Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Απογραφή Κλένια 1928.

    Η χρονιά που μας πέρασε ήταν εκτός των άλλων και έτος απογραφής πληθυσμού και κατοικιών.
  Ιστορικά η πρώτη απογραφή του πληθυσμού διενεργείται το 1828 με κυβερνήτη τον Ι. Καποδίστρια. Έξι χρόνια αργότερα δημιουργείται Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας στο υπουργείο Εσωτερικών και κάνει την πρώτη επίσημη απογραφή  το 1834-35 που συνεχίζεται να γίνεται κάθε χρόνο μέχρι το 1845. Μετέπειτα συνεχίζει να γίνεται σε αραιότερα χρονικά διαστήματα. Το 1925 γίνεται η σύσταση της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος μέσα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας που συγκεντρώνει όλες τις κρατικές στατιστικές υπηρεσίες κάνοντας  απογραφή και  των διαφόρων οικονομικών δραστηριοτήτων του κράτους. Στην πορεία του χρόνου η Στατιστική Υπηρεσία οργανώνεται αλλάζει μορφές διοικητικά κτλ μέχρι  το 2010 που συνιστάται η Ελληνική Στατιστική 
Αρχή ΕΛΣΤΑΤ σαν ανεξάρτητη αρχή πλέον.
   Το 1928 είναι μια ιδιαίτερη χρονιά που γίνεται η απογραφή. Έχει μεσολαβήσει η απώλεια της Ζώνης της Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης το 1922, έχει γίνει η Συνθήκη της Λωζάννης και ανταλλαγή
των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Μετά το 1928 η απογραφή γίνεται πλέον ανά δεκαετία.
    Η απογραφή φέτος κατά ένα μεγάλο μέρος έγινε ηλεκτρονικά. Υπήρχε βεβαίως η δυνατότητα να γίνει εξ ολοκλήρου ηλεκτρονικά αλλά λόγω κάποιων αντικειμενικών αδυναμιών (ηλικιωμένοι, έλλειψη ή δυσχέρεια χρησιμοποιήσεως του διαδικτύου κτλ) έγινε κατά κάποιο ποσοστό με χειροκίνητο τρόπο από τους εξουσιοδοτημένους απογραφείς. 

   Οι εξελίξεις της τεχνολογίας μας προϊδεάζουν ότι μπορεί η φετινή απογραφή, με αυτό τον τρόπο, να ήταν και η τελευταία. Δεδομένου ότι είμαστε καταγεγραμμένοι παντού ψηφιακά είναι πολύ εύκολο για την Στατιστική Υπηρεσία να αντλεί, όποτε απαιτείται, κάθε στοιχείο γύρω από τον πληθυσμό της χώρας.
    Ας ανατρέξουμε λίγο στο παρελθόν για να δούμε πριν ένα αιώνα περίπου, την ιδιαίτερη χρονιά του 1928 που αναφέραμε, την διαδικασία απογραφής. Τα πρακτικά της κοινότητος μας δίνουν μια  εικόνα.

 


Πράξη 6/14-2-1928

…………………………………………………………………………………..

 Ο κ. Πρόεδρος κάμει εισήγησιν του θέματος τούτου και καλώς σκεφθέν το Σώμα αποφαίνεται.

...............................................................................................

4ον. Περί διορισμού Επιτροπών δια την καταγραφήν του πληθυσμού των κατοίκων ενταύθα.

 Όπως διορισθούν επιτροπαί αποτελούμεναι εκ των κάτωθι :

 1 Επιτροπή α΄Ιωάννου Χ. Σιαπκαρά ιατρού και β. Δημητρίου Παπαθανασίου
2α Επιτροπή  α΄εκ του Διονυσίου. Γιαννοπούλου δημοδιδασκάλου και β΄Χρήστου Δ. Κορδώση κτηματίου.
3η Επιτροπή  εκ των Παναγ. Δ. Κορδώση και β΄Κικής Νταβάκου δημοδιδασκαλίσης
4η Επιτροπή εκ των Σωτηρίου Σιαπκαρά φαρμακοποιού και β΄ Ιωανν. Δ. Φίλιου κτηματία.
5η Επιτροπή εκ των Νικολάου Μ. Σιαπκαρά και Γεωργίου Ανδ.Μπακλώρη κτηματιών αμφοτέρων.
6η Επιτροπή   εκ των Νικολ. Γ. Ζεμπερλίγκου ως και Νικολάου  Μ. Καλαρά

     Αναγνώσθησαν τα πρακτικά και υπογράφονται παρά πάντων πλην εκ του κ. Κων/νου Α. Μαυραγάννη απουσιάζοντος εις Αθήναις ληξάσης ούσης της σχετικλης του αδείας δι΄ ής αναφέραμε σχετικώς δια της υπ΄αριθ. 443/15-2-28 αναφοράς μας, προς τον κ. Νομάρχην  Αρ/θίας, και μη δυναμένου να προσέλθει ως εκ του επαγγέλματος συνεξασκών τούτο εις Αθήναις.-

Ο  Πρόεδρος                                                                              Τα Μέλη

Ν. Ζεμπερλίγκος                                                         

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Η Κλένια που χάνεται…

    Η ανάπτυξη της οικονομίας του χωριού από την δεκαετία του 70 και μετά έφερε και την αλλαγή στον οικιστικό ιστό. Τα σπίτια σταδιακά ανανεώθηκαν. Είτε κτίστηκαν καινούργια πάνω στα παλιά είτε καινούργια στα παρακείμενα οικόπεδα. Ελάχιστα σπίτια από τα παλιά διασώθηκαν. Κάποια εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται από τους απογόνους των παλαιών ιδιοκτητών αφού συντηρήθηκαν και βελτιώθηκε η δομή τους (καινούργια κουφώματα, στέγες κτλ). Περισσότερο βέβαια χρησιμοποιού-νται σαν “ το σπίτι στο χωριό” αφού οι ιδιοκτήτες διαμένουν σε κάποιο αστικό κέντρο. Σε άλλα σπίτια χρησιμοποιήθηκε μέρος αυτών, που είναι σε επαφή με το καινούργιο, σαν αποθήκη αφού και αυτά βεβαίως συντηρήθηκαν και βελτιώθηκαν. Τέλος άλλα σπίτια βρίσκονται σε κατάσταση κατάρρευσης αφού οι ιδιοκτήτες δεν υπάρχουν ή έχουν παύσει να ενδιαφέρονται.
    Μια βόλτα στο χωριό μας δίνει μερικές εικόνες από το παρελθόν.
    Να σημειώσουμε ακόμα ότι η οικοδομική έξαρση μετέβαλε κατά πολύ και την ρυμοτομία του χωριού με δρόμους που παλιά ήταν μόνο για ζώα τώρα να έχουν διαμορφωθεί για οχήματα.
Υ.Γ. Όσοι γνωρίζουν την ιστορία των σπιτιών, όπως χρονολογίες ανέγερσης, τεχνίτες, υλικά κτλ. θα ήταν ενδιαφέρον να την γνωρίζουμε και να την αναρτήσουμε για την Ιστορία.











.................

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

1940. Έπος!!!

Απόσπασμα από την Στρατιωτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος,Ιωανν.Πολιτάκου  Υποστρ.ε.α.

.........................
    Η επιτελική οργάνωση και ενημερότητα των Διοικήσεων στα σχέδια
κινητοποιήσεως, συγκεντρώσεως και επιχειρήσεων ήταν θαυμαστή. Τα
ξημερώματα της 28ης 'Οκτωβρίου ολόκληρος ο πολεμικός μηχανισμός
τέθηκε σε κίνηση με μια τηλεφωνική διαταγή πού στάλθηκε από το Γενικό 'Επιτελείο Στρατού προς τα Στρατηγεία των Σωμάτων Στρατού. Είχε όλες όλες είκοσι μία λέξεις:

« Από έκτης πρωινής σήμερον περιερχόμεθα εις εμπόλεμον κατάστασιν προς Ιταλίαν. Άμυνα εθνικού εδάφους διεξαχθή βάσει διαταγών ας έχετε. Εφαρμόσατε σχέδιον επιστρατεύσεως».

