Γράφουν : Γιώρος & Τέλης Δελής.
Παλιά τα σπίτια στο χωριό είχαν μιά μεγάλη αυλόπορτα. Ήταν η είσοδος στην αυλή τους, η οποία αυλή συνήθως, γύρω-γύρω είχε ψηλή μάντρα που δύσκολα έβλεπες μέσα. Η αυλόπορτα ήταν ξύλινη, δίφυλλη, γύρω στα δυό μέτρα πλάτος και από πάνω ψηλά ήταν στεγασμένη για τη βροχή. Το ένα φύλο στηριζόταν από μέσα με μία σιδερένια αντηρίδα και το άνοιγαν σε περιπτώσεις που ήθελαν να περάσει κάτι μεγάλο, ενώ το άλλο ήταν για την καθημερινή είσοδο στην αυλή, ανθρώπων και ζώων. Ένα χαρακτηριστικό σημείο που είχε η αυλόπορτα ήταν μία μικρή τρύπα σε μία από τις δύο κάτω άκρες. Τρύπα μικρή, τετράγωνη, που μπαινόβγαιναν τα πουλερικά της οικογένειας και καμιά φορά οι γάτες, που βαριόντουσαν να σκαρφαλώσουν τις μάντρες ή τις κυνηγούσαν τα σκυλιά. Αυτή η τρύπα είναι και το σημείο όπου διαδραματίζεται και τελειώνει η ιστορία μας.
Στην Kλένια, πιο πάνω από τον Άη Γιώργη, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, είχε το σπίτι του και ζούσε ο Σταύρος ο Xρηστέας. Γεννήθηκε το 1887 και πέθανε με την πείνα του 41. Από τότε το επώνυμο Χρηστέας έπαψε να υπάρχει στο χωριό δεδομένου ότι δεν άφησε απογόνους .
Ο Σταύρος ήταν άνδρας με γερή κορμοστασιά, πρόσωπο συμπαθητικό και βλέμμα παράξενο, αφαιρεμένο. Η δύναμη του φοβερή και μάλιστα περηφανευόταν παρουσιάζοντας τον εαυτόν του σαν: “ Σταύρος Χρηστέας πυροβολητής δεκανέας”, μπορεί βέβαια και υποδεκανέας. Βαθμό που του απένειμαν, τιμής ένεκεν όπως λεγόταν, στο στρατό γιατί στον πόλεμο, στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έκανε το ανδραγάθημα. Σε μια μάχη που ο λόχος του έχασε και οπισθοχώρησε κυριάρχησαν τα πατριωτικά του αισθήματα. Έτσι ζαλώθηκε και μετέφερε μόνος του στα μετόπισθεν και “έσωσε” από τα χέρια του εχθρού ένα κανόνι. Και μπορεί να ήταν γεγονός, γιατί ήταν δυνατός με κάτι χερούκλες να!!! και πλάτες γίγαντα. Κανείς δεν του παράβγαινε. Η δύναμή του ήταν τόση μεγάλη που είχε πάρει στο χωριό ειδικότητα στο ξερίζωμα γκορτσιών. Όπου υπήρχε γκορτσιά για βγάλσιμο ο Σταύρος ήταν παρών, “τις έκανα αλεύρι” , έλεγε με μόνη αμοιβή την επιδοκιμασία του χωριού. “Ο Σταύρος την πέταξε κάτω την γκορτσιά, μόνος του!” Αυτό έφτανε σαν ανταμοιβή, όπως τότε στο στρατό με το κανόνι. Δυνατό παλικάρι ο Σταύρος, αλλά από μυαλό κουκούτσι. Η χλαίνη που είχε κληρονομήσει από τον στρατό ήταν το καμάρι του. Χρόνια τώρα την πρόσεχε και γυάλιζε τα κουμπιά της και η παρέα του έκανε την πλάκα της .“Ωραίο αυτό το κουμπί Σταύρο, θα το κόψω να μου το δώσεις” κι ο Σταύρος αποχωρούσε άρον-άρον απ’ την παρέα φοβούμενος ότι θα του πάρουν το κουμπί. Ήταν ό τρόπος που είχαν βρει στο χωριό αν σε κάποια παρέα ήθελαν να τον διώξουν. Αγαθός μέχρι χαζομάρας για αυτό και στο χωριό είχε το παρατσούκλι Λολοσταύρος.
Θες από προξενειό θες γιατί ήταν αντρειωμένος παντρεύτηκε ο Σταύρος αλλά η ζωή του δεν άλλαξε και πολύ. Η σύζευξης και η συζυγική ζωή δεν ήταν ανάμεσα στις προτεραιότητές του. Πήγαινε η γυναίκα του και τον έβρισκε στο “Σταλιό” που έβοσκε τα πρόβατά του.
“Γεια σου Σταύρο” !!!
“Καλώστηνε”…
“Τι κάνουν τα πρόβατα;”
“Μαρκαλιώνται δεν βλέπς;”
“Εμείς τι θα κάνουμε Σταύρο;”
“Να πάς από ‘κεί να τα κωλώσεις”, απαντούσε ο Σταύρος , χωρίς να πιάσει το υπονοούμενο και έτσι έκλεινε η κουβέντα απαξιώνοντας τα θέλγητρα και την πρόκληση της νεαρής γυναίκας του.
