Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Κλενιάτικες Ιστορίες. Βαριά η Καλογερική.



   Κάθε χωριό μεσ’ του καιρού το διάβα διαμορφώνει την πολιτιστική του ταυτότητα. Έτσι και το χωριό μας η Κλένια Κορινθίας τους τελευταίους δυο αιώνες μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό διαμόρφωσε και συνεχίζει να διαμορφώνει τη δική του.             
   Κάποιο, δευτερεύοντα ίσως ρόλο γι’ αυτό, φαίνεται  να έπαιξαν ορισμένοι χαρακτήρες συγχωριανών μας, που με την ξεχωριστή εξυπνάδα τους ή την αφέλειά τους, με την τόλμη τους ή την δειλία τους, με τη  σωματική τους ρώμη ή αδυναμία τους, και γενικά με  τα μεγάλα  προτερήματα ή ελαττώματά τους,  έδωσαν  το υλικό που χρειαζόταν, ώστε κάποιοι άλλοι ευφάνταστοι πατριώτες  τους  να συνθέσουν ιστορίες, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα στις συνάξεις των συγχωριανών και τους ψυχαγωγούσαν. Ιστορίες  που κατά το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν αστείες,  εξελίσσονταν συνεχώς, και κυκλοφορούσαν σε πολλές εκδοχές, αφού ο κάθε αφηγητής, προσέθετε και κάποια δική του «σάλτσα».
   Έτσι πολλά από τα αφηγήματα αυτά  πιθανόν κατέληξαν   να έχουν περιορισμένη  σχέση με τα πρόσωπα και τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται. Εάν λοιπόν κάποιος σήμερα επιχειρούσε να τα συγκεντρώσει,  θα έπρεπε να είναι πολύ επιφυλακτικός, αλλά και προσεκτικός, γιατί παρά το ότι οι ιστορίες αυτές αναφέρονται σε πρόσωπα που έζησαν κυρίως πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπάρχει ίσως περίπτωση να θιγεί κάποιος απ’ τους απογόνους τους που ζουν στην σημερινή Κλένια, ή κατοικούν σε άλλα μέρη της χώρας, ή ακόμα και στο εξωτερικό. Μ’ αυτή την επιφύλαξη θ’ αναρτηθούν οι ιστορίες αυτές με την προοπτική να «διορθωθούν» ή ακόμη και ν’ αποσυρθούν,  αν υπάρξουν αντιρήσεις.         
   Ευχής έργον θα ήταν, όσοι γνωρίζουν τέτοιες ιστορίες να τις στείλουν για απ’ ευθείας ή κατόπιν επεξεργασίας, ανάρτηση.
   Ξεκινάμε λοιπόν με μια τέτοια ιστορία…

 
                   Βαριά η Καλογερική
Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης

  Είχε κι άλλα σερνικά παιδιά ο Γιάννης ο Τσίρτσης, αλλά τέτοιο σκανταλιάρικο και παμπόνηρο  παιδί σαν τον Κώστα δεν εύρισκες κανένα, όχι μόνο στην οικογένεια μέσα, αλλά σ’ ολόκληρο το χωριό. 
Διεκδικητικός, επίμονος και ψεύτης, με διάφορα τερτίπια εξαπατούσε τ’ αδέρφια του και πετύχαινε  πάντα το δικό του. Αν κάτι δεν μπορούσε να το εξασφαλίσει με άλλα μέσα, τότε απλά το έκλεβε.Δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε και διεκδικούσε επάξια τον τίτλο του πρώτου κλεφτοκοτά της επαρχίας. Ήταν ο Κωσταντάρας με τ’ όνομα. Ο Γέρο Γιάννης δεν ήξερε τι να κάνει με τούτο το παιδί, δεν ήτανε που δεν έλεγε να στρωθεί στη δουλειά, να πάει στο χωράφι ή στο κοπάδι όπως τ’ αδέρφια του, αλλά πλήρωνε κι απανωτά τζερεμέδες για χάρη του, προκειμένου ν’ αποζημιώνει όσους του προσκόμιζαν στοιχεία ότι ο κανακάρης του έκανε την επέλαση στο κοτέτσι τους. Προσπάθησε να τον νουθετήσει μια, και δυο και τρεις και πέντε, εκείνος το χαβά του. Στο τέλος τον φοβέρισε πως θα τον αποκλήρωνε, αλλά και τούτη η φοβέρα δεν έπιασε. Απ’ την άλλη είχε και προίκες να μαζώξει για τις θυγατέρες, δεν θα τάιζε το χαραμοφάη και θα πλήρωνε μόνιμα τα σπασμένα του για να μην πάει φυλακή.  Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, στο τέλος βρήκε μια λύση που του φάνηκε καλή. Καλόγερος! Ναι, καλόγερο θα τον έστελνε να του ξεφορτωθεί, να τρώει από μοναστήρι, άσε που θα γλίτωνε και το στρατιωτικό. Βρήκε ευκαιρία που τον έπιασαν στα πράσα σ’ ένα κοτέτσι να καρυδώνει τα κοτόπουλα αράδα και του το’ ριξε το δίλημμα: Ή καλόγερος, η φυλακή, διάλεξε και πάρε!
   Έτσι κατέληξε ο Κωσταντάρας δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι της Φανερωμένης. Είχε ένα μακρινό συγγενή καλόγερο στο μοναστήρι ο Γερογιάννης, εγγυήθηκε  στον ηγούμενο για το παιδί και δεν πέρασε το στάδιο του προδόκιμου.
   Στην αρχή του καλοφάνηκε. Του κόσμου τα καλά είχε το μοναστήρι. «Τυχερός είσαι Κώστα» είπε στον εαυτό του, «σαν τον ποντικό στο τυροτούλουμο έπεσες»! Σαν πέρασαν κάποιες μέρες όμως κι άρχισε η αγγαρεία, απ’ το στάβλο στον απόπατο,  από κει στο γουρνοσταλιό, στο χειρομάγγανο του πηγαδιού, και να δίνει το  «παρών» στον όρθρο κι τις ολονυχτίες… εμ’ εκείνες  οι νηστείες; Δεν είναι και λίγο να σου λέει ο άλλος τι και πότε θα φας ή θα πιείς , να’ χει το κελάρι τ’ Αβραάμ τα καλά και να τη βγάζεις με λαχανίδα και νερόβραστα κουκιά . Ξελιγώθηκε  τ’ άντερό του και πονούσαν τα γόνατά του απ’ τις  μετάνοιες… κι όσο έβλεπε και τον Πίο, τον τετράπαχο ήμερο γάτο του μοναστηριού να τεμπελιάζει στη λιακάδα ρουθουνίζοντας, τον έπιαναν τα διαόλια του και τον φίλευε με καμιά κρυφή ξεγυρισμένη κλωτσιά καθώς περνούσε απ’ το λιακωτό. Τότε κατάλαβε  το γιατί η παροιμία: «βαριά η καλογερική» αναφερόταν με τόσο μεγάλη συχνότητα απ’ τους συγχωριανούς του. Σκέφτηκε να τα βροντήξει και να γυρίσει στο χωριό, αλλά οπωσδήποτε ο πατέρας του δεν θα τον καλοδεχόταν. Ύστερα ήταν και το κελάρι του μοναστηριού πειρασμός σωστός, όμως… Κατέληξε το λοιπόν να μείνει, αλλά δεν ήτανε προκοπή να παριστάνει τον πειθαρχημένο δόκιμο κι αποφάσισε ν’ αρχίσει τις σκανταλιές, όσο για τον ξάδερφο του πατέρα του που πήρε την ευθύνη και μεσολάβησε στον ηγούμενο; «Μωρέ δεν πάει κι αυτός να κουρεύεται»!  
....................
   Μια μέρα που τον είχαν στείλει να μαζέψει ξερόκλαδα για προσάναμμα, πέτυχε μια φωλιά με καμιά εικοσαριά αυγά μέσα σε μια  τρύπα σκαμμένη στο χώμα και σκεπασμένη με ξερά πουρναρόκλαδα. Φαίνεται πως  ασβός ή άλλο ζωντανό, την είχε σκάψει και αργότερα την εγκατέλειψε. Κάποια κότα του μοναστηριού ύστερα που εύρισκε τον τρόπο να μπαινοβγαίνει από  άνοιγμα του φράχτη, τη θεώρησε σίγουρο μέρος για να κλωσήσει τ’ αυγά της . Τα μέτρησε και ήταν είκοσι τρία. Σωστό κελεπούρι!  Έσπασε το πρώτο, κλούβιο! Το ίδιο και το δεύτερο. Πήγε να σπάσει το τρίτο μα το μετάνιωσε. Τα έβαλε με προσοχή στον κόρφο του τα εικοσιένα που απόμειναν και τα μετέφερε σε καλή κρυψώνα. Σκεφτόταν πως τ’ αυγά εγκαταλείφθηκαν σε κάποιο πρώιμο στάδιο  της επώασής τους, άρα αυτός ο αγαθιάρης  ο πατήρ Σωφρόνιος που ήταν υπεύθυνος για τα κοτέτσια, είχε ανακαλύψει την τρύπα στο φράχτη και την έκλεισε, ή η αλανιάρα η κότα είχε καταλήξει στο καζάνι.
   Ήταν και το κελάρι σωστός πειρασμός, όμως  κλειδί δεν είχε κι ο υπεύθυνος καλόγερος το είχε πάντα κλειδωμένο. Μόλις που προλάβαινε έτσι στα πεταχτά ν’ αρπάξει  μια πλόχερη σταφίδες ή μια χούφτα αμύγδαλα σαν τον έστελναν εκεί για δουλειές. Πέρασαν οι αποκριές, άρχισε το μεγάλο απόδειπνο, μπήκε  βαριά η σαρακοστή, τ’ άντερα γουργούριζαν ολημερίς.
   Κάποιες  μέρες ξέκλεβε λίγα λεπτά, ανέβαινε κάπως ψηλότερα απ’ το μοναστήρι κι αγνάντευε απέναντι κατά τη Βουτσίνα. Μια τέτοια  φορά ήταν που πρόσεξε ένα ζευγάρι κοράκια ν’ ακροζυγιάζονται αντίκρυ στα βράχια. Σίγουρα το ζευγάρι είχε χτίσει εκεί τη φωλιά του. Σκέφτηκε πως με την πείνα που είχε και τ’ αυγά του κόρακα θα του φαίνονταν φαΐ αρχοντικό, μα θα τον βαστούσαν τα ποδάρια του να φτάσει μέχρι εκεί με την εξάντληση που είχε;
   Όσο πλησίαζε το Πάσχα η νηστεία έσφιγγε. Κάποιες φορές έκανε να σηκωθεί και ζαλιζότανε.    Μια μέρα δεν άντεξε, πήγε στο Σωφρόνιο και του ζήτησε δυο αυγά, μα  κείνος έγινε θηρίο. «Ύπαγε οπίσω μου πειρασμέ, που θα καταλύσεις αβγά τη μεγάλη σαρακοστή»!  Και τον πήρε στο κυνήγι με το φτυάρι  που φτυάριζε τις κουτσουλιές. Ε, αυτό ήταν !Το πήρε απόφαση. Δεν ήταν φτιαγμένος για καλόγερος αυτός, την άλλη μέρα θα τα μάζευε και δρόμο! Ύστερα όμως το ξανασκέφτηκε. Έτσι κι αλλιώς θα έφευγε που θα έφευγε, γιατί το λοιπόν να μην έκανε και μερικά καψόνια στους καλόγερους να τον θυμόντουσαν; «Α, ρε Σωφρόνιε θα σε κανονίσω εγώ που τρως εσύ ότι ώρα σου κάνει κέφι αυγά κι εμένα με κυνηγάς με το σκατόφτυαρο»! 
   Το άλλο πρωί κατ’ ευθείαν στα βράχια. Βρήκε τη φωλιά πρόγκηξε το κοράκι που κλωσούσε και πήρε τα πέντε αυγά που βρήκε. Όταν επέστρεψε στο μοναστήρι,   ο Σωφρόνιος έβαζε τις κότες που έπεσαν  κλώσες να κλωσήσουν, ενώ είχε βάλει τ’ αυγά στην πάπια -κλώσα απ’ την προηγούμενη εβδομάδα. Ο Κωσταντάρας πήγε στην κρυψώνα, πήρε τα εικοσιένα αυγά που είχε βρει και τα έβαλε μαζί με τ’ αυγά του κόρακα κάτω απ’ το κρεβάτι του. Το βράδυ καμώθηκε τον άρρωστο και το πρωί δεν πήγε στον όρθρο. Άναψε ένα φανάρι και χώθηκε στο κοτέτσι που είχε τις κλώσες ο Σωφρόνιος. έβαλε τα εικοσιένα κλούβια αυγά στην κλώσα και πήρε ισάριθμα απ’ τη φωλιά. Ύστερα έβαλε τα πέντε κορακίσια αυγά στην πάπια αφαιρώντας τόσα απ’ τη φωλιά.  Σκεφτόταν τα μούτρα του Σωφρόνιου σαν θα ’βλεπε την κλώσα του να σουλατσάρει με μόνο δυο ή τρείς νεοσσούς στο κατόπι της και τον έπιαναν τα γέλια, όσο για την πάπια με τα κορακοπούλια; Αυτό κι αν ήτανε χουνέρι! Θα τρελαινόταν ο Χαζοσωφρόνιος.
   Πέμπτη της διακαινησίμου ήταν, όταν ξεμύτισε η κλώσα με τέσσερα κλωσόπουλα να την ακολουθούν. Ο Σωφρόνιος δεν πίστευε στα μάτια του. Πήγε στη φωλιά, βρήκε τα πολλά  αυγά ακέραια. Σπάει το πρώτο, κλούβιο. Σπάει το δεύτερο… Σηκώθηκαν οι ενοχές και τον χαστούκιζαν ανελέητα. Δε θα μπορούσε να  ήταν αλλιώς, σίγουρα τον τιμώρησε ο Κύριος που μεγάλη Τρίτη μεσημέρι, σαν κατέβασε το γάλα που’ χε  κρεμασμένο απ’ το πρωινό άρμεγμα στο πάτερο της ξυλότζας είδε την παχιά κορφή και τη λιμπίστηκε . Έβαλε το δείκτη στο τσουκάλι, που ο θεός να του’ κοβε το χέρι σύρριζα, τη μάζεψε και την απόλαψε. Στάθηκε λειψός στην εγκράτεια. Στάθηκε ανάξιος να συμμετάσχει με τους άλλους πατέρες στο μαρτύριο του Κυρίου. Ο Κύριος του έστελνε ένα σημάδι να μετανοήσει, ν’ αφήσει μια για πάντα το δρόμο της απώλειας κι έριξε στον εαυτό του έναν κανόνα, για δυο κομποσκοίνια μετάνοιες πριν τον όρθρο για μια βδομάδα.
   Την άλλη μέρα σκουπίζοντας  ο Κωσταντάρας τους κοινόχρηστους χώρους του μοναστηριού, είδε πως η πόρτα της αποθήκης ήταν ανοιχτή. Μπήκε μέσα, φώναξε, κανένας. Πήγε στο μέρος που ήταν τα σακιά με τα καρύδια, έλυσε ένα στα σβέλτα, γέμισε μέχρι και τον κόρφο, το ξανάδεσε αφού το χτύπησε στα πλάγια για να στενέψει και να ψηλώσει το περιεχόμενο για να μην υπολείπεται σε  ύψος των άλλων, έτρεξε στο κατάλυμά του κι έκρυψε κάτω απ’ το κρεβάτι τα καρύδια. Ύστερα επέστρεψε και συνέχισε το σκούπισμα.