   Κατά τη διάρκεια του πρώτου δεκαημέρου των επιχειρήσεων φάνηκε
η στερεότητα των ελληνικών μονάδων. Οι ανώτερες Διοικήσεις και τα
επιτελεία τους έδειξαν μεγάλες διοικητικές και τακτικές ικανότητες.
Οι Διοικήσεις των μονάδων ενέπνευσαν εμπιστοσύνη με τις εύστοχες
ενέργειές τους. Οι έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες βρήκαν ένα σώμα
μονίμων αξιωματικών και υπαξιωματικών τέλεια καταρτισμένο, έμπειρο
και πειθαρχημένο στη Ιεραρχία του. Η εμπιστοσύνη προς τις Διοικήσεις
των μονάδων αναπτύχτηκε ταχύτατα και το υπέροχο ηθικό με το οποίο
προσήλθαν οι έφεδροι στερεώθηκε, έγινε ακλόνητο. Στο τέλος του πρώτου δεκαήμερου των επιχειρήσεων όλος ό στρατός αισθανόταν ότι τα πράγματα πήγαιναν καλά κάτω από έναν άξιο αρχιστράτηγο και τη πειθαρχημένη και άριστα οργανωμένη Ιεραρχία των Διοικήσεων.
Ο στρατηγός Παπάγος επιβλήθηκε στο σύνολο του στρατού με το κύρος πού είχε αποκτήσει ως αρχηγός του Γενικού 'Επιτελείου Στρατού, με την προπαρασκευή του στρατού πού είχε επιτελέσει, με την αποφασιστικότητά του και με την αισιόδοξη στρατηγική του. Στα χέρια του ο στρατός έγινε σφύρα πού συνέτριψε τούς 'Ιταλούς.
   Ή αντίσταση της Ελλάδος κατά της ιταλικής επιθέσεως διέγειρε
έκπληξη και θαυμασμό εις όλο τον κόσμο. Ήταν η εποχή της κυριαρχίας του Άξονα. Κυβερνήσεις και λαοί έβλεπαν με θαυμασμό την τόλμη μιας μικρής Ελλάδος να ορθώνει το πυγμαίο της ανάστημα κατά του
πανίσχυρου Άξονα. Και ο Χίτλερ, θαύμαζε επίσης, αλλά και ανησυχούσε. Βλέποντας τις επιτυχίες των ελληνικών δυνάμεων άρχισε να φοβάται την εγκατάσταση βρετανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος και τη δημιουργία Μακεδονικού μετώπου, όπως στον προηγούμενο πόλεμο, και τον πιθανό κίνδυνο βομβαρδισμών των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας από βρετανικά αεροσκάφη, πού θα είχαν σαν ορμητήρια ελληνικές βάσεις. Από τις 4 Νοεμβρίου εξέφρασε τούς φόβους αυτούς και αποφάσισε να προετοιμάσει επίθεση γερμανικών δυνάμεων κατά της Ελλάδος. Στις 12 Νοεμβρίου έδωκε οδηγίες στα επιτελεία του να αρχίσουν τις σχετικές προετοιμασίες.
   Μετά την απόκρουση της Ιταλικής επιθέσεως και την επιτυχή συγκέντρωση των ελληνικών δυνάμεων ο στρατηγός Παπάγος ανάλαβε γενική αντεπίθεση. Προώθησε προς τον τομέα του Γ' Σώματος τις 11 η και 13η μεραρχίες. Λόγω της συγκεντρώσεως εκεί πέντε μεραρχιών (10η, 9η, 15η, 11η, 13η) έθεσε τις l0η και 11η υπό ξεχωριστή Διοίκηση (συγκρότημα Κ) πού έθεσε υπό το ΤΣΔΜ. Μετά 7ήμερο μάχη οι ιταλικές δυνάμεις του τομέα Κορυτσάς ανατράπηκαν και οι ελληνικές δυνάμεις κατέ­λαβαν με διαδοχικά άλματα τη γραμμή όρος Ίβάν-Κορυτσά-Κιάφε Κιάριτ.Ταυτόχρονα το Β' Σώμα Στρατού από Σμόλικα μέχρι Γράμμου επιτέθηκε προς 'Ερσέκα- και Λεσκοβίκι, ενώ ή μεραρχία ιππικού μεταξύ Σμόλικα και όρους Γκαμήλα εξόρμησε προς Κόνιτσα. Στις 22 Noεμβρioυ οι άνω­τέρω δυνάμεις είχαν εξασφαλίσει την οδό Λεσκoβίτα-Kιάφε- Κιάριτ. Στον τομέα της Ηπείρου το Α' Σώμα Στρατού, αφού ενισχύθηκε και με τη 2η μεραρχία, επιτέθηκε με την 8η μεραρχία προς Δρυμάδες και Μπουράτο, με τη 2η προς Ντούσκα-Μερτζάνη και με το απόσπασμα παραλιακής ζώνης (απόσπασμα Λιούμπα) προς Κώτσικα (ΒΔ Φιλιάτες). Κατόπιν σφοδρών αγώνων το Α' Σώμα εκβίασε τη στενωπό Δελβινακίου και τις διαβάσεις του όρους Ντούσκος, ενώ στην παραλιακή ζώνη απώθησε τις Ιταλικές δυνάμεις βόρεια του Καλαμά. Στις 22 Νοεμβρίου είχε φθάσει στη γραμμή Φιλιάτες-Κεραμίτσα-Καστάνιανη-Βάλτσιτσα-στενωπός Δελβινακίου-Δολός-Δρυμάδες-Μερτζάνη.
   Με τις επιθετικές αυτές επιχειρήσεις πού διήρκεσαν από 14 μέχρι 22 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός πήρε την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και επισφράγισε την ήττα του Ιταλικού στρατού σ' ολόκληρο το μέτωπο. Ο αγώνας υπήρξε σκληρότατος. Οι ελληνικές δυνάμεις χωρίς θωρακισμένες μονάδες μάχονταν εναντίον αντιπάλου πού διέθετε μια θωρακισμένη μεραρχία, υπεροχή πυροβολικού και όλμων και μεγάλη αεροπορία. Οι επιχειρήσεις διεξάγονταν επί υψηλών ορέων επί των οποίων η διαβίωση και οι ανεφοδιασμοί πρόσκρουσαν σε μεγάλες εδαφικές δυσχέρειες.

Ο χειμώνας είχε αρχίσει και προμηνυόταν δριμύς.

 

 

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Κλενιάτικες ιστορίες : Τα μπάνια του Κολιού.

 Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης,

    Τα δραματικά χρόνια της επανάστασης του 1821 ακολούθησαν τα σκληρά μεταεπαναστατικά χρόνια. Ακόμα και οι πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ήταν για την Ελλάδα και τους Έλληνες χρόνια πολέμων, δοκιμασιών και σκληρής ζωής. Η επιβίωση ήταν δύσκολη, λιγοστά τα αγαθά, και η θνησιμότητα μεγάλη. Τούτες οι συνθήκες έκαναν τους Έλληνες σκληρούς με τον εαυτό τους και το συνάνθρωπο. Διασκέδαζαν με χορούς και τραγούδια στους γάμους και στα πανηγύρια, διασκέδαζαν όμως και με φάρσες. Φάρσες που πολλές φορές είχαν μεγάλο κόστος για το θύμα τους. Τα φοβερά αυτά αστεία δεν ήταν καθόλου σπάνιο να είχαν σαν θύμα τους ανθρώπους με κάποιο φυσικό ελάττωμα. Τέτοιοι ήταν συνήθως εκείνοι που οι άλλοι τους θεωρούσαν μειωμένης νοημοσύνης, αλλά και άνθρωποι που είχαν κάποια άλλου είδους αναπηρία. Σήμερα φαίνεται απάνθρωπο να λοιδορείς έναν ανάπηρο. Τότε όμως ήταν κάτι συνηθισμένο, μπροστά απ’ το βαφτιστικό ενός αναπήρου να προτάσσεται σαν πρώτο συνθετικό η αναπηρία του (Κουτσοτάσης, Στραβογιαννιά, Κουφοπαναναής) . Ο Έλληνας της εποχής εκείνης ποτέ δεν θα σκέπτονταν να μην πληγώσει τον συνάνθρωπό του, θυμίζοντάς του την αναπηρία του, ή ακόμα διασκεδάζοντας μ’ αυτήν. Πολύ περισσότερο όταν βρισκόταν σε κατάσταση μέθης και στην Κλένια την εποχή που ακολούθησε το τέλος των βαλκανικών πολέμων και ύστερα της Μικρασιατικής εκστρατείας, οι παρέες ανθρώπων που έπιναν  και βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση για συνεχή  μερόνυχτα δεν ήταν λίγες. Σε μια απ’ αυτές τις παρέες ανήκε κι ο  Νικόλας  Παναγής ή «Κολιός» που είναι και ο ήρωας της επόμενης ιστορίας που βασίστηκε  σε διήγηση του Μιχαήλ Στεφάνου Κορδώση (Μιχαλιού) στον γράφοντα εγγονό του

   Ο Κολιός γεννήθηκε μ’ ελαττωματική όραση. Άργησε βέβαια να το αντιληφθεί, όμως  ποτέ δεν παραδέχτηκε τη μερική έστω αναπηρία του. Τούτο έκανε τους άλλους της κρασοπαρέας να οργίζονται μαζί του και τις σβερκιές να πέφτουν βροχή όταν πηγαίνοντας να ρίξει κρασί απ’ τη μπουκάλα στις κούπες έχυνε το μισό στο τραπέζι. «Σου ’παμε ρε στραβούλιακα να μη βάζεις εσύ κρασί!» Ήταν η συνηθισμένη ατάκα που άκουγε τότε. «Εγώ φταίω ή εσείς που δεν πίνετε και είναι οι κούπες σας γεμάτες;» δικαιολογιόταν εκείνος.

   Η κρασοπαρέα κόμπαζε πως δεν υπήρχε βαγένι στο χωριό που να μην το είχε δοκιμάσει. Είχαν γίνει ειδήμονες στην ποιότητα του κρασιού. Ξέρανε ποια απ’ τα  βαγένια στο χωριό είχαν το καλύτερο κρασί και σε ποια είχε αρχίσει να « παίρνει βάγια» ή να γίνεται «Γιάννης». Οι τελευταίες  ήταν οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν να δηλώσουν ότι το κρασί είχε αρχίσει να ξιδιάζει.  Οι κρασοσυνάξεις το χειμώνα  γίνονταν στα σπίτια των οποίων  το κρασί που είχαν τα βαγένια τους συγκαταλέγονταν στα καλύτερα  του χωριού, αλλά το καλοκαίρι τα κυρίως στέκια τους ήταν της Παναγιάς τ’ αλώνι και η νερομάνα της Πλάκας. Το γλέντι κρατούσε μερόνυχτα και κάποιες φορές έκλεινε και η εβδομάδα συμπεριλαμβανομένου του διαστήματος ανανήψεως εκ της μέθης. Χρήστος Καλαράς (γιος του κάποτε δημάρχου Νικολάου Καλαρά), Κώστας Δήμας, (Σκλαβούνος), Μιχάλης Κορδώσης  (Μιχαλιός), Χρήστος Μερκούρης και Νικόλας Παναγής (Κολιός) ήταν τα μόνιμα μέλη της παρέας.

   Η φυσική αδυναμία στην όραση του Κολιού, είχε συντελέσει ώστε ν’ αναπτύξει την αίσθηση της αφής σε μεγάλο βαθμό, σε σύγκριση με έναν άνθρωπο φυσιολογικής όρασης. Τις θεοσκότεινες λοιπόν νύχτες ο Κολιός αποτελούσε τον οδηγό της μεθυσμένης κρασοαγέλης. Όταν οι άλλοι «δεν έβλεπαν τη μύτη τους» μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ο Κολιός μπορούσε ψηλαφώντας τους τοίχους  να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή ακριβώς το σημείο στο οποίο βρισκόταν. Έτσι λοιπόν τοίχο-τοίχο οδηγούσε τους μεθυσμένους συντρόφους με ασφάλεια κι έπαιρνε τη ρεβάνς από κείνους που τον αποκαλούσαν «στραβούλιακα».

   Αυτή η «τοίχο -τοίχο» μέθοδος καθορισμού της πορείας μέσα στη θεοσκότεινη νύχτα, έδωσε λίγο πριν τα Χριστούγεννα στους άλλους την ιδέα να κάνουν την «πλάκα» στο δύστυχο  Κολιό.

   Έφτασε η πρωτοχρονιά  και η παρέα είχε πάρει από νωρίς τους Βασίληδες αράδα. Πιες εδώ και πιες εκεί, κατέληξαν να είναι τύφλα, να κατουράνε τις μάντρες, να σκουντουφλάνε στις πέτρες και στα πεζούλια καθώς πήγαιναν «σε φάλαγγα κατ’ άνδρα» ακολουθώντας τον οδηγό τους τον Κολιό απ’ το ένα σπίτι στο άλλο. Τσαλαβουτώντας στις λακκούβες, βάδιζαν τρεκλίζοντας και τραγουδώντας   μέσα στο κρύο, το ψιλό χιονόβροχο και την καταχνιά.

   «Που είμαστε μωρέ Κολιό;» Ρώτησε ο Κώστας κάποια στιγμή τον οδηγό. Που να είμαστε; Να, αφήσαμε τα Σκουπαίικα και τώρα περνάμε απ’ την αυλόπορτα του Λυμπέριου (του Φίλιου), απάντησε εκείνος καθώς τα χέρια του ψηλαφούσαν το ξύλο της αυλόπορτας. Ήξερε καλά τον τόπο ο Κολιός. Ήξερε πως σε κάμποσες ακόμα πήχες  θα περνούσαν απ’ τον Κορδωσαίικο λινό που είχε στο δρόμο τη λακκούβα που έμπαινε το λεβέτι για το μούστο. Η λακκούβα εκείνη δεν είχε πάνω από έναν πήχη βάθος και τη σκέπαζαν αφού τέλειωναν οι μουστιές με καπάκι από χοντρά σανίδια. Εκείνο που δεν ήξερε ο Κολιός ήταν ότι από  βραδύς οι άλλοι της παρέας είχαν βαθύνει το λάκκο ένα μπόι και βάλε, τον είχαν γεμίσει με νερό και τον είχαν αφήσει ξεσκέπαστο. 

   Ένα αχ! Έβγαλε ο οδηγός καθώς ένιωσε να τον καταπίνει ο λάκκος. Βούλιαξε ολόκληρος στο βρωμόνερο μέχρι που έπιασε πάτο και λάχτισε γερά τη γη για ν’ ανέβει στην επιφάνεια καταπίνοντας και κάμποση λάσπη. Οι άλλοι κάγχαζαν διασκεδάζοντας με τη συμφορά του. Ο Κολιός βγήκε στην επιφάνεια, πήρε βαθειά ανάσα βήχοντας, προσπάθησε να πιαστεί απ’ το λασπωμένο στόμιο του λάκκου, μα τα χέρια του γλίστρησαν και ξαναβυθίστηκε αφήνοντας μπουρμπουλήθρες. Οι μεθυσμένοι άρχισαν ν’ αντιλαμβάνονται, πως ο άνθρωπος θα πνιγόταν και το αστείο θα κατέληγε σε συμφορά. Όμως το σκοτάδι δεν τους επέτρεψε να δουν το σύντροφό τους, όταν εκείνος αναδύθηκε για δεύτερη και ύστερα τρίτη και στερνή φορά. Τότε ο Χρήστος ο Καλλαράς  άρπαξε το Μιχαλιό απ’ τα πόδια κι εκείνος βούτηξε κατωκέφαλα μέχρι τη μέση του στο λάκκο κι άρπαξε τον Κολιό απ’ το σακάκι. Ο Μιχαλιός τραβούσε τον Κολιό, Ο Χρήστος το Μιχαλιό, και οι υπόλοιποι το Χρήστο. Έτσι κατάφεραν να βγάλουν τον έρμο Κολιό μισοπεθαμένο να τουρτουρίζει, να βήχει και να ξερνάει μπουστούρα. 

.............................

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

Η Μάχη της Κλένιας

    Η μάχη της Κλένιας ήταν μια από τις 7-8 μάχες που έγιναν κατά την εκστρατεία του Δράμαλη. Δεν είναι ευρέως γνωστή αν και συνέβαλε αποφασιστικά στην αποτυχία των Τούρκων να ελέγξουν τις διόδους προς το Ναύπλιο και τελικά την καταστροφή του Δράμαλη.Λίγες πηγές της Επανάστασης του 1821 την μνημονεύουν και υπάρχει διάσταση ως προς την ημερομηνία διεξαγωγής της. Πάντως τοποθετείται στο πρώτο 15νθήμερο του Αυγούστου 1822.
    Στην μάχη της Κλένιας αναφέρονται και οι συγγραφείς- ερευνητές Ξενοφών Ηλίας και Ζωή Ηλία στο βιβλίο τους “ Ο Τέως Δήμος Κλεωνών Κορινθίας” τομ.1 σελ. 118. Οι συγγραφείς παραθέτουν το πιστοποιητικό που έλαβαν και τα αριστεία, 81 στρατιώτες που συμμετείχαν στη μάχη από διάφορα χωριά της Πελοποννήσου.
    Ο συγχωριανός μας, Μιχαήλ Κορδώσης, διακεκριμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων έχει κάνει λεπτομερή έρευνα γύρω από τα γεγονότα της μάχης και η ιστορία έχει καταγραφεί στο βιβλίο του “Ιστορικογεωγραφικά” τομ. 8 σελ. 96-118 (Μεσαιωνική και Νεότερη Κλένα-Κλένια) και την οποία δημοσιεύουμε.


ΜΙΧΑΛΗΣ Σ. ΚΟΡΔΩΣΗΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ:

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΛΕΝΙΑΣ

Συμβολή στη μελέτη τής ιστορίας καί τοπογραφίας της περιοχής των στενών διαβάσεων τής Α. Κορινθίας

α) Εισαγωγικά

Κατά τή μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 τό χωριό Κλένια Κορινθίας κατέστη θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, δεδομένου οτι βρι­σκόταν κοντά στήν είσοδο τής Κλεισούρας του 'Αγιονορίου. ’Έτσι, άναφέρεται επανειλημμένα στις πηγές τής Επανάστασης, επ’ ευκαιρία τής εκστρατείας τοΰ Δράμαλη, ανάλογα μέ τις διάφορες φάσεις της και τήν εξέλιξη των γεγονότων.

Ευρισκόμενη ανάμεσα στην Κλεισούρα του Αγιονορίου και τα Δερβενάκια ήταν δυνατό από τα υψώματά της να παρακολουθεί κανείς τα διαδραματιζόμενα. Έτσι, ο Γερμανός Maximilian von Kotsh, πολύ έλαβε μέρος στην Επανάσταση, στο πλευρό των Ελλήνων, γράφει σχετκά με μια φάση της εκστρατείας, 1,5 περ. μήνα μετά την καταστροφή στα Δερβενάκια, όταν το Ναύπλιο επολιορκείτο στενά από τους Έλληνες  και οι τούρκοι προσπαθούσαν να το εφοδιάσουν από την Κόρινθο, μέσω των στενών.Τη νύχτα, αναφέρει, οι Τούρκοι έφθασαν στο χωριό Ομεράγα και το κατέλαβαν: «Τους είδαμε από τα ψηλώματα της Κλένιας έτοιμους να περάσουν το στενό. Εκεί όμως είχαν στήσει ενέδρα οι δικοί μας, κι όταν εισχώρησαν οι τούρκοι στη στενωπό τους υποδέχθηκαν με καταιγιστικά πυρά και φοβερές κραυγές. Οι εχθροί αποκλείσθηκαν και εξοντώθηκαν όλοι. Οι Έλληνες έκοψαν τα κεφάλια τους. Από τα άλογα πιάσαμε μόνο εξήντα. Τα υπόλοιπα σκοτώθηκαν, πληγώθηκαν ή σκόρπισαν.» Λόγω της θέσης της, κατά τις επιχειρήσεις, έδρεθε στη Κλένια ελληνική φρουρά, με σκοπό τον έλεγχο της βόρειας εξόδου της Κλεισούρας. Η θέση αυτή  είχε συνέπεις για τον ίδιο τον οικισμό. Όπως θα δούμε παρακάτω, Η Κλένια πρέπει να υπέστη καταστροφές από τη διπλή μάχη που έγινε λίγες μέρες μετά από εκείνη του Αγιονορίου, κατά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Δράμαλη να σπάσει τον ελληνικό κλοιό.

Τά σχετικά μέ τήν εκστρατεία του Δράμαλη καί τήν καταστροφή τής στρατειάς του στά Δερβενάκια καί τό Άγιονόρι είναι γνωστά. Ό Δράμαλης, μέ 30.000 περ. στρατό κατέλαβε τόν Άκροκόρινθο καί πέρασε στήν άργολική πεδιάδα, όπου ήρθε σέ δύσκολη θέση, κυρίως λόγω έλλειψης τροφών. Άπεφάσισε, έτσι, νά περάσει ξανά στήν Κόρινθο, για νά είναι ευκολότερος ό άνεφοδιασμός του, μέ αποτέλεσμα νά υποστεί τό πρώτο μεγάλο πλήγμα στά στενά τών Δερβενακίων, στίς 26 Ιουλίου 1822, άπό τούς Έλληνες, μέ επικεφαλής τόν Κολοκοτρώνη, καί δυο ήμέρες άργότερα, τό δεύτερο, μικρότερο πλήγμα, στήν Κλεισούρα του Άγιονορίου, άπό τό Νικηταρά καί άλλους οπλαρχηγούς. Ή Κλένια, ευρισκόμενη κοντά στήν έξοδο τής Κλεισούρας, άπό τό μέρος τής Κορίνθου, ήταν φυσικό νά μή μείνει έξω άπό τά γεγονότα1. Οί περιπέτει­ες του Δράμαλη καί του τμήματος εκείνου του στρατού, πού του είχε μείνει (ήταν ακόμη αρκετά μεγάλο) δέν τελείωσαν εδώ. Ό Κολοκοτρώνης φρόντισε νά φυλάει τις εισόδους όλων τών στενών, μέ σκοπό τήν πλήρη απομόνωση τών Τούρκων. Έτσι, στήν Κλένια, τοποθετούσε πά­ντοτε φρουρά (ορδή), μέ σκοπό νά φυλάνε τήν Κλεισούρα, όπως έκανε καί στόν ΄Αγιο Βασίλη, γιά τή φύλαξη τού Άγ. Σώστη, ώστε νά μήν περνάνε οί Τούρκοι προς βοήθεια τού πολιορκημένου Ναυπλίου2. Η θέση της Κλένιας πρέπει να παραλληλισθεί στην αρχαιότητα με εκείνη της Τενέας και τις πιθανές οχυρώσεις της αρχαίας πολης στους πρόποδες του βουνού Νυφίτσα, όχι πολύ μακριά από τον «προμαχώνα» της Π. Κλένιας, για τον οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω.

  1. Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, Διήγηση συμβάντων τής έλληνικής φυλής, έπιμ. Τ. Γριτσοπούλου. Αθήναι 1981. σ. 114: «Οί Τούρκοι έκίνησαν καί έτράβηξαν ίσια του Άγιονοριού τήν στράτα οί Πασάδες. Έπήγαν επάνω στήν προστοφυλακήν του Νικήτα· άρχινόντας ή 'μπροστοφυλακή τόν πόλεμο, έβγαινεν ό Νικήτας νά τούς ’πάγη μεντάτη, καί δέν ήμπόρεσαν νά βαστάξουν, άλλά έγύρισε όλο τό στράτευμα καί έπιασε τό χωριό (τό Άγιονόρι). Οί Τούρκοι έπήγαν στήν άκρη στό χωριό πολεμώντας τους. Οί Τούρκοι δεν είχαν σκοπόν νά πολεμήσουν τόν Νικήτα, άλλά είχαν σκοπό κατά τήν Κλένια νά άπεράσουν, καί καθώς έκίνησαν οί Τούρκοι νά πάνε κάτω. έκίνησε ό Νικήτας καί οί ντοπικοί καί αί γυναίκες ακόμα  τότε μάς έδωσαν είδηση εις τά Δερβενάκια (2 ώραις μα­κράν από τό Άγιονόρι τά Δερβενάκια). Έστειλα τόνΔημήτρη Κολοιόπουλον νά πιάση τήν Κλένια. όταν ακόυσα τόν πόλεμο, μέ 2.000. Ό Νικήτας τούς επεσε άπό κοντά καί. ώς τήν Κλένια πού τούς έπήγε. 500 έσκότωσε καί ενα Πασά. Άπαράτησαν τά καμήλιά τους. τά φορτώματά τους. Ό Κολοιόπουλος δέν έφθασε νά πιάση τήν Κλένια. Τό άσκέρι που ήταν στούς Μύλους βλέπωντας τούς Τούρκους πού έφυγαν, έκίνησαν άπό κο­ντά. πλήν δέν έκαμαν πόλεμο».

Ό Φωτάκος. στά ’Απομνημονεύματά του (Φ. Χρυσανθοπούλου (Φωτάκου). 'Απο­μνημονεύματα, περί τής Ελληνικής Έπαναστάσεως. Β ’ εκδ.. Άθήναι 1960. σ. 246). μάς παρέχει μιά ένδιαφέρουσα λεπτομέρεια, μετά τό τέλος τής μάχης στήν Κλεισούρα: «"Οτε έγίνετο ό πόλεμος εις τό Άγινόρι. τά στρατεύματα του Δερβενακίου δέν είχαν περί τούτου καμμίαν είδησιν. Άλλ’ έξαφνα άκούομεν βοήν τουφεκιών καί φωναίς άπό τά βουνά, δτι οί Τούρκοι έπέρασαν κατά τό Άγινόρι. Έτρεξαν εύθύς ό Πλαπούτας μέ τούς ίδικούς του. ό Γενναίος, ό Χριστόπουλος. ό Δεληγιάννης καί άλλοι εις τήν Κλένιαν. διά νά τούς έβγουν μπροστά, άλλά δέ τούς έπρόφθασαν, τούς έκυνήγησαν εως τό Χιλιομόδι. έσκότωσαν έξ αυτών 10 καί 2 δερβίσηδες έπίασαν ζωντανούς». Τέλος, ό Μ. Οικονόμου (Ιστορικά τής Ελληνικής παλιγγενεσίας ή ιερός τών Ελλήνων άγών (Βι- βλ. Τσουκαλά, Άθήναι), σ. 271-2). άναφέρεται μέ περισσότερες λεπτομέρειες στά μετά τή μάχη τού Άγιονορίου. τονίζοντας τή σπουδή τών Τούρκων «νά φθάσωσιν εις τό κατά τάς Κλεωνάς (εννοεί Κλένια) κάταντες πεδίον» καί τήν άγωνία τοΰ Κολοκοτρώνη νά τούς προλάβει στήν Κλένια. στέλνοντας τόν Κολιόπουλο. μέ τούς άνδρες του, στούς οποίους καί τόνισε δτι άν ήθελαν λάφυρα, μπορούσαν νά κυνηγήσουν τούς Τούρ­κους καί νά πάρουν.

2.    Βλ. π.χ.. Αναγνώστη Κοντάκη, Άπομνημονευματα (Βιβλιοθ. Τσουκαλά), σ. 54: «Μετά τήν μάχην ταύτην (Άγιονορίου) έδιορίσθη τό στράτευμα τής έπαρχίας μας καί έπίασε τήν Γκλένιαν. Άπό έκεΐ μετετέθη εις Δερβενάκι». Γενναίου Κολοκοτρώνη, 'Απο­μνημονεύματα. έκδ. Βιβλ. Τσουκαλά, σ. 78. Οικονόμου. Ιστορικά, σ. 273: «... Εις δέ Άγιο Σώστην, ’Αγιο Βασίλη καί Κλένια. έταξεν Άρκαδινούς καί Τσακώνους καί τούς περί τά μέρη ταύτα έγχωρίους Κορινθίους».

..........................

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

Η Μάχη του Αγιονορίου

   Φώτο : Γιώργος Δελής. 

 Φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821.Οι εορτασμοί γίνονται με μεγαλοπρέπεια σε όλη την Ελλάδα. Στην περιοχή μας έγιναν πολλές και σπουδαίες μάχες που σημάδεψαν την εξέλιξη του αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία. Η μάχη του Αγιονορίου ήταν μία από αυτές και έχουν γραφτεί αναλυτικά από τους πρωταγωνιστές και τους ιστορικούς τα διαδραματισθέντα. Εμείς κάνουμε μια περιληπτική περιγραφή των γεγονότων για να θυμηθούμε και να
προβάλουμε την ιστορία της περιοχής μας.
   Η μάχη του Αγιονορίου ακολούθησε την μάχη των Δερβενακίων. Διεξήχθη στις 27-28 Ιουλίου 1822. Στην Μάχη αυτή ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Νικηταράς και τα παλικάρια τους ολοκληρώνουν την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.
   Ο Κολοκοτρώνης σε συμβούλιο των Οπλαρχηγών στον Αϊ Γιώργη της Νεμέας, διέταξε τον Νικηταρά, τον Παπαφλέσσα, τον Παπανίκα, τον Χατζηγιαννάκη, τον Μορτζέλο κ.ά. να καταλάβουν την κλεισούρα του Αγιονορίου. Τον Παναγιώτη Γιατράκο και τον Δημήτρη Τσώκρη να φρουρήσουν την Κλεισούρα του Μπερμπατιού και τον Κολλιόπουλο με τον Πλαπούτα να φρουρήσουν τα Δερβενάκια. Αλλά η κλεισούρα του Μπερμπατιού έμεινε αφύλακτη γιατί εκείνοι που ορίστηκαν να την υπερασπιστούν, έφυγαν για τους Μύλους χωρίς να ειδοποιήσουν τον Κολοκοτρώνη.
    Ο Δράμαλης έμαθε ότι η χαράδρα του Μπερμπατιού ήταν αφύλακτη και αποφάσισε να περάσει από αυτήν για να βγει στην οδό του Αγιονορίου και από εκεί, μέσω της Κλένιας, να φτάσει στην Κόρινθο.
    Έτσι στις 27 προς 28 Ιουλίου 1822 με 14.000 στρατό πέρασε ανενόχλητος την κλεισούρα του Μπερμπατιού με κατεύθυνση προς το Αγιονόρι. Τα ξημερώματα της 28ης Ιουλίου μεταξύ των υψωμάτων “Ρουμάνια Θανάση” και “Μεγάλο Τραχώνι” όπου βρισκόταν το Στρατιωτικό σώμα των Κορινθίων με αρχηγό τον Καπετάν Γεωργάκη Χελιώτη κτύπησε πρώτος την εμπροσθοφυλακή του Δράμαλη .Ο Χελιώτης αφού αποσύρθηκε με το σώμα του, φρόντισε να ειδοποιήσει τον Νικηταρά ότι οι Τούρκοι πλησιάζουν.
    Στην αρχή ο Δράμαλης στράφηκε εναντίον του σώματος του Νικηταρά στον Άγιο Βασίλειο, το οποίο ήταν πιο απομονωμένο και άφησε μικρή δύναμη στον δρόμο του Αγιονορίου για να απασχολεί τους Φλεσσαίους. Οι άνδρες του Νικηταρά υπέστησαν απώλειες και άρχισαν να υποχωρούν προς το Στεφάνι, όπου όμως αντιστάθηκαν αποτελεσματικά, συνεπικουρούμενοι από το σώμα του Νικήτα Φλέσσα.
   Εκεί ήταν, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας, ο αδελφός του Νικήτας Δίκαιος (Φλέσσας), οι κάτοικοι της περιοχής με τον οπλαρχηγό τους Κοντογιάννη, ο Χατζηγιάννης, ο Μαρτεζος Δήμος Ζυγούρας με πολλούς Σοφικήτες, ο Δημήτρης Κριεζής με πέντε Υδραίους πυροβολητές, όπως επίσης και ο Δημήτρης Κυμορφόπουλος με λίγους Δερβενοχωρίτες.
   Ο Δράμαλης προσπάθησε να εμψυχώσει τους στρατιώτες του που λιποψυχούσαν .Οι δερβίσηδες έκαναν τις απαραίτητες δεήσεις στον Αλλάχ, αλλά τελικά οι Τούρκοι δείλιασαν, υπόκυψαν και αποδεκατίστηκαν.
   Έξι ώρες κράτησε η μάχη στο Αγιονόρι και στο πεδίο της μάχης μετρήθηκαν 1.200 νεκροί Τούρκοι. Όλα τα πολεμοφόδια έμειναν στον τόπο της μάχης.
   Φορτία ολόκληρα με κιβώτια γεμάτα χρήματα, τιμαλφή ανεκτίμητης αξίας, σκεύη πολύτιμα και πλούσιος ρουχισμός, βαρύτιμα όπλα έπεσαν στα χέρια των νικητών.200 Τούρκοι αιχμάλωτοι,36 Καμήλες, 800 Αραβικά άλογα, 1.200 μουλάρια φορτωμένα με όπλα, πολεμοφόδια και άλλες αποσκευές του εχθρού ήταν ακόμη μερικά από τα λάφυρα της μάχης.
    Οι απώλειες θα ήταν μεγαλύτερες αν οι Έλληνες συνέχιζαν να τους καταδιώκουν αλλά φαίνεται πως θαμπώθηκαν από τα πλούσια λάφυρα και σταμάτησαν. Μόνο ο Νικηταράς με λίγους άνδρες συνέχισε την καταδίωξη, βοηθούμενος από τις γυναίκες του Αγιονορίου οι οποίες πετούσαν πέτρες στους Τούρκους από ψηλά. Έτσι μεγάλος αριθμός των ηττημένων διέφυγε, στην Κορινθία, όπου και πάλι αποκλείστηκαν από τους Έλληνες. Μαζί κατόρθωσε να διαφύγει και ο Δράμαλης που πεζός χωρίς το τουρμπάνι του έφθασε στην Κόρινθο δοξάζοντας τον Αλλάχ που γλύτωσε. Στην Κόρινθο ο Δράμαλης σε άθλια κατάσταση πέθανε από την πίκρα στις 22 Οκτωβρίου 1822.
   Το σημαντικότερο όμως κέρδος του Ελληνικού θριάμβου ήταν το τσάκισμα του ηθικού φρονήματος των Τούρκων.
   Σήμερα δύο ανδριάντες του Νικηταρά θυμίζουν την νικηφόρα μάχη των ελλήνων. Ένας μεγαλόπρεπος στον λόφο ανατολικά του Χιλιομοδίου και ο άλλος-προτομή στην νότια είσοδο της Κλεισούρας στην διασταύρωση του δρόμου Αγιονορίου και Στεφανίου.
   Πολλά στοιχεία αναλυτικά για την μάχη του Αγιονορίου αναφέρονται και στον ιστότοπο του Μορφωτικού και Εκπολιτιστικού Συλλόγου Στεφανίου.  https://stephanion.gr/epanastasi.htm

   Σημερινή άποψη βόρειας εισόδου της Κλεισούρας από τον Ξερόκαμπο.  

                                          Έξοδος προς τον Ξερόκαμπο.
                                           Σημερινή άποψη νότιας εισόδου.
                    Στο μέσον περίπου. Η " Κοντοπορεία", παλιά λιθόστρωτος.
                    Ένας δρόμος...μια ρεματιά. Η καταστροφή προδιαγραμμένη.
                                              Το Κάστρο του Αγιονορίου.


Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

Θερισμός...Αλώνισμα.

Ο Θέρος ή το θέρισμα…

Γράφουν : Ντίνος Κορδώσης, Γιώργος Δελής.
Σύγχρονες φωτο: Γιώργος Δελής.

  Σε λίγες μέρες μπαίνει ο Ιούλιος, που ονομάζεται και Αλωνάρης ή Αλωνιστής αφού στον μήνα αυτό γίνεται το αλώνισμα των δημητριακών.

    «Θέρος, τρύγος πόλεμος!» λέει η παροιμία. Πραγματικά η εποχή του θερισμού των δημητριακών ήταν η κατ’ εξοχήν εποχή του μόχθου για τον αγρότη. Τούτος ο μόχθος κρατούσε αμείωτος τόσο τα προπολεμικά , όσο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Κλένια, τότε που στο χωριό η κόσα και το δρεπάνι ήταν τ’ αποκλειστικά εργαλεία του θερισμού. Και η μεν πρώτη δουλευόταν σχεδόν αποκλειστικά από άντρες για το θερισμό των ψυχανθών, (βίκος ,λαθούρια κ.τ.λ.) καθώς και για τον πρώιμο θερισμό των δημητριακών που προορίζονταν για ζωοτροφή (σανό) το δε δεύτερο από άντρες και γυναίκες, με τις τελευταίες να είναι λόγω ευκινησίας και χαμηλού κέντρου βάρους αποδοτικότερες. Η δουλειά άρχιζε με το πρώτο φως και τέλειωνε όταν τα τζιτζίκια σταματούσαν το μονότονο τραγούδι τους. Για ν’ αξιοποιούν το χρόνο μετάβασης και επιστροφής οι Κλενιάτες, κοιμόντουσαν στο χωράφι, όταν η απόσταση απ’ το χωριό ήταν σχετικά μεγάλη.

   Σε τούτο το μεγάλο πανηγύρι του πρώτου καλοκαιρινού μήνα συμμετείχαν όλοι. Ο παππούς στο σπίτι ολημερίς στη σκιά, έσιαχνε μαστορικά  τα δεματικά για το δέσιμο των χειρόβολων σε δεμάτια. Έπιανε με τα ροζιασμένα, κακοπαθημένα χέρια του μια χεράδα απ’ την πρώιμα θερισμένη σίκαλη, γέμιζε το στόμα του με  νερό και την ψέκαζε (την μπούχαγε)  για ν’ αποχτήσει ελαστικότητα ( για να λουρώσει) και να μην σπάει καθώς θα συνέστρεφε τις λεπτές καλαμιές, για να δώσει το επιθυμητό  σχήμα. Κάθε δεματικό  έπρεπε να είχε το σωστό μήκος και πάχος καθώς και  αρκετή  αντοχή για ν’ ανταποκριθεί στο σκοπό του. Έπρεπε μέχρι το βράδυ να έχει έτοιμο ένα πλήθος δεματικών που θα επαρκούσε για το δέσιμο του θερισμένου γεννήματος  της επόμενης ημέρας.

