Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης.
ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Η ιστορία αυτή βασίστηκε σε διήγηση της Μαρίνας Ηλία
(Τσιμπούκα) στον γράφοντα τον Χειμώνα του 2018.
Ο Κωσταντάρας γύρισε πλευρό ξεφυσώντας. Στο στομάχι του καθότανε που τον αποκαλούσε «καλόγερο» ο πατέρας του, ύστερα απ’ την αποτυχημένη εκείνη απόπειρα να γίνει μοναχός, έστω κι αν το φχαριστήθηκε στο τέλος. Άκου λέει για ξεχέρσωμα με κείνο το θεόρατο, τ’ ασήκωτο ξυνιάρι τ’ αδελφού του! Μπα, δεν ήταν αυτός για τέτοια, καλύτερα στην Εκκλησιά. Μα το να πάει στην εκκλησιά ένας λόγος ήτανε. Τα σκολιανά του είχανε τα χάλια τους. Ευτυχώς που πήγε κι εκείνος ο αγαθιάρης ο αδερφός του στρατιώτης και τ’ άφησε ένα καλούτσικο βρακί. Είχε και κάτι δικές του καζάσκες λίγο της προκοπής… Το πρόβλημα όμως ήταν τα παπούτσια. πώς θα πήγαινε στην εκκλησία με τα γουρνοτσάρουχα; Είχε ν’ αγοράσει δερμάτινα παπούτσια εδώ και μια πενταετία. Δεν ήταν μόνο τρύπιες οι σόλες, αλλά απ’ τις πολλές ραμμένες πάνω τους φόλες δεν φαινόταν πια το αρχικό χρώμα του δέρματος. Ντρεπόταν! Όμως έπρεπε να πάει μ’ αυτά, γιατί και του αδελφού του που ήταν στο κοπάδι τα παπούτσια δεν ήταν καλύτερα. Έκανε την ανάγκη του φιλότιμο λοιπόν κι ετοιμάστηκε για την Εκκλησιά, μια και ήξερε πως στο τέλος θα πέρναγε της μάνας του κι όλο και θα τον βόλευε ένα, δυο μονόλεπτα για το κερί και το δίσκο.
Υπάρχει ένας αλάνθαστος τρόπος να διακρίνει κανείς ποιο είναι το τζαναμπέτικο παιδί μέσα σε μια οικογένεια. Αρκεί να μάθει σε ποιο απ’ όλα έχει αδυναμία η μάνα. Τα κατάφερε λοιπόν η Γιαννιά που είχε αδυναμία στον Κώστα της κι ο Γερογιάννης πήρε το δρόμο πάλι αμοναχός για το ξεχέρσωμα.
Τον «Απόστολο» διάβαζε ο ψάλτης, σαν ο Κωσταντάρας μπήκε στην Εκκλησιά. Άναψε το κερί, ασπάστηκε τα εικονίσματα και πήγε στο μέρος που συνήθως στέκονταν οι νέοι άντρες. Έριξε μια κλεφτή ματιά κατά την πλευρά των γυναικών και συλλογίστηκε πως οι κοπέλες που βρίσκονταν εκεί δεν άξιζαν δεύτερη. Η ώρα αργοσκαρφάλωνε σαν σαλιγκάρι σε βράχο κατακόρυφο. Ο ψάλτης δεν ήταν και στα μεγάλα του τα κέφια, ενώ δίπλα του η μουρμούρα ενός γέρου με κλειστά μάτια του κρατούσε τον ίσο. Ο Κωσταντάρας κάρφωσε το βλέμμα στα αξιοθρήνητα παπούτσια του. Ύστερα η ματιά του σύρθηκε στις στιλβωμένες από τα πόδια των πιστών ασβεστολιθικές πλάκες του δαπέδου και σταμάτησε σε δυο καλολουστραρισμένες δερμάτινες επιφάνειες. Καινούργια παπούτσια! Ναι, ο Γιώργος ο Σκούπας σχεδόν συνομήλικός του φορούσε καινούργια δερμάτινα παπούτσια! «Πού τα βρήκε ο μπαγάσας; Και ήταν το νούμερό του που να πάρει η οργή! Να ήταν άραγε δώρο του νονού του; Γιατί ποιος χωριανός θα μπορούσε να πάρει καινούργια δερμάτινα παπούτσια τούτο τον καιρό; Οι δυο τελευταίες κακές χρονιές είχαν «βάλει την πέτρα στο ταγάρι» του κοσμάκη. Όπως και να ήταν τα ζήλεψε εκείνα τα παπούτσια ο Κωσταντάρας και σαν απόλυσε η Εκκλησιά και πήρε την ανηφόρα για το σπίτι, μια και μόνη έγνοια τον βασάνιζε, το πως θα μπορούσε να τα κάνει δικά του.