Έτσι δεν άργησαν να φανούν οι συνέπειες αυτού του γάμου. Είδε και απόειδε η γυναίκα του και τον χώρισε. Και αν σκεφτούμε την απαξίωση που είχαν οι γυναίκες τότε στην κοινωνία, αυτή η γυναίκα θα πρέπει να ήταν πολύ θαρραλέα και δυναμική και η στάση του Λολοσταύρου πέραν κάθε λογικής. Τον παράτησε λοιπόν, έφυγε κι από το χωριό αφήνοντας το μόνο, να στρατολογεί τις γειτόνισσες που έκαναν πλάκα μαζί του,να τους κάνει στρατιωτικά γυμνάσια ενθυμούμενος το στρατό.
..............
Ο Σταύρος είχε πρόβατα και ήταν πάντα υπερήφανος για το κοπάδι του.
“Τι πρόβατα είναι αυτά ρε!, έχω πρόβατα εγώ. που χοροπηδάνε” απόπαιρνε πάντα τους άλλους τσοπάνηδες του χωριού όταν τους συναντούσε.
Αλλά ενώ τα πρόβατα του Σταύρου χοροπήδαγαν δεν είχαν τσοπανόσκυλο όπως τα άλλα κοπάδια. Αυτό το μειονέκτημα λοιπόν αποφάσισε κάποια στιγμή να το διορθώσει.
Έτσι κάποια μέρα απέκτησε τον δικό του σκυλί με το όνειρο να γίνει κάποια μέρα ένα δυνατό τσοπανόσκυλο. Τον Μησεμέλη. Ένα νεαρό μεγάλο κουτάβι, ασπρόμαυρο με κρεμαστά αυτιά και φουντωτή ουρά, αλλά άπειρο στο κυνήγι και στις καθημερινές αντιξοότητες στα βοσκοτόπια και πιθανόν σε εξυπνάδα να συναγωνιζόταν το αφεντικό του .
Μία μέρα λοιπόν, τέλος του Απρίλη μπορεί και αρχές Μαΐου να ήτανε, ο Σταύρος έβοσκε τα πρόβατά του σ’ ένα ρουμάνι ψηλά στον “Κοκκινιά”. Η άνοιξη μετά από ένα βαρύ χειμώνα που είχε περάσει ήταν στα καλύτερά της. Κατάφυτες οι πλαγιές της Νυφίτσας και του Γκαλγκούνη με τα πουρνάρια ανθισμένα και το ροδάνι ακόμα τρυφερό, το καλλίτερο έδεσμα, περιζήτητο από τα γιδοπρόβατα. Τα ρουμάνια γεμάτα φρέσκο χορτάρι και λουλούδια. Ο Μησεμέλης ακολουθώντας τ’αρνιά τριγύριζε παίζοντας πέρα δώθε. Κάποια στιγμή η μουσούδα του έπιασε μια διαφορετική μυρωδιά από τις γνωστές του, των προβάτων αλλά και των λουλουδιών και χορταρικών της άνοιξης. Πλησίασε σε ένα πουρναρόθαμνο από όπου ερχόταν πιο έντονη η οσμή. Και ξαφνικά νά ‘σου πετάχτηκε μία αλεπού τρομαγμένη.
Ο Μησεμέλης μέχρι τότε ζούσε αμέριμνος, βλέποντας πρόβατα, αρνάκια άντε και δύο γίδες που είχε στο κοπάδι ο Σταύρος. Μη έχοντας ξανά αντικρίσει τέτοιο μακρύ και μαλλιαρό ζώο με τέτοια μουσούδα και ουρά μακρύτερη από την δικιά του,έμεινε από το φόβο του. Ούτε καν γάβγισε απ’τον φόβο του και μόλις συνήλθε τόβαλε στα πόδια αλυχτίζοντας με την ουρά στα σκέλια. Το μάτι του Λολοσταύρου, που ήταν παρακάτω, πήρε την απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά του σκύλου. Δεν μπορούσε όμως να περάσει από το μυαλό του τι συνέβη και έκανε το κουτάβι να φύγει έτσι ξαφνικά τρομαγμένο και αλαφιασμένο.
Γύρισε προς τα πρόβατά του ανησυχώντας και τότε είδε και την αλεπού να χάνεται στο ξέφωτο. Σφύριξε, φώναξε, κάλεσε το σκυλί να την κυνηγήσει αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση. Ο Μησεμέλης χάθηκε.Έριξε μερικές βρισιές να ηρεμήσει και άραξε κάτω από μια γκορτσιά να ρουπώσει με το μεσημεριανό κουμάντο του. Αργά το απόγευμα μάζεψε το κοπάδι του και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Πλησιάζοντας την αυλόπορτα του σπιτιού είδε να κλείνει την τρύπα ένα μαύρο μαλλιαρό πράγμα .Όταν έφτασε κοντά τον περίμενε η έκπληξη και αναγνωρίζοντας τον Μησεμέλη άρχισε θυμωμένος να του φωνάζει:
“Εκεί, εκεί λοιπόν Μησεμέλη , εκεί να μάθεις, εκεί, είδες την αλπού και σκιάχτηκες έ! Εκεί λοιπόν!!!”
Ο Μησεμέλης με την τρομάρα που είχε πάρει αναζήτησε την σιγουριά του σπιτιού στο χωριό, έφτασε στο σπίτι αλλά η αυλόπορτα ηταν κλειστεί. Πήγε να μπει από την τρύπα της αυλόπορτας, την τρύπα των πουλερικών, όπου και σφήνωσε. Η τιμωρία του Μησεμέλη ήταν να παραμείνει σφηνωμένος στην τρύπα από τ’αφεντικό του αλλά η ιστορία δεν μας λέει αν επέζησε ή τον πρόδωσε η καρδιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου