό. Του μέλλοντα πεθερού όμως, του γέρο Θύμιου του
Καραμέρου δεν του πολυγέμιζε το μάτι, γιατί βλέπεις δεν ήταν κανένας άντρακλας,
πώς θα κουμαντάριζε ένα τέτοιο θεοκόριτσο σαν τη θυγατέρα του; Βάδιζε δίπλα στη Μαρίνα και ήταν οι δυο τους
ένα μπόι.
Αυτό βέβαια μέχρι το μεγάλο πανηγύρι της
Παναγιάς το δεκαπενταύγουστο, όπου μαζεύονταν προσκυνητές απ’ όλα τα γύρω χωριά.
Με το σκόλασμα της εκκλησιάς έριχναν το λιθάρι τα παλληκάρια και τιμή στο
νικητή! Γινόταν για ένα χρόνο ο ήρωας κι αν ήταν λεύτερος ο περιζήτητος γαμπρός
της περιφέρειας. Όταν ο Μιχαλιός εκδήλωσε την επιθυμία να ρίξει
κι εκείνος το λιθάρι, ο πεθερός προσπάθησε να τον αποτρέψει. Άστο παιδί μου
Μιχάλη, τι μπορείς να κάνεις εσύ, εδώ είναι άντρεες…άντρες διπλοί! κι έδειξε
κάποιους γιγαντόσωμους που έριχναν μακριά κι αντρειεύονταν επιδεικνύοντας τα
μούσκουλά τους. Ε, έκανε μισοκακόμοιρα ο Μιχαλιός, κάτι θα μπορούσα να κάνω κι
εγώ και ζήτησε να του δοθεί το λιθάρι. Ήξερε πως είχε ταλέντο στο λιθάρι, πως
πιότερο μετρούσε η γρηγοράδα και η ικανότητα στο «γύρισμα» παρά η δύναμη.
Κανένα τσοπανόπουλο όσο γιγαντόσωμο κι αν ήταν δεν τον είχε νικήσει ποτέ. «Το σηκώνεις του λόγου σου ρε βλάμη;» τον
περιέπαιξε ένας από τους μετέχοντες και
όλοι γέλασαν. «Κοντός ψαλμός αλληλούια» μουρμούρησε ο Μιχαλιός μέσα απ’ τα
σφιγμένα του δόντια. «Πάει τώρα θα ρεζιλευτούμε» ψιθύρισε γέρνοντας στο πλάι ο πεθερός στη
γυναίκα του. Ο Μιχαλιός μέτρησε βήματα για τη σωστή φόρα. «Τί θα την κάνεις
τόση φόρα ρε βλάμη; Θ’ αποστάσεις μέχρι να φτάσεις στη γραμμή.» Είπε κάποιος.
Στάθηκε λίγο και στριφογύρισε το λιθάρι να βρει κατάλληλο πιάσιμο. Ύστερα
έμεινε δυο τρία δευτερόλεπτα ακίνητος και ξεκίνησε κρατώντας το με τα δυο του
χέρια, μέχρι να διανύσει το μισό της απόστασης, επιταχύνοντας στη συνέχεια, έτσι
ώστε να έχει τη μέγιστη ταχύτητα φτάνοντας στη γραμμή. Οι θεατές μόλις πρόλαβαν
να δουν το λιθάρι να διαγράφει ημικύκλιο και να φεύγει στη συνέχεια
διαγράφοντας ένα μεγάλο τόξο για να προσγειωθεί σε μεγάλη απόσταση μπροστά απ’
τα σημάδια των άλλων. Ένα Ωωω! Έκπληξης και θαυμασμού ακούστηκε απ’ το στόματα.
Ο Μιχαλιός έβαλε το σημάδι του στο ίχνος, μάζεψε το λιθάρι και το απίθωσε στα χέρια του παλληκαριού που τον
ειρωνεύτηκε. «Θα κάνω μια προσπάθεια ακόμα αν με περάσει κάποιος, αλλά νομίζω
πως δεν θα χρειαστεί», του είπε ενώ εκείνος τον κοιτούσε σαν χάνος. Ύστερα πήγε
και πήρε τη θέση του δίπλα στη Μαρίνα και στον πεθερό, που στεκόταν σαν να είχε
πάθει λόρδωση απ’ το καμάρι του, παρακολουθώντας τους άλλους που προσπαθούσαν
μάταια να φτάσουν μακρύτερα. Έτσι έγινε ανεπιφύλακτα αποδεκτός απ’ τον πεθερό.
Δεν πρόλαβαν όμως να κάνουν τους γάμους, γιατί ο Μιχαλιός στρατεύτηκε. Τα
γράμματα της Μαρίνας λιγοστά, αφού η ίδια δεν ήξερε να γράφει κι έπρεπε να
επιστρατεύει κάποια γραμματιζούμενη να της τα γράφει. Τούτο τον στεναχωρούσε το
Μιχαλιό, δεν έβλεπε την ώρα ν’ απολυθεί, μα έκανε υπομονή.
Η σημερινή καταδίωξη δεν ήταν σαν τις άλλες.
Ο Γκολιάνης δεν ήταν ένας απλός φυγόδικος, μικροκλέφτης, ή έστω κάποιος
συνηθισμένος ληστής, αλλά ο λήσταρχος Γκολιάνης με τ’ όνομα και ίσως έχοντας συνεργό
εκτός φυλακής να ήταν οπλισμένος. Οι στρατιώτες έτρεχαν δίπλα στο άλογο του
υπολοχαγού που τριπόδιζε. Η ζέστη είχε
αρχίσει να γίνεται αφόρητη καθώς ο Ήλιος ανέβαινε. Τα παγούρια άρχισαν ν’
αδειάζουν. Κάποια στιγμή ο αξιωματικός είδε μπροστά, ανάμεσα στα στάχια,
κάποιον να τρέχει για να ξεφύγει. «Νάτος, μπροστά, πιάστε τον!» Φώναξε και οι
στρατιώτες όρμησαν. Γρηγορότερος ο Μιχαλιός που προπορευόταν επιτάχυνε και
φτάνοντάς τον έπεσε πάνω του απ’ τα νώτα, τον ανέτρεψε και τον κράτησε εκεί
μέχρι που έφτασαν οι άλλοι. « Να πάρει ο διάολος τούτος δεν είναι ο Γκολιάνης»
Αποφάνθηκε ο αποσπασματάρχης καθώς ο φυγάς σηκώθηκε όρθιος. Ξεπέζεψε κι άρπαξε
τον τελευταίο απ’ το λαιμό. «Πούθε έκανε ο Γκολιάνης μωρέ;» «Ποιος Γκολιάνς καπιτάνιε μ’;» άρθρωσε πνιχτά
ο ανθρωπάκος μες’ το λαχανιατό του. «Ο
σύντροφό σου ο ληστής», ξανάπε ο αξιωματικός. Δεν ξιέρου κανένα ληστή καπιτάνιε
μ’ «Δεν ξέρεις κανένα ληστή ε; και τότε ποιος είσαι συ;» Ιγώ δλεύου του καλαμπόκ κει σιακάτ». « Έκανες
τίποτα;» «Τι να κάνου ου έρμους λιζγάριζα του καλαμπόκ.» « Και τότε γιατί έτρεχες
ρε ζωντόβολο;» Ε, είδα ούλους π’ τρέχανι καπιτάνιε μ’ σκιαχτ’κα ου δόλιους και…» «Ε, άι στο διάολο χαϊβάνι, μας
χασομέρισσες τόσην ώρα! Χάσου από
μπροστά μου!» και του τράβηξε μια καλοζυγισμένη σβερκιά που ο δύστυχος
έπεσε στα γόνατα.
..................