   Κυριακή του Θωμά ό,τι στρώθηκε το τραπέζι και μαζεύτηκαν οι πατέρες, μπήκε κι ο Σωφρόνιος ταραγμένος και κάθισε στη θέση του. Με το που ευλόγησε ο ηγούμενος, παράξενοι  κρότοι, τακ, τακ, τακ, ακούστηκαν απ’ τη στέγη, σαν κάποιος να περπατούσε στο ταβάνι. Όλοι έστρεψαν προς τα πάνω το βλέμμα. Για μερικά δευτερόλεπτα επικράτησε μια νεκρική σιγή που μεγέθυνε το θόρυβο των βημάτων. Ξαφνικά ο πατήρ Σωφρόνιος ηγέρθη αλλόφρων! «Άγιε ηγούμενε ο δαίμονας εισχώρησε!» Ούρλιαξε πανικόβλητος και συνέχισε. «Η πρώτη κλώσα μου’  βγαλε τα πουλιά λειψά και χθες  η πάπια έβγαλε κορακοπούλια!  Ο Εωσφόρος εισχώρησε εις τα ενδότερα !»  Ο ηγούμενος του έγνεψε αυστηρά  να καθίσει κι ο Σωφρόνιος ζάρωσε στη θέση του. Ο Κωσταντάρας κόντεψε να κατουρηθεί προσπαθώντας να συγκρατήσει τ’ αλλεπάλληλα κύματα του γέλιου π’ ανέβαιναν να τον πνίξουν. Σε μια στιγμή έβγαλε μια πνιγμένη κραυγή π’ έκανε τον αρχοντάρη του μοναστηριού να τον καρφώσει  με μια  επίμονη, αυστηρή, όσο και υποψιάρικη  ματιά. Τον φοβόταν τούτο τον καλόγερο ο Κωσταντάρας, φαινόταν τετραπέρατος και δε χάριζε κάστανα. Έσκυψε το κεφάλι λοιπόν και βιάστηκε να τελειώσει το μεσημεριανό του.
   Με τον ήλιο ν’ απέχει δυο καλάμια απ’ τη δύση του ξεμύτισε ο Κωσταντάρας αγνάντια στον Ξερόκαμπο. Στάθηκε μια δυο στιγμές να πάρει ανάσες, γιατί άρπαξε την ανηφόρα μονορούφι και λαχάνιασε. Κατέβασε το μπόγο απ’ τη ράχη του, κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα και χάζευε το τόπο.  Στην  απάνω Κλένια τα λιγοστά χαμόσπιτα πνιγμένα στην ανοιξιάτικη βλάστηση συνωστίζονταν κοντά στην εκκλησιά της Παναγιάς της Μουσκουφίτσας. Περίγυρα  της πηγής της Αλεξάνδρας σκόρπια  γίδια απολάμβαναν τ’ ανοιξιάτικο ροδάμι, ενώ χαμηλότερα ένα κοπάδι πρόβατα έβοσκε στον αραιό πουρναρότοπο. Στην κάτω Κλένια στήλες καπνού  υψώνονταν από ένα, δυο σπίτια προς τον ουρανό, με τα κορμιά τους να γέρνουν προς το Νοτιά απ’ το ελαφρύ βοριαδάκι. Στο βάθος η Ζήρια χιονισμένη και στα βορειοδυτικά αχνοφαίνονταν οι κορυφές των  βουνών  της Ρούμελης σαν κάτασπρα νησιά σε λίμνη ακύμαντη. Πίσω δε γύρισε το κεφάλι. Πήρε μια πέτρα και την έριξε πίσω απ’ την πλάτη του. Αυτό ήταν, τέρμα η καλογερική, ούτε ήθελε, ούτε μπορούσε να γυρίσει με τα τελευταία του καμώματα. Έβγαλε λίγα καρύδια απ’ το μπόγο, γιατί ένιωθε την όρεξή του θεριεμένη. Σκέφτηκε το τελευταίο χουνέρι που έκανε στους πατέρες κι ένα γέλιο ανάβλυσε ορμητικά από μέσα του. Το άφησε να τραντάξει ευεργετικά το κορμί του. Επί τέλους μπορούσε να γελάσει ελεύθερα, να φάει ότι θα μπορούσε  να βρει, να τραγουδήσει, να φωνάξει, να κλάσει όσο βροντερά το μπορούσε  ο κώλος του που να πάρει η οργή!
