Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλενιάτικες Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλενιάτικες Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Κλενιάτικες Ιστορίες : Ο Μιχαλιός και ο λήσταρχος Γκολιάνης.

 Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης.

Η «ιστορία» που ακολουθεί βασίστηκε σε διήγηση του ήρωά της Μιχαήλ Στεφάνου Κορδώση (1884- 1968) , που ήταν γνωστός στους  Κλενιάτες  ως  «Μιχαλιός», στον γράφοντα  εγγονό του γύρω στα 1962.

  

Ο αποσπασματάρχης έριξε μια ματιά στο χαρτί που του έφερε ο αγγελιαφόρος , σήκωσε βιαστικά το ποτήρι και κατέβασε με μιας το ούζο που είχε απομείνει. Τέντωσε το λαιμό, «συναγερμός!» Ούρλιαξε. « Οπλισμό και παγούρι μόνο και ξεκινάμε! Δραπέτευσε ο λήσταρχος Γκολιάνης! Σας θέλω αστραπές, γιατί αν περάσει τον κάμπο και πιάσει βουνό τον χάσαμε!» Ώσπου να του φέρουν  τ’ άλογο και να ιππεύσει, είχαν κιόλας συγκεντρωθεί οι στρατιώτες τριγύρω του. Ο υπολοχαγός  έριξε μια βιαστική  επιθεώρηση. «Ο Μιχαλιός είν’ εδώ;» ρώτησε το λοχία. «Είναι στη σκοπιά  κύρ’ λοχαγέ!» Απάντησε εκείνος.  «Ν’ αντικατασταθεί πάραυτα!» Διέταξε ο αξιωματικός.      

   Πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα και η δράση των ληστοσυμμοριών καλά κρατούσε. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης είχε αρχίσει μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του στρατεύματος, αλλά τ’ αποτελέσματα δεν είχαν γίνει ακόμα ορατά. Πολυάριθμοι οι παράνομοι, ολιγάριθμοι οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες των αποσπασμάτων καταδίωξης και το αλισβερίσι των ληστοτρόφων , των κλεπταποδόχων, ακόμα και κάποιων βουλευτών με τους ληστές, δυσκόλευε το έργο των διωκτικών αρχών.

    Ο Μιχαλιός γεννημένος στα 1884 στην Κλένια Κορινθίας υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Κάποια στιγμή μετατέθηκε σε απόσπασμα καταδίωξης παρανόμων κι επειδή ήταν γρήγορος,  διέθετε αντοχή και σκοπευτική δεινότητα, ήταν συνήθως η αιχμή του δόρατος του αποσπάσματος. Ήταν εκείνος που πρώτος πλησίαζε τον διωκόμενο και τον ακινητοποιούσε. Αυτός ήταν ο λόγος που ο υπολοχαγός τον προτιμούσε στην καταδίωξη κι όχι στη σκοπιά.

   Δεν ήταν ψηλός, ήταν όμως  νευρώδης κι αλαφροπερπάτητος. Στο χωριό του τα τελευταία χρόνια πριν καταταγεί, βοσκούσε τα πρόβατα του γαμπρού του στον Αϊ Βασίλη, το διπλανό χωριό, όπου η αδελφή του η Όλγα είχε πάει νύφη στα Ταγαρέικα. Εκεί είδε τη λεβεντόκορμη Μαρίνα με τα όμορφα  μάτια και τις ατέλειωτες ξανθοκάστανες πλεξούδες, ένα μεσημέρι, όταν  κατέβασε να ποτίσει τα πρόβατα στην πάνω βρύση. Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες και κάτι φτερούγισε μέσα του. Πήγε και την άλλη μέρα την ίδια ώρα και πάλι η κοπέλα ήταν εκεί και γέμιζε το σταμνί της. Το ίδιο και την Τρίτη. Ε, αυτό ήταν! Την αγάπησε τη Μαρίνα ο Μιχαλιός.   Μεγάλος σεβντάς!  Τις επόμενες μέρες όμως δεν τη βρήκε στη βρύση. Αρρώστησε! Ούτε έτρωγε ούτε έπινε.  Έπαιζε τη φλογέρα ψηλά στη ράχη κι έστελνε το φίλο του να περάσει απ’ το σπίτι της Μαρίνας, για να βεβαιωθεί ότι ο ήχος της φλογέρας έφτανε ως εκεί. Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά του στην αδερφή του κι εκείνη που του είχε αδυναμία, τα κατάφερε βάζοντας τα κατάλληλα πρόσωπα να το πετύχει το προξενιό. Του μέλλοντα πεθερού όμως, του γέρο Θύμιου του Καραμέρου δεν του πολυγέμιζε το μάτι, γιατί βλέπεις δεν ήταν κανένας άντρακλας, πώς θα κουμαντάριζε ένα τέτοιο θεοκόριτσο σαν τη θυγατέρα του;  Βάδιζε δίπλα στη Μαρίνα και ήταν οι δυο τους ένα μπόι.

    Αυτό βέβαια μέχρι το μεγάλο πανηγύρι της Παναγιάς το δεκαπενταύγουστο, όπου μαζεύονταν προσκυνητές απ’ όλα τα γύρω χωριά. Με το σκόλασμα της εκκλησιάς έριχναν το λιθάρι τα παλληκάρια και τιμή στο νικητή! Γινόταν για ένα χρόνο ο ήρωας κι αν ήταν λεύτερος ο περιζήτητος γαμπρός της περιφέρειας.   Όταν ο Μιχαλιός εκδήλωσε την επιθυμία να ρίξει κι εκείνος το λιθάρι, ο πεθερός προσπάθησε να τον αποτρέψει. Άστο παιδί μου Μιχάλη, τι μπορείς να κάνεις εσύ, εδώ είναι άντρεες…άντρες διπλοί! κι έδειξε κάποιους γιγαντόσωμους που έριχναν μακριά κι αντρειεύονταν επιδεικνύοντας τα μούσκουλά τους. Ε, έκανε μισοκακόμοιρα ο Μιχαλιός, κάτι θα μπορούσα να κάνω κι εγώ και ζήτησε να του δοθεί το λιθάρι. Ήξερε πως είχε ταλέντο στο λιθάρι, πως πιότερο μετρούσε η γρηγοράδα και η ικανότητα στο «γύρισμα» παρά η δύναμη. Κανένα τσοπανόπουλο όσο γιγαντόσωμο κι αν ήταν δεν τον είχε νικήσει ποτέ.  «Το σηκώνεις του λόγου σου ρε βλάμη;» τον περιέπαιξε  ένας από τους μετέχοντες και όλοι γέλασαν. «Κοντός ψαλμός αλληλούια» μουρμούρησε ο Μιχαλιός μέσα απ’ τα σφιγμένα του δόντια. «Πάει τώρα θα ρεζιλευτούμε»  ψιθύρισε γέρνοντας στο πλάι ο πεθερός στη γυναίκα του. Ο Μιχαλιός μέτρησε βήματα για τη σωστή φόρα. «Τί θα την κάνεις τόση φόρα ρε βλάμη; Θ’ αποστάσεις μέχρι να φτάσεις στη γραμμή.» Είπε κάποιος. Στάθηκε λίγο και στριφογύρισε το λιθάρι να βρει κατάλληλο πιάσιμο. Ύστερα έμεινε δυο τρία δευτερόλεπτα ακίνητος και ξεκίνησε κρατώντας το με τα δυο του χέρια, μέχρι να διανύσει το μισό της απόστασης, επιταχύνοντας στη συνέχεια, έτσι ώστε να έχει τη μέγιστη ταχύτητα φτάνοντας στη γραμμή. Οι θεατές μόλις πρόλαβαν να δουν το λιθάρι να διαγράφει ημικύκλιο και να φεύγει στη συνέχεια διαγράφοντας ένα μεγάλο τόξο για να προσγειωθεί σε μεγάλη απόσταση μπροστά απ’ τα σημάδια των άλλων. Ένα Ωωω! Έκπληξης και θαυμασμού ακούστηκε απ’ το στόματα. Ο Μιχαλιός έβαλε το σημάδι του στο ίχνος, μάζεψε το λιθάρι και το απίθωσε  στα χέρια του παλληκαριού που τον ειρωνεύτηκε. «Θα κάνω μια προσπάθεια ακόμα αν με περάσει κάποιος, αλλά νομίζω πως δεν θα χρειαστεί», του είπε ενώ εκείνος τον κοιτούσε σαν χάνος. Ύστερα πήγε και πήρε τη θέση του δίπλα στη Μαρίνα και στον πεθερό, που στεκόταν σαν να είχε πάθει λόρδωση απ’ το καμάρι του, παρακολουθώντας τους άλλους που προσπαθούσαν μάταια να φτάσουν μακρύτερα. Έτσι έγινε ανεπιφύλακτα αποδεκτός απ’ τον πεθερό. Δεν πρόλαβαν όμως να κάνουν τους γάμους, γιατί ο Μιχαλιός στρατεύτηκε. Τα γράμματα της Μαρίνας λιγοστά, αφού η ίδια δεν ήξερε να γράφει κι έπρεπε να επιστρατεύει κάποια γραμματιζούμενη να της τα γράφει. Τούτο τον στεναχωρούσε το Μιχαλιό, δεν έβλεπε την ώρα ν’ απολυθεί, μα έκανε υπομονή.

   Η σημερινή καταδίωξη δεν ήταν σαν τις άλλες. Ο Γκολιάνης δεν ήταν ένας απλός φυγόδικος, μικροκλέφτης, ή έστω κάποιος συνηθισμένος ληστής, αλλά ο λήσταρχος  Γκολιάνης με τ’ όνομα και ίσως έχοντας συνεργό εκτός φυλακής να ήταν οπλισμένος. Οι στρατιώτες έτρεχαν δίπλα στο άλογο του υπολοχαγού  που τριπόδιζε. Η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητη καθώς ο Ήλιος ανέβαινε. Τα παγούρια άρχισαν ν’ αδειάζουν. Κάποια στιγμή ο αξιωματικός είδε μπροστά, ανάμεσα στα στάχια, κάποιον να τρέχει για να ξεφύγει. «Νάτος, μπροστά, πιάστε τον!» Φώναξε και οι στρατιώτες όρμησαν. Γρηγορότερος ο Μιχαλιός που προπορευόταν επιτάχυνε και φτάνοντάς τον έπεσε πάνω του απ’ τα νώτα, τον ανέτρεψε και τον κράτησε εκεί μέχρι που έφτασαν οι άλλοι. « Να πάρει ο διάολος τούτος δεν είναι ο Γκολιάνης» Αποφάνθηκε ο αποσπασματάρχης καθώς ο φυγάς σηκώθηκε όρθιος. Ξεπέζεψε κι άρπαξε τον τελευταίο απ’ το λαιμό. «Πούθε έκανε ο Γκολιάνης  μωρέ;» «Ποιος Γκολιάνς καπιτάνιε μ’;» άρθρωσε πνιχτά ο ανθρωπάκος μες’ το λαχανιατό του.  «Ο σύντροφό σου ο ληστής», ξανάπε ο αξιωματικός. Δεν ξιέρου κανένα ληστή καπιτάνιε μ’ «Δεν ξέρεις κανένα ληστή ε; και τότε ποιος είσαι συ;» Ιγώ  δλεύου του καλαμπόκ κει σιακάτ». « Έκανες τίποτα;» «Τι να κάνου ου έρμους λιζγάριζα του καλαμπόκ.» « Και τότε γιατί έτρεχες ρε ζωντόβολο;» Ε, είδα ούλους π’ τρέχανι καπιτάνιε μ’ σκιαχτ’κα ου δόλιους  και…» «Ε, άι στο διάολο χαϊβάνι, μας χασομέρισσες τόσην ώρα! Χάσου από  μπροστά μου!» και του τράβηξε μια καλοζυγισμένη σβερκιά που ο δύστυχος έπεσε στα γόνατα.   

..................

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

Κλενιάτικες Ιστορίες : Ο Μη-σε-μέλης.

 

Γράφουν : Γιώρος & Τέλης  Δελής.  

    Παλιά τα σπίτια στο χωριό είχαν μιά μεγάλη αυλόπορτα. Ήταν η είσοδος στην αυλή τους, η οποία αυλή  συνήθως, γύρω-γύρω είχε ψηλή μάντρα που δύσκολα έβλεπες μέσα. Η αυλόπορτα ήταν ξύλινη, δίφυλλη, γύρω στα δυό μέτρα πλάτος και από πάνω ψηλά ήταν στεγασμένη για τη βροχή. Το ένα φύλο στηριζόταν από μέσα με μία σιδερένια αντηρίδα και το άνοιγαν σε περιπτώσεις που ήθελαν να περάσει κάτι μεγάλο, ενώ το άλλο ήταν για την  καθημερινή είσοδο στην αυλή, ανθρώπων και ζώων. Ένα χαρακτηριστικό σημείο που είχε η αυλόπορτα ήταν μία μικρή τρύπα σε μία από τις δύο κάτω άκρες. Τρύπα μικρή, τετράγωνη, που μπαινόβγαιναν τα πουλερικά της οικογένειας και καμιά φορά οι γάτες, που βαριόντουσαν να σκαρφαλώσουν τις μάντρες ή τις κυνηγούσαν τα σκυλιά. Αυτή η τρύπα είναι και το σημείο όπου διαδραματίζεται και τελειώνει η ιστορία μας.

   Στην Kλένια, πιο πάνω από τον Άη Γιώργη, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, είχε το σπίτι του και ζούσε ο Σταύρος ο Xρηστέας. Γεννήθηκε το 1887 και πέθανε με την πείνα του 41. Από τότε το επώνυμο Χρηστέας έπαψε να υπάρχει στο χωριό δεδομένου ότι δεν άφησε απογόνους .

   Ο Σταύρος ήταν άνδρας με γερή κορμοστασιά, πρόσωπο συμπαθητικό και βλέμμα παράξενο, αφαιρεμένο. Η δύναμη του φοβερή και μάλιστα περηφανευόταν παρουσιάζοντας τον εαυτόν του σαν: “ Σταύρος Χρηστέας πυροβολητής δεκανέας”, μπορεί βέβαια και υποδεκανέας. Βαθμό που του απένειμαν, τιμής ένεκεν όπως λεγόταν, στο στρατό γιατί στον πόλεμο, στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έκανε το ανδραγάθημα. Σε μια μάχη που ο λόχος του έχασε και οπισθοχώρησε κυριάρχησαν τα πατριωτικά του αισθήματα. Έτσι ζαλώθηκε  και μετέφερε μόνος του στα μετόπισθεν και “έσωσε” από τα χέρια του εχθρού ένα κανόνι. Και μπορεί να ήταν γεγονός, γιατί ήταν δυνατός με κάτι χερούκλες να!!! και πλάτες γίγαντα. Κανείς δεν του παράβγαινε. Η δύναμή του ήταν τόση μεγάλη που είχε πάρει στο χωριό ειδικότητα στο ξερίζωμα γκορτσιών. Όπου υπήρχε γκορτσιά για βγάλσιμο ο Σταύρος ήταν παρών, “τις έκανα αλεύρι” , έλεγε με μόνη αμοιβή την επιδοκιμασία του χωριού. “Ο Σταύρος την πέταξε κάτω την γκορτσιά, μόνος του!” Αυτό έφτανε σαν ανταμοιβή, όπως τότε στο στρατό με το κανόνι. Δυνατό παλικάρι ο Σταύρος,  αλλά από μυαλό κουκούτσι. Η χλαίνη που είχε κληρονομήσει από τον στρατό ήταν το καμάρι του. Χρόνια τώρα την πρόσεχε και γυάλιζε τα κουμπιά της και η παρέα του έκανε την πλάκα της .“Ωραίο αυτό το κουμπί  Σταύρο, θα το κόψω να μου το δώσεις” κι ο Σταύρος αποχωρούσε άρον-άρον απ την παρέα φοβούμενος ότι θα του πάρουν το κουμπί. Ήταν ό τρόπος που είχαν βρει στο χωριό αν σε κάποια παρέα ήθελαν να τον διώξουν. Αγαθός μέχρι χαζομάρας για αυτό και στο χωριό είχε το παρατσούκλι Λολοσταύρος.

   Θες από προξενειό θες γιατί ήταν αντρειωμένος παντρεύτηκε ο Σταύρος αλλά η ζωή του δεν άλλαξε και πολύ. Η σύζευξης και η συζυγική ζωή δεν ήταν ανάμεσα στις προτεραιότητές του. Πήγαινε η γυναίκα του  και τον έβρισκε στο “Σταλιό” που έβοσκε τα πρόβατά του.

“Γεια σου Σταύρο !!!

“Καλώστηνε”…

“Τι κάνουν τα πρόβατα;”

“Μαρκαλιώνται δεν βλέπς;”

“Εμείς τι θα κάνουμε Σταύρο;”

Να πάς από ‘κεί να τα κωλώσεις”, απαντούσε  ο Σταύρος , χωρίς να πιάσει το υπονοούμενο  και έτσι έκλεινε η κουβέντα απαξιώνοντας τα θέλγητρα και την πρόκληση της νεαρής γυναίκας του.

   Έτσι δεν άργησαν να φανούν οι συνέπειες αυτού του γάμου. Είδε και απόειδε η γυναίκα του και τον χώρισε. Και αν σκεφτούμε την απαξίωση που είχαν οι γυναίκες τότε στην κοινωνία, αυτή η γυναίκα θα πρέπει να ήταν πολύ θαρραλέα και δυναμική και η στάση του Λολοσταύρου πέραν κάθε λογικής. Τον παράτησε λοιπόν, έφυγε κι από το χωριό αφήνοντας το μόνο, να στρατολογεί τις γειτόνισσες που έκαναν πλάκα μαζί του,να τους κάνει στρατιωτικά γυμνάσια ενθυμούμενος το στρατό.

.............. 

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Κλενιάτικες Ιστορίες : Τα Καινούργια Παπούτσια.

 Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης

                            ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Η ιστορία αυτή βασίστηκε σε διήγηση της Μαρίνας Ηλία
(Τσιμπούκα) στον γράφοντα τον Χειμώνα του 2018.

«Παιδί μου Κώστα δεν παγαίνεις κι εσύ στην εκκλησιά σήμερα, που έεις  πάνω από χρόνο αλειτούργητος;» Με τούτη την ατάκα τον ξύπνησε η μάνα του η Γιαννιά τον Κωσταντάρα σήμερα δεύτερη Κυριακή του Μάρτη, ότι είχε χτυπήσει η δεύτερη καμπάνα. « Μπα, άστονε γυναίκα, που θα πάει και στην Εκκλησιά ο χαραμοφάης!» Μπήκε στη μέση ο άντρας της και συνέχισε: « Από τα πήγε ο Μιχάλης μας στρατιώτης, το μεγάλο το ξυνιάρι το βλέπω παραπονεμένο. Άστονε το λοιπόν γιατί τον έχω να πάμε οι δυο μας για ξεχέρσωμα σιαπέρα τις Σπηλιές σήμερα. Μόνο βάλε μας κάμποσες ελιές και κανά δυο κρεμύδια στο ταγάρι. Άκουσες καλόγερε; Σε δέκα λεφτά  να ’σαι έτοιμος, τα πουρνάρια μας καρτεράνε. Όι  όλο φάει και τσουμίσου! Φάει και ξεκουμπίσου!

   Ο Κωσταντάρας γύρισε πλευρό ξεφυσώντας. Στο στομάχι του καθότανε που τον αποκαλούσε «καλόγερο» ο πατέρας του, ύστερα απ’ την αποτυχημένη εκείνη απόπειρα να γίνει μοναχός, έστω κι αν το φχαριστήθηκε στο τέλος. Άκου λέει για ξεχέρσωμα με κείνο το θεόρατο, τ’ ασήκωτο ξυνιάρι τ’ αδελφού του! Μπα, δεν ήταν αυτός για τέτοια, καλύτερα στην Εκκλησιά. Μα το να πάει στην εκκλησιά ένας λόγος ήτανε. Τα σκολιανά του είχανε τα χάλια τους. Ευτυχώς που πήγε κι εκείνος ο αγαθιάρης ο αδερφός του στρατιώτης και τ’ άφησε ένα καλούτσικο βρακί. Είχε και κάτι δικές του καζάσκες λίγο της προκοπής… Το πρόβλημα όμως ήταν τα παπούτσια. πώς θα πήγαινε στην εκκλησία με τα γουρνοτσάρουχα; Είχε ν’ αγοράσει δερμάτινα παπούτσια εδώ και μια πενταετία. Δεν ήταν μόνο τρύπιες οι σόλες, αλλά απ’ τις πολλές ραμμένες πάνω τους  φόλες δεν φαινόταν πια το αρχικό χρώμα του δέρματος. Ντρεπόταν! Όμως έπρεπε να πάει μ’ αυτά, γιατί και του αδελφού του που ήταν στο κοπάδι τα παπούτσια δεν ήταν καλύτερα. Έκανε την ανάγκη του φιλότιμο λοιπόν κι ετοιμάστηκε για την Εκκλησιά, μια και ήξερε πως στο τέλος θα πέρναγε της μάνας του κι όλο και θα τον βόλευε ένα, δυο μονόλεπτα για το κερί και το δίσκο.

   Υπάρχει ένας αλάνθαστος τρόπος να διακρίνει κανείς ποιο είναι το  τζαναμπέτικο παιδί μέσα σε μια οικογένεια. Αρκεί να μάθει σε ποιο απ’ όλα έχει αδυναμία η μάνα. Τα κατάφερε λοιπόν η Γιαννιά που είχε αδυναμία στον Κώστα της κι ο Γερογιάννης πήρε το δρόμο πάλι αμοναχός για το ξεχέρσωμα.

Τον «Απόστολο» διάβαζε ο ψάλτης, σαν ο Κωσταντάρας μπήκε στην Εκκλησιά. Άναψε το κερί, ασπάστηκε τα εικονίσματα και πήγε στο μέρος που συνήθως στέκονταν οι νέοι άντρες. Έριξε μια κλεφτή ματιά κατά την πλευρά των γυναικών και συλλογίστηκε  πως οι κοπέλες που βρίσκονταν εκεί δεν άξιζαν δεύτερη. Η ώρα αργοσκαρφάλωνε σαν σαλιγκάρι σε βράχο κατακόρυφο. Ο ψάλτης δεν ήταν και στα μεγάλα του τα κέφια, ενώ δίπλα του η μουρμούρα ενός γέρου με κλειστά μάτια του κρατούσε τον ίσο.  Ο Κωσταντάρας κάρφωσε το βλέμμα στα αξιοθρήνητα παπούτσια του. Ύστερα η ματιά του σύρθηκε στις στιλβωμένες από τα πόδια των πιστών ασβεστολιθικές πλάκες του δαπέδου και σταμάτησε σε δυο καλολουστραρισμένες δερμάτινες επιφάνειες. Καινούργια παπούτσια! Ναι, ο Γιώργος ο Σκούπας σχεδόν συνομήλικός του φορούσε καινούργια δερμάτινα παπούτσια! «Πού τα βρήκε ο μπαγάσας; Και ήταν το νούμερό του που να πάρει η οργή! Να ήταν άραγε δώρο του νονού του; Γιατί ποιος χωριανός θα μπορούσε να πάρει καινούργια  δερμάτινα παπούτσια τούτο τον καιρό; Οι δυο  τελευταίες κακές χρονιές είχαν «βάλει την πέτρα στο ταγάρι» του κοσμάκη. Όπως και να ήταν τα ζήλεψε εκείνα τα παπούτσια ο Κωσταντάρας και σαν απόλυσε η Εκκλησιά και πήρε την ανηφόρα για το σπίτι,  μια και μόνη έγνοια τον βασάνιζε, το πως θα μπορούσε να τα κάνει δικά του. 

   Όλη την ώρα πριν τον πάρει το βράδυ ο ύπνος μελετούσε μέσα στο μυαλό του το ένα και το άλλο, αλλά σκόνταφτε πάντα στην ίδια δυσκολία. Ακόμα κι αν τα κατάφερνε να κλέψει τα παπούτσια, πώς θα μπορούσε να τα χαρεί, αφού ο άλλος θα τον έβλεπε αν τα φορούσε σε γιορτές και πανηγύρια; Μια λύση υπήρχε. Ν’ ανταλλάξει τα κλεμμένα με άλλα καινούργια, ή τουλάχιστον σε καλή κατάσταση παπούτσια, με κάποιον που δεν ζούσε στο χωριό. Τότε θυμήθηκε πως ο ξάδερφός του ο Γκουμούτσος απ’ το Χιλιομόδι, που είχαν το ίδιο πόδι, είχε πέρσι το χινόπωρο αγορασμένα καινούργια παπούτσια. Εκείνα δεν ήταν βέβαια τόσο καλά, αλλά σε σύγκριση με τα  δικά του ήταν καινούργια.

   Την άλλη μέρα μετά το γιόμα κινάει μια και δυο, πάει στο Χιλιομόδι και βρίσκει τον ξάδερφο. Κάθονται κάτω κάμποση ώρα και καταστρώνουνε τα σχέδια. Ύστερα σηκώνονται, πηγαίνουνε στο Γκουμουτσέικο κοτέτσι και κουβεντιάζουν τις λεπτομέρειες.  Κόντευε να νυχτώσει σαν έφτασε στο πατρικό του ο Κωσταντάρας. Βρήκε τη μάνα του ανήσυχη κι άκουσε πάλι τον εξάψαλμο απ’ το γέρο που αντί να δουλεύει, χαραμοτρώει γκιζερώντας. Δε βαριέσαι τι καταλάβαινε ο πατέρας του; Μια ζωή απ’ το παχνί στη δουλειά  κι απ’ τη δουλειά στο παχνί σαν το ζωντανό ήταν.  Υπήρχαν κι άλλοι τρόποι να ζήσει κανείς. Άρπαξε στα πεταχτά δυο μπουκιές και ροβόλησε κατά της Παναγιάς τ’ αλώνι ν’ ανταμώσει τους βλάμηδες.

..........................

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Κλενιάτικες Ιστορίες. Βαριά η Καλογερική.



   Κάθε χωριό μεσ’ του καιρού το διάβα διαμορφώνει την πολιτιστική του ταυτότητα. Έτσι και το χωριό μας η Κλένια Κορινθίας τους τελευταίους δυο αιώνες μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό διαμόρφωσε και συνεχίζει να διαμορφώνει τη δική του.             
   Κάποιο, δευτερεύοντα ίσως ρόλο γι’ αυτό, φαίνεται  να έπαιξαν ορισμένοι χαρακτήρες συγχωριανών μας, που με την ξεχωριστή εξυπνάδα τους ή την αφέλειά τους, με την τόλμη τους ή την δειλία τους, με τη  σωματική τους ρώμη ή αδυναμία τους, και γενικά με  τα μεγάλα  προτερήματα ή ελαττώματά τους,  έδωσαν  το υλικό που χρειαζόταν, ώστε κάποιοι άλλοι ευφάνταστοι πατριώτες  τους  να συνθέσουν ιστορίες, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα στις συνάξεις των συγχωριανών και τους ψυχαγωγούσαν. Ιστορίες  που κατά το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν αστείες,  εξελίσσονταν συνεχώς, και κυκλοφορούσαν σε πολλές εκδοχές, αφού ο κάθε αφηγητής, προσέθετε και κάποια δική του «σάλτσα».
   Έτσι πολλά από τα αφηγήματα αυτά  πιθανόν κατέληξαν   να έχουν περιορισμένη  σχέση με τα πρόσωπα και τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται. Εάν λοιπόν κάποιος σήμερα επιχειρούσε να τα συγκεντρώσει,  θα έπρεπε να είναι πολύ επιφυλακτικός, αλλά και προσεκτικός, γιατί παρά το ότι οι ιστορίες αυτές αναφέρονται σε πρόσωπα που έζησαν κυρίως πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπάρχει ίσως περίπτωση να θιγεί κάποιος απ’ τους απογόνους τους που ζουν στην σημερινή Κλένια, ή κατοικούν σε άλλα μέρη της χώρας, ή ακόμα και στο εξωτερικό. Μ’ αυτή την επιφύλαξη θ’ αναρτηθούν οι ιστορίες αυτές με την προοπτική να «διορθωθούν» ή ακόμη και ν’ αποσυρθούν,  αν υπάρξουν αντιρήσεις.         
   Ευχής έργον θα ήταν, όσοι γνωρίζουν τέτοιες ιστορίες να τις στείλουν για απ’ ευθείας ή κατόπιν επεξεργασίας, ανάρτηση.
   Ξεκινάμε λοιπόν με μια τέτοια ιστορία…

 
                   Βαριά η Καλογερική
Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης

  Είχε κι άλλα σερνικά παιδιά ο Γιάννης ο Τσίρτσης, αλλά τέτοιο σκανταλιάρικο και παμπόνηρο  παιδί σαν τον Κώστα δεν εύρισκες κανένα, όχι μόνο στην οικογένεια μέσα, αλλά σ’ ολόκληρο το χωριό. 
Διεκδικητικός, επίμονος και ψεύτης, με διάφορα τερτίπια εξαπατούσε τ’ αδέρφια του και πετύχαινε  πάντα το δικό του. Αν κάτι δεν μπορούσε να το εξασφαλίσει με άλλα μέσα, τότε απλά το έκλεβε.Δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε και διεκδικούσε επάξια τον τίτλο του πρώτου κλεφτοκοτά της επαρχίας. Ήταν ο Κωσταντάρας με τ’ όνομα. Ο Γέρο Γιάννης δεν ήξερε τι να κάνει με τούτο το παιδί, δεν ήτανε που δεν έλεγε να στρωθεί στη δουλειά, να πάει στο χωράφι ή στο κοπάδι όπως τ’ αδέρφια του, αλλά πλήρωνε κι απανωτά τζερεμέδες για χάρη του, προκειμένου ν’ αποζημιώνει όσους του προσκόμιζαν στοιχεία ότι ο κανακάρης του έκανε την επέλαση στο κοτέτσι τους. Προσπάθησε να τον νουθετήσει μια, και δυο και τρεις και πέντε, εκείνος το χαβά του. Στο τέλος τον φοβέρισε πως θα τον αποκλήρωνε, αλλά και τούτη η φοβέρα δεν έπιασε. Απ’ την άλλη είχε και προίκες να μαζώξει για τις θυγατέρες, δεν θα τάιζε το χαραμοφάη και θα πλήρωνε μόνιμα τα σπασμένα του για να μην πάει φυλακή.  Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, στο τέλος βρήκε μια λύση που του φάνηκε καλή. Καλόγερος! Ναι, καλόγερο θα τον έστελνε να του ξεφορτωθεί, να τρώει από μοναστήρι, άσε που θα γλίτωνε και το στρατιωτικό. Βρήκε ευκαιρία που τον έπιασαν στα πράσα σ’ ένα κοτέτσι να καρυδώνει τα κοτόπουλα αράδα και του το’ ριξε το δίλημμα: Ή καλόγερος, η φυλακή, διάλεξε και πάρε!
   Έτσι κατέληξε ο Κωσταντάρας δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι της Φανερωμένης. Είχε ένα μακρινό συγγενή καλόγερο στο μοναστήρι ο Γερογιάννης, εγγυήθηκε  στον ηγούμενο για το παιδί και δεν πέρασε το στάδιο του προδόκιμου.
   Στην αρχή του καλοφάνηκε. Του κόσμου τα καλά είχε το μοναστήρι. «Τυχερός είσαι Κώστα» είπε στον εαυτό του, «σαν τον ποντικό στο τυροτούλουμο έπεσες»! Σαν πέρασαν κάποιες μέρες όμως κι άρχισε η αγγαρεία, απ’ το στάβλο στον απόπατο,  από κει στο γουρνοσταλιό, στο χειρομάγγανο του πηγαδιού, και να δίνει το  «παρών» στον όρθρο κι τις ολονυχτίες… εμ’ εκείνες  οι νηστείες; Δεν είναι και λίγο να σου λέει ο άλλος τι και πότε θα φας ή θα πιείς , να’ χει το κελάρι τ’ Αβραάμ τα καλά και να τη βγάζεις με λαχανίδα και νερόβραστα κουκιά . Ξελιγώθηκε  τ’ άντερό του και πονούσαν τα γόνατά του απ’ τις  μετάνοιες… κι όσο έβλεπε και τον Πίο, τον τετράπαχο ήμερο γάτο του μοναστηριού να τεμπελιάζει στη λιακάδα ρουθουνίζοντας, τον έπιαναν τα διαόλια του και τον φίλευε με καμιά κρυφή ξεγυρισμένη κλωτσιά καθώς περνούσε απ’ το λιακωτό. Τότε κατάλαβε  το γιατί η παροιμία: «βαριά η καλογερική» αναφερόταν με τόσο μεγάλη συχνότητα απ’ τους συγχωριανούς του. Σκέφτηκε να τα βροντήξει και να γυρίσει στο χωριό, αλλά οπωσδήποτε ο πατέρας του δεν θα τον καλοδεχόταν. Ύστερα ήταν και το κελάρι του μοναστηριού πειρασμός σωστός, όμως… Κατέληξε το λοιπόν να μείνει, αλλά δεν ήτανε προκοπή να παριστάνει τον πειθαρχημένο δόκιμο κι αποφάσισε ν’ αρχίσει τις σκανταλιές, όσο για τον ξάδερφο του πατέρα του που πήρε την ευθύνη και μεσολάβησε στον ηγούμενο; «Μωρέ δεν πάει κι αυτός να κουρεύεται»!  
....................

Eιδήσεις

Όλη η επικαιρότητα στο palo.gr


Ειδήσεις περιφέρειας...