   Η κυρίως δύναμη κρούσεως όμως σ’ αυτό τον πόλεμο ήταν η γυναίκα. Η σκληροτράχηλη γυναίκα της εποχής εκείνης, η μικρομάνα, η σύζυγος , η νοικοκυρά. Δούλευε χωρίς ανάσα μ’ ένα δεκάλεπτο διακοπή για το μεσημεριανό γεύμα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κι είχε το νου της στο μπόμπιρα που κοιμόταν στην ιδιόμορφη κούνια του, στ’ αναποδογυρισμένο  σαμάρι του μουλαριού κάτω απ’ τη σκιά της γκορτσιάς. Η κατσικούλα που βοσκούσε πιο πέρα εξασφάλιζε την τροφή του μικρού, και το ταγάρι που κρεμόταν απ’ το κλαδί, περιείχε τη χθεσινοβραδυνή  μαγεριά, τις όψιμες αγκινάρες με τα κουκιά, αποτέλεσμα του χθεσινοβραδυνού υπερωριακού της μόχθου. Τ’ αριστερό της χέρι έπαιζε με την κόψη του  δρεπανιού της  ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Πιάσιμο στις όρθιες καλαμιές  , ξάπλωμα, κόψιμο και πάλι απ’ την αρχή. Πέντε έξι κοψίματα κι έτοιμο το χερόβολο, δέσιμο με δυο, τρεις καλαμιές και πάμε για το άλλο. Το δρεπάνι της, αστραπή,  δε χωράτευε. Έκοβε οχιά  και κείνη δεν προλάβαινε να δαγκώσει.  Σκυφτή με το μποξά (μεγάλο κεφαλομάντηλο για προστασία απ’ τ’ αγάνια και τον μπουχό) στο κεφάλι, γέμιζε τον έργο της (ζώνη του χωραφιού με πλάτος ενός περίπου μέτρου που δούλευε ένας θεριστής) χερόβολα .

   Τη συγκέντρωση των χερόβολων σε αρμαθιές έκαναν  συνήθως  άντρες. Η τοποθέτηση κάθε χερόβολου στην  αρμαθιά  γινόταν εναλλάξ, έτσι ώστε τα μισά χερόβολα να έχουν τα στάχια τους προς τη μια κατεύθυνση και τα υπόλοιπα μισά προς την άλλη. Έτσι μόνο μπορούσε να δεθεί σωστά η αρμαθιά και να γίνει δεμάτι, ώστε να μην διαλυθεί σε χερόβολα κατά τη μεταφορά. Το δέσιμο των δεματιών απαιτούσε τέχνη, αλλά και δύναμη και δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη χρήση του γόνατος. Τούτο καθιστούσε τους άντρες αναντικατάστατους σ’ αυτή τη δουλειά. Το δέσιμο μπορούσε να γίνει τη μέρα του θερισμού ή κάποια απ’ τις επόμενες ημέρες.

  Το ξεκίνημα γινόταν με τον θερισμό των κριθαριών που ωρίμαζαν πρώτα, ύστερα ακολουθούσε ο θερισμός του σιταριού, και στο τέλος της βρώμης.

   Σε πολλές περιπτώσεις ο θερισμός γινόταν με συνεργασία. Συνήθως συμπέθεροι  για κουμπάροι κολίγιαζαν αν και κατά την παροιμία:  «συμπεθέροι και κουμπάροι ένα χρόνο έχουν χάρη». Κάποιες φορές έπαιρναν μέρος και τα παιδιά. Φορτωμένος τη βαρέλα και με το κύπελο στο χέρι ο μικρός περνούσε και ξεδίψαγε τους πλανταγμένους θεριστάδες. Τότε έβγαινε όλο το χωράφι σε έναν έργο ακόμα και με τραγούδι, παρά την αποπνικτική ζέστη με τον ήλιο κατά κούτελα και την πύρα της αναμμένης καλαμιάς από κάτω. Κάποιες φορές τα παιδιά διέλαθαν την προσοχή των μεγάλων δοκιμάζοντας  να θερίσουν κι εκείνα. Το αποτέλεσμα ήταν συνήθως αίματα, κλάματα και ντράβαλα.

    Το σχετικά ορεινό έδαφος της Κλένιας δεν ευνοούσε τη χρήση των συνηθισμένων αγροτικών τροχοφόρων της εποχής όπως ήταν τα κάρα. Κάποιες φορές χρησιμοποιήθηκε  και κάποια  σούστα για τη μεταφορά, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχεδόν αποκλειστικά η μεταφορά των δεματιών γινόταν πάνω στα σαμάρια των ζώων. Ο μέσος νοικοκύρης στην Κλένια διέθετε «ένα ζευγάρι» δηλαδή δυο μεγάλα ζώα για το όργωμα, (άλογα ή μουλάρια) κι ένα γαϊδουράκι για όλες τις άλλες δουλειές. Για το σιτάρι που ήταν το βαρύτερο τα συνηθισμένα φορτώματα ήταν: Τέσσερα ή το πολύ έξη (αν ήταν μεγαλόσωμο) δεμάτια στο γαϊδουράκι κι από οκτώ σε κάθε μουλάρι ή άλογο. Το φόρτωμα των δεματιών ήθελε τέχνη. Αν τα δεμάτια δεν ήταν καλά δεμένα, ή ήταν κακοφορτωμένα, δεν έφταναν στ’ αλώνι σώα κι ο νοικοκύρης αναγκαζόταν να μαζεύει τα χερόβολα απ’ το δρόμο και να υποστεί τη φθορά του προϊόντος του. Συνήθως μέχρι το τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου του θεριστή όλα τα δεμάτια είχαν μεταφερθεί και είχαν τοποθετηθεί σε θημωνιές δίπλα στ’ αλώνια.

Το Αλώνισμα…

   Το αλώνι ήταν κυκλικός επίπεδος χώρος διαμέτρου 8-10 μέτρων. Συνήθως ήταν στρωμένο με πλάκες πέτρινες που εφάρμοζαν μεταξύ τους δημιουργώντας μία ομαλή επιφάνεια. Πολλά όμως ήταν και χωμάτινα φτιαγμένα με πηλόχωμα, που κάθε χρόνο τα συντηρούσαν οι χωριανοί  μετά τις χειμωνιάτικες ζημιές. Τα καθάριζαν από τα αγριόχορτα και επισκεύαζαν τυχόν ανωμαλίες στην επιφάνεια αφού, όπως γράφει σ’ ένα του ποίημα και ο Γεώργιος Δροσίνης: «Στ’ αλώνια καλοσάρωτα/και ξεχωρταριασμένα/θα ξαπλωθούν οι θημωνιές/ξανθόμαλλες πλεξίδες».   

    Προπολεμικά τα περισσότερα αλώνια βρίσκονταν μέσα στο χωριό. Επειδή όμως το λίχνισμα είχε μπουχό που έμπαινε μέσα στα σπίτια, αλλά και δεν ήταν πάντοτε σε θέσεις που ευνοούσαν το λίχνισμα λόγω περιορισμένων ρευμάτων αέρα, σιγά, σιγά τ’ αλώνια κατασκευάστηκαν στις παρυφές του χωριού και όπου οι συνθήκες ήταν πιο κατάλληλες.

   Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η κατασκευή αλωνιών κατά μήκος και γύρω απ’  τη γραμμή που ενώνει  την τοποθεσία  “Ποταμάκια” με τους πρόποδες του υψώματος του άγιου Παντελεήμονα, όπου ήταν πάρα πολλά αλώνια, όπως  τα Μαυραγανέικα (Μπερτσιοκέικα) , τα Μαμαλεέικα , Μπαλείκα και Μπακλωρέικα, πιο πάνω τα Κορδωσαίικα (Μιχαλεείκα), ύστερα Τα Κολοκοτρωναίικα, Τα Μακαρουναίικα, και τέλος τα Τσιρτσαίικα. Στην περιοχή πνέει σχεδόν μόνιμα το βοριαδάκι την ημέρα, αλλά έχει και το κατάι της ρεματιάς στ’ ανατολικά του Άγιου Παντελεήμονα που πνέει τη νύχτα.

   Τέλος Ιουνίου με Ιούλιο άρχιζε το αλώνισμα. Ξεκινούσε συνήθως με το κριθάρι αν δεν υπήρχαν βίκος ή λαθούρια.  Συνήθως από την προηγούμενη μέρα άρχιζε η μεταφορά των δεματιών από τη θημωνιά  στο αλώνι. Η τοποθέτηση ξεκινούσε απ’ το κέντρο ελικοειδώς μέχρι να τοποθετηθεί και το τελευταίο δεμάτι. Ο μεταφορέας του δεματιού, καθώς τοποθετούσε το δεμάτι όρθιο στ’ αλώνι, έλυνε το δεματικό και το πετούσε έξω απ’ τ’αλώνι σε σημείο συγκέντρωσης. Τα δεματικά δεν ήταν επαναχρησιμοποιήσιμα για δέσιμο δεματιών. Τα χρησιμοποιούσαν για επουσιωδέστερα δεσίματα.

   Η επόμενη φάση ήταν το άπλωμα. Ένας, ή δυο άντρες με δικριάνια ξεκινώντας απ’ έξω, ξάπλωναν τα χερόβολα στ’ αλώνι κινούμενοι πάλι ελικοειδώς  μέχρι να φτάσουν στο τελευταίο κεντρικό δεμάτι και σε ύψος περισσότερο από μισό μέτρο. Τώρα όλα ήταν έτοιμα για να μπουν τα ζωντανά στ’ αλώνι. Παλιότερα στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε ένας κατακόρυφος μεγάλος πάσσαλος καλά στερεωμένος κατακόρυφα και κει πάνω έδεναν το σχοινί  με το οποίο ήταν ζεμένα παράλληλα μεταξύ τους τρία, τέσσερα ή και περισσότερα ζώα που άρχιζαν να κινούνται αδιάκοπα κυκλικά και να ποδοπατούν τα στάχυα. Κάποια στιγμή τα γύριζαν, αλλάζοντας έτσι και τη φορά περιστροφής, ώστε εκείνο που ήταν εξωτερικά να βρεθεί κοντά στο κέντρο. Αργότερα αφαιρέθηκε ο πάσσαλος και το σχοινί κρατούσε ένα άτομο  που συντόνιζε και την κίνηση των ζώων. Το αλώνισμα του κριθαριού αλλά και τις βρώμης γινόταν με χωρίς ντουγένια. Αρκούσαν οι οπλές των ζώων για να θρυμματίσουν τα εύθρυπτα στάχια .  Με το που απλωνόταν το προϊόν στο αλώνι το ονόμαζαν «το λιώμα» .Κατά το αλώνισμα του κριθαριού και της βρώμης τα άχυρα αφαιρούνταν σταδιακά σε «χέρια» και ήταν χοντροκομμένα. Αυτό το χοντροκομμένο άχυρο οι Κλενιάτες ονόμαζαν «σάλμη» και το συγκέντρωναν   σε σωρούς  δίπλα στ’ αλώνι. Κάποια στιγμή γινόταν το γύρισμα του λιώματος. Το γύρισμα γινόταν με δικριάνια ή και ξύλινα δικρανοειδή εργαλεία (καρπολόγια). Αφού αφαιρούνταν η μεγαλύτερη ποσότητα αχύρου, απόμενε ένα ποσοστό ψιλοκομένου αχύρου μαζί με τον μπουχό και τον καρπό. Αυτό  το «λιώμα» που απόμενε το μάζευαν σε μακρόστενο σωρό κατά διάμετρο του αλωνιού με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση και το ονόμαζαν «λαμνί» .

    Στο αλώνισμα του σιταριού η διαδικασία περιελάμβανε  και τη χρήση του ντουγενιού (ροκάνας). Ήταν ένα είδος ελκήθρου διαστάσεων περίπου 50χ120 εκατοστών με το ένα μέρος (μπροστινό)  καμπυλωμένο κι ελαφρώς  ανασηκωμένο. Ήταν κατασκευασμένο από λαμαρίνα. Στην πάνω παρειά είχε περιμετρικά ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο μέσα στο οποίο στεκόταν όρθιος ο αναβάτης με τα πόδια του σε διάσταση για ευστάθεια, ενώ στην κάτω παρειά είχε καθέτως προεξέχοντα λαμάκια μήκους 10-15 εκατοστών, πάχους 2 - 3 χιλιοστών  και ύψους 2 - 3 εκατοστών. Το βάρος της κατασκευής μαζί με του αναβάτη συντελούσαν  στον εύκολο θρυμματισμό  των σταχυών. Το κάθε ντουγένι έσερναν ένα ή δυο ζώα και συνήθως δούλευαν  2 και 3 ντουγένια σε κάθε αλώνι. Τούτα τα ντουγένια ήταν η χαρά των παιδιών. Δεν ήθελαν να κατέβουν απ’ αυτά.

   Στη συνέχεια άρχιζε το λίχνισμα. Τίναζαν τα αλωνισμένα άχυρα ψηλά και με τον αέρα ξεχώριζε το άχυρο από τον καρπό. Αρχικά με τα καρπολόγια και στη συνέχεια , καθώς το «λαμνί» μίκραινε σε διαστάσεις εμπλουτιζόμενο σε καρπό, χρησιμοποιούνταν ξύλινα φτυάρια . Αν φυσούσε αεράκι, το «λαμνί» εμπλουτιζόταν γρήγορα σε καρπό. Τα χοντρά σκύβαλα που δεν μπορούσε ν’ απομακρύνει ο αέρας τ’ απομάκρυνε κάποιος απ’ το «λαμνί» σαρώνοντας απαλά την επικλινή επιφάνειά του με την ντορβάτα ( αυτοσχέδιο σάρωμα από αγκαθωτό θάμνο). Τη διαδικασία αυτή την ονόμαζαν «απόπαρμα». Η διαδικασία ήταν πολύωρη και πολυήμερη εξαρτώμενη από την ένταση του αέρα. Σε περιπτώσεις άπνοιας η διαδικασία τραβούσε σε μάκρος, αφού μόνο τη νύχτα με το κατάι μπορούσε να προχωρήσει λίγο η δουλειά. Προς το τέλος χρησιμοποιούσαν τα «δρυμόνια» (μεγάλα κόσκινα με μεγάλες τρύπες) που συγκρατούσαν τα άχυρα και κουβάδες με τους οποίους έριχναν  από ψηλά το καρπό και ο αέρας παρέσυρε τον μπουχό και τα ψιλά άχυρα. Τελικά γινόταν το κοσκίνισμα και ο καρπός  καθαρός πλέον έμπαινε στα σακιά για να μεταφερθεί προς αποθήκευση στο αμπάρι του νοικοκύρη. Η «σάλμη» που ήταν ιδανική και για πλήρωση υπνοστρωμάτων ή μαξιλαριών, συνήθως απλώνοντας στο τέλος της διαδικασίας αλωνίσματος στο αλώνι και αλωνιζόταν ξανά με ντουγένι (ροκάνα) για να χρησιμοποιηθεί για τροφή των ζώων του νοικοκυριού.  Το τελικό άχυρο ψιλοκομμένο μεταφερόταν με τα χαράρια (μεγάλα πάνινα σακιά ) στον «μπλέχτη» (αχυρώνα) του νοικοκύρη.

   Το μεσημέρι σταματούσε η δουλειά να πάνε τα ζωντανά για πότισμα. Ένας απ’ τους  τόπους που συναντιόντουσαν πολλοί δουλευτάδες των αλωνιών στο πότισμα ήταν το «Πηγαδάκι». Εκεί είχαν την ευκαιρία να κουβεντιάσουν και ν’ αστειευτούν για να ξεδώσουν λίγο απ’ την έγνοια της δουλειάς. Το απόγευμα πάλι στη δουλειά. Δεν εξελίσσονταν βέβαια πάντα όλα ομαλά. Υπήρχαν και περιπτώσεις που αφήνιαζαν τα ζωντανά (κυρίως τα μουλάρια) και μπορούσαν να σε φτάσουν στο βουνό. Το σιτάρι είχε περισσότερη δουλειά απ’ το κριθάρι. Ήθελε τουλάχιστον δυο γυρίσματα και καλύτερο καθάρισμα από άχυρα και σκύβαλα. Το άχυρο όμως που έβγαινε από το αλώνισμα του σιταριού δεν χρειαζόταν περαιτέρω επεξαργασία. Η συνήθης ευχή των χωριανών ήταν: «Καλά μπερκέτια! Χίλια κουβέλια!» Κάποιος μάλιστα κατά λάθος είπε «χίλια καρβέλια» κι ο νοικοκύρης θύμωσε, αλλά στη συνέχεια κατάλαβε πως η ευχή ήταν πολύ καλή, αφού με χίλια καρβέλια η φαμελιά του θα μπορούσε να εξασφαλίσει το ψωμί για σχεδόν τρία χρόνια.

   Στην πορεία του χρόνου με την εμφάνιση των αλωνιστικών μηχανών, στην δεκαετία του 60 το αλώνισμα περιορίστηκε  μόνο στα ψυχανθή φυτά και όταν έπαψαν και αυτά να καλλιεργούνται, το αλώνισμα στα αλώνια εγκαταλείφθηκε και αλώνια με τα χρόνια καταστράφηκαν. Έτσι στο χωριό υπάρχουν ελάχιστα σημεία-απομεινάρια αυτών των χώρων και μόνο οι ηλικιωμένοι συγχωριανοί μας θυμούνται την θέση τους.

 Οι Αλωνιστικές μηχανές…

   Όταν εμφανίστηκαν οι αλωνιστικές μηχανές τα δεμάτια των δημητριακών μεταφέρονταν και τότε με τα ζώα  σε δύο χώρους πέριξ του χωριού εκτάσεως γηπέδου ποδοσφαίρου περίπου και τα στοίβαζαν σε θημωνιές. Ο ένας  χώρος ήταν δυτικά του χωριού πριν από το «Αλμπάνη» και νότια από το σημείο που είναι σήμερα το ελαιοτριβείο του συνεταιρισμού, ενώ ο άλλος χώρος ήταν βορειοδυτικά του Δημοτικού Σχολείου στο «Βραχιά». Κατά καιρούς δημιουργείτο και ένας τρίτος χώρος κάτω από το «Βορό».Στα σημεία αυτά ερχόταν ρυμουλκούμενη από το τρακτέρ η αλωνιστική μηχανή και εγκαθίστατο στο κέντρο των θημωνιών . Μετά  την εγκατάσταση και σταθεροποίησή της συνδεόταν μέσω τροχαλίας και  με ιμάντα με το τρακτέρ από όπου έπαιρνε κίνηση και άρχιζε η λειτουργία της. Μετέφεραν τα δεμάτια με τα χέρια στο αναβατόριο και από εκεί αφού ανέβαιναν στο πάνω μέρος της αλωνιστικής δύο συνήθως εργάτες έκοβαν τα δεματικά. Μετά από μια θυρίδα έπεφταν μέσα στην αλωνιστική μηχανή όπου και άρχιζε  η επεξεργασία. Στη   μία πλευρά της μηχανής έβγαινε και έπεφτε ο καρπός μέσα στα σακιά που ήταν δεμένα στις αντίστοιχες εξόδους. Στην άλλη πλευρά έβγαιναν τα άχυρα συμπιεσμένα σε μπάλες, που τις έδεναν με σύρματα οι εργάτες . Μία θέση κουραστική και ανθυγιεινή μέσα στην σκόνη με αυτοσχέδιες μάσκες. Οι μεταφορές όλες με τα ζώα.

...........................

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Κλενιάτικες Ιστορίες :Το Σαντούρι.

 

Γράφουν : Γιώργος & Τέλης Δελής.

  Ο Μανωλάκης ήπιε τον καφέ του και ξανάπιασε την φλογέρα του. Εδώ και μήνες πάλευε να μάθει να παίζει κάτι τραγούδια που άκουγε να παίζουν οι φίλοι του στις κομπανίες του χωριού. Ραδιόφωνο δεν υπήρχε. Ότι έπιανε τ’ αυτί του. Την φλογέρα την είχε φτιάξει μόνος του από ένα χοντρό καλάμι. Τότε οι φλογέρες ήταν αυτοσχέδιες δεν υπήρχαν βιομηχανοποιημένες όπως δεν υπήρχαν και λεφτά για να αγοράσεις αν έβρισκες. Το παίξιμο όμως αποδείχθηκε κομμάτι δύσκολο. Θέλει ευλυγισία στα δάχτυλα σε συνδυασμό με ένα ελαφρό τεχνικό φύσημα. Θέλει ρύθμιση της αναπνοής και φυσικά μουσικό αυτί. Πολλά χαρακτηριστικά μαζεμένα και ο Μανωλάκης δεν είχε τέτοιες δυνατότητες. Μπορεί να μην είχε και ταλέντο. Είδε και απόειδε και στο τέλος τα παράτησε. “Θα ασχοληθώ  με άλλο όργανο” κατέληξε “πιο εύκολο, ας πούμε νταβούλι”. Δεν τον ενθουσίασε και πολύ. Στο χωριό σκέφτηκε οι συνομήλικοί του και λίγο μεγαλύτεροι έπαιζαν κλαρίνο, βιολί, κιθάρα, λαούτο. Πιο «μουσικά» όργανα. Δύσκολα όργανα όμως όλα. Ξαφνικά το μυαλό του πήρε στροφές, φωτίστηκε. Ο Μήτσος ο Δελής παίζει σαντούρι. “Απλό είναι” σκέφτηκε. “Το βάζεις κάτω το κουρδίζεις και με δύο ξυλαράκια το βαράς και παίζεις χίλια δυό  πράγματα. Ούτε φύσημα, ούτε αναπνοές, ούτε δάχτυλα. Περίπου λεύτερος να συμμετέχεις και στο γλέντι. Τραγουδάς, φωνάζεις κάνεις κέφι και τους βάζεις στο χορό. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το όργανο πρέπει να το αγοράσεις και πού λεφτά. Μεροδούλι μεροφάι. “Ωραία τα όνειρα” σκέφτηκε και βάλθηκε πάλι να δει τι θα γίνει με τη φλογέρα.
    Ο Μήτσος ο Δελής χαρούμενος άνοιξε με προσοχή τη θήκη. Ένα όμορφο ολοκαίνουργο σαντούρι φάνηκε. Μοσχοβόλαγε φρεσκάδα. Η επένδυση από σφενδάμι γυάλιζε, όπως και το μάτι του από τη χαρά. Το αναμενόμενο όργανο που το περίμενε πάνω από ένα μήνα είχε φτάσει εκείνη την ημέρα με το μοναδικό όχημα με του χωριού. Ένα λεωφορείο της κακιάς ώρας που πηγαινοέφερνε τους Κλενιάτες μια-δυό φορές την εβδομάδα μέχρι την Κόρινθο.
    Είχε μπει ο Οκτώβρης. Φέτος η χρονιά πήγε καλά. Από το Πάσχα και μετά, πολλά τα πανηγύρια και τα γλέντια. Όχι μόνο στην Κλένια αλλά και στα γύρω χωριά. Δεν έλειψαν βέβαια οι γάμοι και τα βαφτίσια. Σε μόνιμη κομπανία ο Μήτσος δεν ήταν. Ποτέ με τον έναν πότε με τον άλλον. Ένας έπαιζε κλαρίνο άλλος βιολί άλλος κιθάρα, λαούτο πίπιζα, νταούλι. Απ’ όλα είχε το χωριό. Αυτός με το σαντούρι του ήταν μοναδικός. Κόλλαγε σε όλους. Άλωστε φιλαράκια ήσαν. Έτσι διασκέδαζαν  τον κόσμο και έβγαινε και το κάτι τις από τις
παραγγελιές.
    Το σαντούρι του όμως είχε παλιώσει. Η θήκη του χτυπημένη σε πολλές μεριές από τη μεταφορά του στους γάμους και τα πανηγύρια με τα γαϊδουρομούλαρα, δεν το προστάτευε και πολύ. Κάθε τρεις και λίγο ακόμα και πάνω στο γλέντι έπρεπε να το χορδίζει. Έτσι φέτος που μάζεψε κάτι φράγκα πάρα πάνω παράγγειλε καινούριο σαντούρι. Και να τώρα πώς το καμαρώνει και το χαϊδεύει με το βλέμμα του. Σκεφτόταν ικανοποιημένος  τα νέα γλέντια και την έκπληξη που θα είχαν οι συμπαίκτες του βλέποντας το καινούργιο όργανο.
    Έκανε μία γύρα βρήκε το Θύμιο τον Κορδώση με το βιολί, τον Βασίλη τον Κορδώση που έπαιζε λαούτο τον Γιάννη τον Μερκούρη  με το κλαρίνο και το βράδυ κανόνισαν να πιούνε ένα ποτήρι  μαζί με τα φιλαράκια τους στο καπηλειό του Σκούρτη παίζοντας κανα κομμάτι για να ρυθμίσουν τα όργανα. Έτσι βράδυ μετά από μερικά ποτήρια το γλέντι άναψε και το τραγούδι ακούστηκε στην γειτονιά.

Πέρασε και ο Μανωλάκης που άκουσε το ντράβαλο. Φίλος και αυτός από παλιά πήγε να πιει και να γλεντήσει γιατί αρκετά τράβαγε με το μεροκάματο και τα πρόβατα. Μπαίνοντας το μάτι του έπεσε στο καινούργιο σαντούρι.Κατέβασε μονορούφι  το πρώτο ποτήρι και διπλάρωσε τον Μήτσο.

   ”Ρε Μήτσο πού το βρήκες αυτό το καινούργιο πράγμα;” τον ρώτησε.

   “Ας είναι καλά τα γλέντια και οι  συμπατριώτες” του απάντησε  ο Μήτσος και του έκλεισε το μάτι. “Βγάλαμε κάτι παραπάνω και κάναμε τις αγορές μας”.

Και το παλιό τι το κάνες;”

Τόβαλα στην μπάντα, τι να το κάνω, τάφαγε τα ψωμιά του άστο να ξεκουραστεί”.

 ΄Αστραψε το μυαλό του Μανωλάκη, φούντωσε ο καημός. ”Δεν το δίνεις σε μένα ρε βλάμη να μάθω ένα όργανο της προκοπής” και μες στο κέφι “ Έλα πάρτο” του αποκρίθηκε ο Μήτσος. Το γλέντι άναψε πλέον για τα καλά.

   Την άλλη μέρα δεν πρόλαβε να ανέβει ο ήλιος  και ο Μανωλάκης καλημέριζε  το Μήτσο και έπαιρνε αγκαλιά το παλιό σαντούρι.

Να σου δείξω λίγο πώς ξεκινάμε” προθυμοποιήθηκε ο Μήτσος,

 “Άστο” τ’αποκρίθηκε ο Μανωλάκης, “Ξέρω γω έχω και αφτί”.

   Πέρασε ο Οκτώβρης πέρασε και ο Νοέμβρης. Οι χωριανοί  μάζεψαν τις δουλειές γιατί ο χειμώνας ερχόταν. Τα γλέντια λίγα. Όλοι ετοιμαζόντουσαν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και το νέο έτος. Ο Μανωλάκη είχε χαθεί από την πιάτσα. Ένα βράδυ παραμονές Χριστουγέννων μαζεύτηκαν οι “μουσικοί” του χωριού στο καφενείο να κανονίσουν τη διασκέδασή τους στις γιορτές. Νάσου και ο Μανωλάκης. Έσκασε μύτη στις παρέες.

   “Έλα ρε!!! πού χάθηκες” τον πήρε αγκαζέ ο Μήτσος “Πώς πάει το σαντούρι τόσο καιρό, να δούμε τι τραγούδια έμαθες;”

   Ο Μανωλάκης τσιτώθηκε. “Φτιάνει κάτι ελιές” του απάντησε “διαβολοελιές άλλο πράμα” και όλοι έμειναν κάγκελο.

   O Μανωλάκης αφού παιδεύτηκε λίγο καιρό να στρώσει κανα τραγούδι με το σαντούρι απογοητεύτηκε. Και αυτό το όργανο ήταν δύσκολο. Έτσι με το μάζεμα των ελιών σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει διαφορετικά. Και το γέμισε ελιές θρούμπες. Όπως οι άλλοι γέμιζαν τα τομάρια των γιδιών και τα πιθάρια με ελιές αλατισμένες για να ωριμάσουν και να γίνουν φαγώσιμες  αυτός γέμισε το σαντούρι. Το αποτέλεσμα της ωρίμανσης των ελιών το είπε με καημό στους φίλους του.

   Η ιστορία βασίστηκε στην διήγηση του πατρός μας Βασιλείου Δελή αδελφού του Δημητρίου (Μήτσου)Δελή (1916-2009). Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το 1944 χειροτονήθηκε ιερέας και πούλησε το σαντούρι και ένα άλογο με το κάρο για να αγοράσει με τα χρήματα τα άμφια. Διορίστηκε κατ΄αρχάς για μικρό διάστημα στον Μαψό και μετά μόνιμα στον Άγιο Βασίλειο μέχρι την κοίμησή του.

Eιδήσεις

Όλη η επικαιρότητα στο palo.gr


Ειδήσεις περιφέρειας...