   Μετά το μεσημεριανό στο μοναστήρι, είχε φύγει δρομαίως, κατέβηκε κάτω στη ρεματιά, όπου είχε κρυμμένο σύναυγα  το μπόγο με τα πράγματά του, έβγαλε τα καλογερίστικα, φόρεσε τα ρούχα του, φορτώθηκε το μπόγο κι ανηφόρησε ανάμεσα στα πουρνάρια, ώστε να είναι αθέατος απ’ το μοναστήρι, μέχρι που σκαπέτησε πίσω απ’ τη ράχη. Τότε έπιασε το μονοπάτι για το χωριό. Έσπασε κάμποσα καρύδια έφαγε και καρδάμωσε. Τι να έκαναν άραγε οι άγιοι πατέρες σαν θ’ ανακάλυπταν πως πέταξε το πουλάκι; Κι όσο σκεφτότανε τον καλιγωμένο  Πίο να σουλατσάρει στο ταβάνι … Βέβαια δεν ήτανε κι εύκολο να καλιγώσεις γάτο κι ας είναι τόσο ήμερος όσο ήταν ο Πίος. Δοκίμασε δεκάδες τσόφλια απ’ τα κλεμμένα και φαγωμένα καρύδια μέχρι να βρει εκείνο που ταίριαζε στο κάθε πόδι. Ακόμα πιο δύσκολο να βρεις την ευκαιρία ν’ ανοίξεις τη γκλαβανή και να τον ρίξεις στο ταβάνι λίγο πριν το μεσημεριανό, αλλά τα κατάφερε και θα τα θυμούνται για χρόνια οι καλόγεροι τούτα που τους έκανε. Βέβαια ο αρχοντάρης δεν ήταν Σωφρόνιος ,ήταν θέμα χρόνου να καταλάβει πως ο καλιγωμένος  γάτος ήταν ο «δαίμονας» και κάποια στιγμή θα πήγαινε στη φωλιά της πάπιας και θα έβλεπε πως κάποια απ’ τ’ αυγά ήταν ξένα, αφού καμιά πάπια δεν γεννά μπλε αυγά με σκούρες βούλες.
    Όμως τώρα τι γίνεται;  Σίγουρα η Κλένια δεν τον περίμενε κι ο γέρος του θα γινότανε Τούρκος σαν θα τον έβλεπε, αλλά δε βαριέσαι θα του περνούσε. Σηκώθηκε. Ο Μάης με τα όμορφα ερχόταν καλπάζοντας για να μπάσει τον κόσμο στο καλοκαίρι του. Ήταν νέος μ’ όλη τη ζωή μπροστά του.  Είχε μεγάλη  περιέργεια να δει τα μούτρα που θα’ καναν οι δυο βλάμηδες που είχε συντρόφους στις εφόδους που έκανε στα κοτέτσια  και τον είχανε ξεγραμμένο. Σίγουρα  θα τους ερχόταν ταμπλάς σαν θα τον έβλεπαν μπροστά τους ξεκαλογερεμένο, όσο για κείνη την τσούπρα τη γειτονοπούλα που τον είχε γλυκοκοιτάξει καμιά δυο φορές τον τελευταίο καιρό πριν φύγει για το μοναστήρι…αν βιαζόταν μπορεί και να προλάβαινε το χορό στ’ αλώνι της Παναγιάς και να την συναντούσε.
    Έκοψε το μπόγο στην πλάτη και ροβόλησε στο μονοπάτι που κατηφόριζε στο ρέμα του Κοκαλά σφυρίζοντας.
Ντίνος  Σ. Κορδώσης 
16-04-2020 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Eιδήσεις

Όλη η επικαιρότητα στο palo.gr


Ειδήσεις περιφέρειας...