Όλη την ώρα πριν τον πάρει το βράδυ ο ύπνος μελετούσε μέσα στο μυαλό του το ένα και το άλλο, αλλά σκόνταφτε πάντα στην ίδια δυσκολία. Ακόμα κι αν τα κατάφερνε να κλέψει τα παπούτσια, πώς θα μπορούσε να τα χαρεί, αφού ο άλλος θα τον έβλεπε αν τα φορούσε σε γιορτές και πανηγύρια; Μια λύση υπήρχε. Ν’ ανταλλάξει τα κλεμμένα με άλλα καινούργια, ή τουλάχιστον σε καλή κατάσταση παπούτσια, με κάποιον που δεν ζούσε στο χωριό. Τότε θυμήθηκε πως ο ξάδερφός του ο Γκουμούτσος απ’ το Χιλιομόδι, που είχαν το ίδιο πόδι, είχε πέρσι το χινόπωρο αγορασμένα καινούργια παπούτσια. Εκείνα δεν ήταν βέβαια τόσο καλά, αλλά σε σύγκριση με τα δικά του ήταν καινούργια.
Την άλλη μέρα μετά το γιόμα κινάει μια και δυο, πάει στο Χιλιομόδι και βρίσκει τον ξάδερφο. Κάθονται κάτω κάμποση ώρα και καταστρώνουνε τα σχέδια. Ύστερα σηκώνονται, πηγαίνουνε στο Γκουμουτσέικο κοτέτσι και κουβεντιάζουν τις λεπτομέρειες. Κόντευε να νυχτώσει σαν έφτασε στο πατρικό του ο Κωσταντάρας. Βρήκε τη μάνα του ανήσυχη κι άκουσε πάλι τον εξάψαλμο απ’ το γέρο που αντί να δουλεύει, χαραμοτρώει γκιζερώντας. Δε βαριέσαι τι καταλάβαινε ο πατέρας του; Μια ζωή απ’ το παχνί στη δουλειά κι απ’ τη δουλειά στο παχνί σαν το ζωντανό ήταν. Υπήρχαν κι άλλοι τρόποι να ζήσει κανείς. Άρπαξε στα πεταχτά δυο μπουκιές και ροβόλησε κατά της Παναγιάς τ’ αλώνι ν’ ανταμώσει τους βλάμηδες.
..........................
Η καινούργια βδομάδα μπήκε τρικλίζοντας για τον Κασταντάρα που έβλεπε πως το σχέδιο που έκανε με τον ξάδερφο ήτανε τρύπιο σαν το δρυμόνι. Πώς διάολο θα τα κατάφερνε να φέρει το Σκούπα στα νερά του; Εκείνος δεν ανήκε στο συνάφι των κλεφτοκοτάδων. Απ’ την άλλη δεν μπορούσε να ζητήσει κι απ’ ευθείας βοήθεια απ’ τους βλάμηδες γιατί μυστικό που το ξέρουν δυο στο χωριό, μυστικό δεν είναι. Το ’βαζε διπλό δεν έβγαινε, το’ βαζε μονό περίσσευε…
Την άλλη μέρα ανέβηκε πριν μεσημεριάσει στη βρύση της πλάκας, έπιασε έναν ίσκιο κι έπεσε στο συλλογισμό…Ξαφνικά σε μια έκλαμψη του νου του φάνηκε πως βρήκε τη λύση του προβλήματος. Χαμογέλασε. Ναι αυτό ήταν! Απ’ τη μια μεριά ο Γιώργος ο Σκούπας ήτανε θρησκευόμενος και δεν έλλειπε ποτέ απ’ την εκκλησιά, απ’ την άλλη τον κόβανε τα ζουνάρια του για μια μελαχρινή τσαχπίνα που τύχαινε να ήταν και δευτεροξαδέρφη του Κωσταντάρα. Σ’ αυτά τα δυο είχε σκοπό να πατήσει ο «καλόγερος». Από κει και πέρα, ας βοηθούσε και η τύχη που να πάρει η ευχή! Σηκώθηκε. Ήταν η ώρα για μεσημεριανό, ροβόλησε για το σπίτι με θεριεμένη την όρεξη, και στρογγυλοκάθισε στο τραπέζι. Ανάθεμα την τύχη τη μπαμπέσα, δεν είχε πάρει δυο μπουκιές, ο γέρο Γιάννης έφτασε όσον ούπω και του τα ’σουρε πάλι. «Μπα στ’ αμπέλι σ’ είχα και μου ’ρθες πεινασμένος καλόγερε; Εκεί που δούλευες, εκεί να πας και να φας. Βάλε το πιάτο στο ντουλάπι γυναίκα, γιατί σε λίγο φτάνει ο Αντρέας απ’ τα πρόβατα να φάει το παιδί. Δεν θα ταΐζω εγώ ακαμάτηδες!» Ο Κωσταντάρας σηκώθηκε απ’ το τραπέζι με τα σάλια του να τρέχουν. Βγήκε στην αυλή, χώθηκε στον αχυρώνα και ξάπλωσε σε μια στοίβα σανό όλο φούρκα. Αυτός ο πατέρας του με τους κανόνες και τις παροιμίες του του του είχε γίνει τσάμικος ταμπάκος. Δε βαριέσαι, δεν είχε παρά να περιμένει να φύγει. Πάλι η μάνα θα έκανε το δικό της. Το φαΐ του θα του το ’χε φυλαγμένο και μπόλικο. Προσπάθησε να πάρει έναν ύπνο, όμως εύκολο είναι να κοιμηθείς με άδειο στομάχι;
Κύλισαν οι μέρες, πήρε να γέρνει η βδομάδα, ήρθε η Παρασκευή με τους χαιρετισμούς. Μετά το μεσημέρι μπήκε ο Κωσταντάρας στο κοτέτσι έπιασε μια κότα που «μάζευε υπογραφές» κατά την έκφραση της μάνας του, Ήταν δηλαδή άρρωστη και το πιθανότερο ήταν ότι θα ψοφούσε κάποια απ’ τις επόμενες ημέρες, γι’αυτό και η κυρά Γιαννιά δεν το αποφάσιζε να τη βάλει στην κατσαρόλα. Αφού την έσφαξε, πήγε στο μαντρί, άναψε φωτιά τη μάδησε και την έβαλε στη θράκα, ύστερα την έβαλε σ’ ένα παλιο κάκαβο που είχαν εκεί και την παράχωσε μέσα στη στάχτη για να είναι ζεστή. Πάνω στην ώρα χτύπησε η καμπάνα κατέβηκε ο Κωσταντάρας στα κρυφά στο κατώι, έπιασε μια μπουκάλα κρασί απ’ το βαγένι που βάσταε ακόμα καμπόσες μπότσες, το’ κρυψε κάτω απ’ το πανωφόρι και ροβόλησε κατά την Εκκλησιά.
Μπήκε άναψε κερί και στάθηκε κοντά στην είσοδο. Ναι, το άτομο που τον ενδιέφερε ήταν εκεί και φορούσε τα καινούργια του παπούτσια. Στάθηκε όρθιος δυο τρία λεφτά, ύστερα βγήκε ν’ ανταμώσει τους βλάμηδες και εν αγνοία τους συνεργούς του. «Λοιπόν αλάνια απόψε σας έχω κότα ψημένη και μη ρωτήσετε που τη βρήκα!» δήλωσε κλείνοντας το μάτι. «και ποιος θα βάλει το κρασί;» ρώτησε ο Σπύρος. «Και το κρασί εδώ είναι και κράσος!» έκανε ο Κωσταντάρας βγάζοντας το κρασί με τ’ αριστερό και κάμπτοντας ύστερα προς τα πάνω το δεξί χέρι με σφιγμένη τη γροθιά.
Απόλυσε κάποτε η εκκλησιά άρχισε να βγαίνει ο κόσμος και οι βλάμηδες σχολίαζαν την κάθε τσούπρα που περνούσε το κατώφλι. Απ’ τους τελευταίους βγήκε το υποψήφιο θύμα κι ο Κωσταντάρας έσπευσε να τον διπλαρώσει. «Λοιπόν φίλε λέμε να ξεφαντώσουμε με ψημένη κότα απόψε με τους βλάμηδες. Τι λες, θα μας κάνεις παρέα»; «Δεν τρώω εγώ κλεψιμαίικη κότα!» Απάντησε ο Γιώργος κοφτά. Μα δεν ξέρεις αν είναι κλεψιμαίικη. Ύστερα και να ναι, μήπως εσύ την έκλεψες;» «Δεν έχει σημασία αν την έκλεψα εγώ ή όχι. Είναι αμαρτία»! Ξανάπε ο Γιώργος. Ωχ καημένε αμαρτία! Σαν γριά π’ έχει το ένα της το πόδι στον τάφο κάνεις. Μην είσαι κορόιδο! Έλα κει να φάμε και να πιούμε, δε θα πληρώσεις τίποτα!» «Πάω στο σπίτι έχω δουλειά» απάντησε ο φέρων τα καινούργια παπούτσια κι έστρεψε να φύγει. Ο άλλος έριξε τον άσο στο τραπέζι. «Κρίμα γιατί με μια ψηλή μελαχρινή ξαδέρφη μου είχαμε την κουβέντασου χθες και μου είπεε…
«Τι σου είπε;» Έκανε ο Γιώργος κάνοντας αργά μεταβολή
«Μου είπε ότι είσαι…
«Τι είμαι;»
«Να, είπε ότι είσαι…μα λέγονται αυτά τα πράματα έτσι με το λαρύγκι στην ξέρα; Θέλουν τον ανάλογο μεζέ και καλό κρασί. Ύστερα μόνο μεταξύ βλάμηδων κουβεντιάζονται. Λοιπόν τι λες έρχεσαι μαζί μας;»
«Εντάξει!» έκανε αποφασιστικά ο Γιώργος και ξεκίνησε η παρέα για το μαντρί, εκτός απ’ το Σπύρο που πέρασε απ’ το σπίτι για να πάρει συμπλήρωμα κρασί και μια, δυο γιδινές μουτζίθρες.
Ξεκίνησε το φαγοπότι, πήρε κι ο Γιώργος ένα μεζέ, τράβηξε μια ποτηριά και περίμενε να του πει ο Κωστανταντάρας τα σχόλια της ξαδέρφης, αλλά εκείνος έκανε πως το είχε λησμονήσει και του ξανεγέμισε το ποτήρι. Και άντε γειά μας, κι άντε να σκάσουν οι οχτροί μας ,κι άντε να πεθάνει ο χάρος, αρχισε να κάνει κεφάλι ο νιόφερτος στην παρέα. Τέλειωσε το μπουκάλι του Κωσταντάρα και ξεκίνησε η νταμιτζάνα του Σπύρου. Εκεί πάνω στο ξεφάντωμα ζήτησε ο Γιώργος απ’ τον «καλόγερο» να του πει επί τέλους το τι είπε για κείνον η ξαδέρφη του. Ο Κωσταντάρας κάγχασε. « Είπε πως είσαι παιδί τζιμάνι μωρέ Σκούπα, λεβέντης και μορφονιός, μα εκείνης της αρέσουνε οι θεριακλήδες, οι κουτουριάρηδες, οι θαρραλέοι, οι καραμπουζουκλήδες! Εσύ της πέφτεις πολύ νερόβραστος!»
«Και είναι Θαρραλέος και κουτουριάρης εκείνος που μπαίνει στα κοτέτσια και κλέβει τις κότες του γείτονα, του συγγενή, του συγχωριανού;» Ρώτησε ο Γιώργος και μέσα του σηκώθηκε μια οργή και του ταρακούνησε το ήδη θολωμένο απ’ το κρασί μυαλό του.
«Εμ, ποιος είναι θαρραλέος, εκείνος που δεν ξεμακραίνει βήμα απ’ τον ποδόγυρο της μάνας του;» Συνδαύλισε τη φωτιά ο άλλος. Οι βλάμηδες γέλασαν και ξαναγέμισαν τα ποτήρια τους.
«Ε, λοιπόν εγώ που λες ότι δεν κάνω βήμα απ’ τον ποδόγυρο της μάνας μου έχω όσο θάρρος έχετε όλοι εσείς οι κλεφτοκοτάδες μαζί!» είπε ο Γιώργος κι αντρειεύτηκε ορθώνοντας το κορμί του.
«Σιγά ρε φίλε! Αγάλι, αγάλι!» έκανε ο Σπύρος κοροϊδευτικά.
«Εύκολο είναι να το λες, μπορείς όμως και να το αποδείξεις! Πάμε οι δυο μας να χτυπήσουμε ένα καλό κοτέτσι που έχω στα σχέδια απόψε;» ρώτησε μπαίνοντας στο ψητό ο καλόγερος και συνέχισε. «Έτσι δηλαδή για να ’χω να πω έναν καλό λόγο στην ξαδέρφη». Ο άλλος έδειξε να το σκέφτεται μια δυο στιγμές… «Δεν κλέβω εγώ τις κότες του συγχωριανού» είπε στο τέλος.
«Δεν τις κλέβεις γιατί δεν έχεις το τσαγανό, γιατί φοβάσαι» αντείπε ο Κωσταντάρας.
«Ποιος φοβάται ρε εγώ;» και ήταν έτοιμος να τα βάλει με Θεούς και δαίμονες.
Κι αν δε θες να κλέψεις τις κότες του συγχωριανού, ξέρω ένα κοτέτσι με καλοθρεμμένες κότες στο Χιλιομόδι έρχεσαι;
«Και τι λες θα κωλώσω;» Αποκρίθηκε τώρα το κρασί.
«Ας πιούμε το λοιπόν μια δυο βολές ακόμα για το καλή επιτυχία και φύγαμε!» Και ξανάριξε στα ποτήρια ο πονηρός, που δεν πήρε ούτε μεζέ απ’ την ψημένη κότα κι έχυνε στα κρυφά το μισό απ’ το κρασί που έριχνε στο ποτήρι του, χωρίς κανείς να τον πάρει χαμπάρι.
Περασμένα μεσάνυχτα έφτασαν οι δυο επιδρομείς στο γκουμουτσέικο κοτέτσι. Γύρω απόλυτη σιγαλιά. Από μακριά ακούγονταν πότε πότε κάποια γαυγίσματα κι ύστερα πάλι η σιωπή. «Να βγάλουμε τα παπούτσια για να μη μας πάρει χαμπάρι ο σκύλος» Είπε ο Κωσταντάρας κι έβγαλε στα σβέλτα τ’ αξιοθρήνητα παπούτσια του. Διστακτικά έβγαλε κι ο Γιώργος τα δικά του. Μπήκαν στο κοτέτσι κι ο Κωσταντάρας άναψε ένα παλιό απομεινάρι ψυχοκέρι που είχε στην τσέπη. Οι κότες ήταν κουρνιασμένες στην καλαμένια κούρνια κι ο Κωσταντάρας δίνοντας το κερί στον άλλον άδραξε την πρώτη τόσο άγαρμπα, που εκείνη άρχισε σπαρακτικά κακαρίσματα ξεσηκώνοντας τις άλλες και τον κόκορα που ξεκίνησε ένα δυνατό συνεχές σαν πολυβόλο κακάρισμα. Τότε ήταν που ακούστηκε μια φωνή απ’ έξω. «Πιάστους ρε τους κλεφτοκοτάδες!» και βρόντηξαν δυο μπαταριές η μια μετά την άλλη. «Πάμε μας πιάσανε!» Ούρλιαξε ο καλόγερος και ορμώντας προς την έξοδο σκούντηξε το σύντροφό του που του’ φυγε το σπαρματσέτο απ’ τα χέρια, έσβησε κι όλα σκοτείνιασαν. Να φύγουνε; Και τα παπούτσια; Τι ξυπόλυτοι θα πήγαιναν στο χωριό; Μα πώς να βρεθούν τα παπούτσια στο πηχτό σκοτάδι;
Λαχανιασμένος σταμάτησε στις κάτω ντράσες και ξυπόλυτος ο Γιώργος να πάρει τις ανάσες του. Τα γυμνά του πέλματα ήταν ματωμένα και πονούσαν. Ο Κωσταντάρας άφαντος. Είχαν χαθεί μέσα στο σκοτάδι. Τώρα τι γίνεται; Τα παπούτσια; Πώς όμως να πάει το πρωί στο γκουμουτσέεικο και να πει πως άφησε τα παπούτσια του έξω απ’ το κοτέτσι τους; Έπρεπε να το δεχτεί. Τα καινούργια του παπούτσια κάποιος άλλος θα τα χαιρότανε και ξεκίνησε αργά αργά για το σπίτι.
Κυριακή πρωί καθώς η κυρά Γιαννιά πήγε να
ταΐσει τις κότες είδε πως έλλειπε η κότα η βερέμισσα. Πήγε και ρώτησε τον
Κωσταντάρα που μόλις είχε ξυπνήσει και χουζούρευε στο κρεβάτι. «Πού να ξέρω γω τι έγινε η αρρωστημένη η
κότα; Να, κάπου θα πήγε και θα ψόφησε, ή
θα βγήκε απ’ το κοτέτσι και θα την έφαγε η αλπού. Τι σε νοιάζει ; Έτσι κι
αλλιώς θα ψοφούσε» απάντησε εκείνος.
«Και τούτα τα παπούτσια τίνος είναι;»
δευτερορώτησε η γριά. προσέχοντας ένα
ζευγάρι σχεδόν καινούργια παπούτσια μπροστά στο κρεβάτι.
«Ώωχ! Άσε με και συ τι είναι τονα και τι είναι τ’ άλλο κυριακάτικα ! Και γύρισε κατά τον τοίχο στρέφοντας τα οπίσθιά του στη μάνα του.
Στην εκκλησιά το θύμα της υπόθεσης διάλεξε την πιο απόμερη και σκοτεινή γωνιά για να σταθεί. Σκεφτόταν πως παρασύρθηκε απ’ τους κακούς, παρέβη την έβδομη εντολή, οπότε δικαίως τιμωρήθηκε. Τώρα δεν ήξερε πώς να κρύψει τα πόδια του με τα χιλιομπαλωμένα παπούτσια. «Έτσι είναι. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες! Ναι, τον τρώνε οι κότες», είπε ψιθυριστά στον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου