Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης,
Τα δραματικά χρόνια της επανάστασης του 1821 ακολούθησαν τα σκληρά μεταεπαναστατικά χρόνια. Ακόμα και οι πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ήταν για την Ελλάδα και τους Έλληνες χρόνια πολέμων, δοκιμασιών και σκληρής ζωής. Η επιβίωση ήταν δύσκολη, λιγοστά τα αγαθά, και η θνησιμότητα μεγάλη. Τούτες οι συνθήκες έκαναν τους Έλληνες σκληρούς με τον εαυτό τους και το συνάνθρωπο. Διασκέδαζαν με χορούς και τραγούδια στους γάμους και στα πανηγύρια, διασκέδαζαν όμως και με φάρσες. Φάρσες που πολλές φορές είχαν μεγάλο κόστος για το θύμα τους. Τα φοβερά αυτά αστεία δεν ήταν καθόλου σπάνιο να είχαν σαν θύμα τους ανθρώπους με κάποιο φυσικό ελάττωμα. Τέτοιοι ήταν συνήθως εκείνοι που οι άλλοι τους θεωρούσαν μειωμένης νοημοσύνης, αλλά και άνθρωποι που είχαν κάποια άλλου είδους αναπηρία. Σήμερα φαίνεται απάνθρωπο να λοιδορείς έναν ανάπηρο. Τότε όμως ήταν κάτι συνηθισμένο, μπροστά απ’ το βαφτιστικό ενός αναπήρου να προτάσσεται σαν πρώτο συνθετικό η αναπηρία του (Κουτσοτάσης, Στραβογιαννιά, Κουφοπαναναής) . Ο Έλληνας της εποχής εκείνης ποτέ δεν θα σκέπτονταν να μην πληγώσει τον συνάνθρωπό του, θυμίζοντάς του την αναπηρία του, ή ακόμα διασκεδάζοντας μ’ αυτήν. Πολύ περισσότερο όταν βρισκόταν σε κατάσταση μέθης και στην Κλένια την εποχή που ακολούθησε το τέλος των βαλκανικών πολέμων και ύστερα της Μικρασιατικής εκστρατείας, οι παρέες ανθρώπων που έπιναν και βρίσκονταν σε τέτοια κατάσταση για συνεχή μερόνυχτα δεν ήταν λίγες. Σε μια απ’ αυτές τις παρέες ανήκε κι ο Νικόλας Παναγής ή «Κολιός» που είναι και ο ήρωας της επόμενης ιστορίας που βασίστηκε σε διήγηση του Μιχαήλ Στεφάνου Κορδώση (Μιχαλιού) στον γράφοντα εγγονό τουΟ Κολιός γεννήθηκε μ’ ελαττωματική όραση. Άργησε βέβαια να το αντιληφθεί, όμως ποτέ δεν παραδέχτηκε τη μερική έστω αναπηρία του. Τούτο έκανε τους άλλους της κρασοπαρέας να οργίζονται μαζί του και τις σβερκιές να πέφτουν βροχή όταν πηγαίνοντας να ρίξει κρασί απ’ τη μπουκάλα στις κούπες έχυνε το μισό στο τραπέζι. «Σου ’παμε ρε στραβούλιακα να μη βάζεις εσύ κρασί!» Ήταν η συνηθισμένη ατάκα που άκουγε τότε. «Εγώ φταίω ή εσείς που δεν πίνετε και είναι οι κούπες σας γεμάτες;» δικαιολογιόταν εκείνος.
Η κρασοπαρέα κόμπαζε πως δεν υπήρχε βαγένι στο χωριό που να μην το είχε δοκιμάσει. Είχαν γίνει ειδήμονες στην ποιότητα του κρασιού. Ξέρανε ποια απ’ τα βαγένια στο χωριό είχαν το καλύτερο κρασί και σε ποια είχε αρχίσει να « παίρνει βάγια» ή να γίνεται «Γιάννης». Οι τελευταίες ήταν οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν να δηλώσουν ότι το κρασί είχε αρχίσει να ξιδιάζει. Οι κρασοσυνάξεις το χειμώνα γίνονταν στα σπίτια των οποίων το κρασί που είχαν τα βαγένια τους συγκαταλέγονταν στα καλύτερα του χωριού, αλλά το καλοκαίρι τα κυρίως στέκια τους ήταν της Παναγιάς τ’ αλώνι και η νερομάνα της Πλάκας. Το γλέντι κρατούσε μερόνυχτα και κάποιες φορές έκλεινε και η εβδομάδα συμπεριλαμβανομένου του διαστήματος ανανήψεως εκ της μέθης. Χρήστος Καλαράς (γιος του κάποτε δημάρχου Νικολάου Καλαρά), Κώστας Δήμας, (Σκλαβούνος), Μιχάλης Κορδώσης (Μιχαλιός), Χρήστος Μερκούρης και Νικόλας Παναγής (Κολιός) ήταν τα μόνιμα μέλη της παρέας.
Η φυσική αδυναμία στην όραση του Κολιού, είχε συντελέσει ώστε ν’ αναπτύξει την αίσθηση της αφής σε μεγάλο βαθμό, σε σύγκριση με έναν άνθρωπο φυσιολογικής όρασης. Τις θεοσκότεινες λοιπόν νύχτες ο Κολιός αποτελούσε τον οδηγό της μεθυσμένης κρασοαγέλης. Όταν οι άλλοι «δεν έβλεπαν τη μύτη τους» μέσα στο πηχτό σκοτάδι, ο Κολιός μπορούσε ψηλαφώντας τους τοίχους να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή ακριβώς το σημείο στο οποίο βρισκόταν. Έτσι λοιπόν τοίχο-τοίχο οδηγούσε τους μεθυσμένους συντρόφους με ασφάλεια κι έπαιρνε τη ρεβάνς από κείνους που τον αποκαλούσαν «στραβούλιακα».
Αυτή η «τοίχο -τοίχο» μέθοδος καθορισμού της πορείας μέσα στη θεοσκότεινη νύχτα, έδωσε λίγο πριν τα Χριστούγεννα στους άλλους την ιδέα να κάνουν την «πλάκα» στο δύστυχο Κολιό.
Έφτασε η πρωτοχρονιά και η παρέα είχε πάρει από νωρίς τους Βασίληδες αράδα. Πιες εδώ και πιες εκεί, κατέληξαν να είναι τύφλα, να κατουράνε τις μάντρες, να σκουντουφλάνε στις πέτρες και στα πεζούλια καθώς πήγαιναν «σε φάλαγγα κατ’ άνδρα» ακολουθώντας τον οδηγό τους τον Κολιό απ’ το ένα σπίτι στο άλλο. Τσαλαβουτώντας στις λακκούβες, βάδιζαν τρεκλίζοντας και τραγουδώντας μέσα στο κρύο, το ψιλό χιονόβροχο και την καταχνιά.
«Που είμαστε μωρέ Κολιό;» Ρώτησε ο Κώστας κάποια στιγμή τον οδηγό. Που να είμαστε; Να, αφήσαμε τα Σκουπαίικα και τώρα περνάμε απ’ την αυλόπορτα του Λυμπέριου (του Φίλιου), απάντησε εκείνος καθώς τα χέρια του ψηλαφούσαν το ξύλο της αυλόπορτας. Ήξερε καλά τον τόπο ο Κολιός. Ήξερε πως σε κάμποσες ακόμα πήχες θα περνούσαν απ’ τον Κορδωσαίικο λινό που είχε στο δρόμο τη λακκούβα που έμπαινε το λεβέτι για το μούστο. Η λακκούβα εκείνη δεν είχε πάνω από έναν πήχη βάθος και τη σκέπαζαν αφού τέλειωναν οι μουστιές με καπάκι από χοντρά σανίδια. Εκείνο που δεν ήξερε ο Κολιός ήταν ότι από βραδύς οι άλλοι της παρέας είχαν βαθύνει το λάκκο ένα μπόι και βάλε, τον είχαν γεμίσει με νερό και τον είχαν αφήσει ξεσκέπαστο.
Ένα αχ! Έβγαλε ο οδηγός καθώς ένιωσε να τον καταπίνει ο λάκκος. Βούλιαξε ολόκληρος στο βρωμόνερο μέχρι που έπιασε πάτο και λάχτισε γερά τη γη για ν’ ανέβει στην επιφάνεια καταπίνοντας και κάμποση λάσπη. Οι άλλοι κάγχαζαν διασκεδάζοντας με τη συμφορά του. Ο Κολιός βγήκε στην επιφάνεια, πήρε βαθειά ανάσα βήχοντας, προσπάθησε να πιαστεί απ’ το λασπωμένο στόμιο του λάκκου, μα τα χέρια του γλίστρησαν και ξαναβυθίστηκε αφήνοντας μπουρμπουλήθρες. Οι μεθυσμένοι άρχισαν ν’ αντιλαμβάνονται, πως ο άνθρωπος θα πνιγόταν και το αστείο θα κατέληγε σε συμφορά. Όμως το σκοτάδι δεν τους επέτρεψε να δουν το σύντροφό τους, όταν εκείνος αναδύθηκε για δεύτερη και ύστερα τρίτη και στερνή φορά. Τότε ο Χρήστος ο Καλλαράς άρπαξε το Μιχαλιό απ’ τα πόδια κι εκείνος βούτηξε κατωκέφαλα μέχρι τη μέση του στο λάκκο κι άρπαξε τον Κολιό απ’ το σακάκι. Ο Μιχαλιός τραβούσε τον Κολιό, Ο Χρήστος το Μιχαλιό, και οι υπόλοιποι το Χρήστο. Έτσι κατάφεραν να βγάλουν τον έρμο Κολιό μισοπεθαμένο να τουρτουρίζει, να βήχει και να ξερνάει μπουστούρα.
.............................
Ο Μιχαλιός ξεμέθυσε με μιας με την ψυχρολουσία που έπαθε. Χτυπούσαν τα δόντια του, έτρεξε και μπήκε αμέσως στο σπίτι του ν’ αλλάξει τα σκουτιά, λογαριάζοντας ότι θα τον άκουγε τον πρωτοχρονιάτικο εξάψαλμο απ’ τη γυναίκα του τη Μαρίνα. Οι άλλοι φορτώθηκαν τον Κολιό και τον άφησαν στο κατώφλι του σπιτιού του. Χτύπησαν την πόρτα κι όταν άκουσαν το «εμπρός» έσπευσαν να χαθούν στο σκοτάδι γιατί ο κόπανος της Νικόλαινας δε χωράτευε.
Πέρασαν μήνες κι ο Κολιός κρατούσε αποστάσεις απ’ την παρέα. Ή αλήθεια ήταν πως στην αρχή ήταν οργισμένος για το χουνέρι που του’ καναν. Μα στη συνέχεια καθώς περνούσε ο καιρός, ξεθώριαζαν οι άσχημες εντυπώσεις ,αμβλύνονταν τα συναισθήματα από το θλιβερό εκείνο περιστατικό. Ήταν κάποιες φορές που καθώς άκουγε το νταούλι και την πίπιζα των γλεντζέδων, του φαινόταν σαν να τον καλούσαν, και φτεροκόπαγε η ψυχούλα του, μα έλα που είχε ορκιστεί στη Νικόλαινα πως δεν θα έκανε πάλι παρέα με τους ανεπρόκοπους τους μπεκρήδες.
Ήταν ανήμερα του Αγίου Νικολάου. Η Νικόλαινα ξεπροβόδισε τους τελευταίους κατά την εκτίμησή της επισκέπτες που είχαν έρθει να ευχηθούν στον άντρα της τα χρόνια πολλά. Υπολόγιζε ότι με τους κεφτέδες και τους μεζέδες που απόμειναν, είχε έτοιμο και πλούσιο το φαΐ για την άλλη μέρα στο λιομάζωμα. Άρχισε να μαζεύει τα πιάτα απ’ το τραπέζι όταν άκουσε να χτυπούν την πόρτα. «Κάποιος αργοπορημένος θα ’ναι» είπε στον εαυτό της , μα μόλις άνοιξε την πόρτα απόμεινε σαν στήλη άλατος. Την έκπληξη διαδέχθηκε η οργή καθώς αντίκρυσε τα μπεκρόμουτρα να της κοιτάζουν με αναίδεια, σαν να μην ήταν οι ίδιοι που έκαναν εκείνο το μεγάλο χουνέρι στον άντρα της. Ο κόπανος ήταν στο πλυσταριό και το σκουπόξυλο δεν ήταν αρκετά χοντρό να τους ξυλοφορτώσει. Έμεινε λοιπόν αμήχανη κι αναποφάσιστη, για το τι έπρεπε να κάνει. « Χρόνια πολλά, να τον χαίρεσαι το Νικόλα!» της είπε ο Μιχαλιός. «Χρόνια πολλά!» Είπαν και οι άλλοι. Τι να κάνει η Νικόλαινα; Έδεσε κόμπο την οργή και τους είπε καλώς ορίσατε. Άκουσε τους βλάμηδες ο Κολιός που είχε τραβηχτεί στην καμαρούλα να πλαγιάσει κι αναγάλιασε οι καρδούλα του. Είχε πλαντάξει τόσους μήνες χωρίς την παρέα. Πετάχτηκε με μιας, φόρεσε το πανωβράκι και το πουκάμισο, έριξε το σακάκι στις πλάτες και βγήκε τρισευτυχισμένος στη σάλα.
Την άλλη μέρα στο λιομάζωμα ο Κολιός ήταν ευτυχισμένος. Τι κι αν τον γκρίνιαζε ολημερίς η γυναίκα του; Τι κι αν έφαγε ελιές , ξερό ψωμί και λίγη φάβα από κουκιά, προχθεσινό απομεινάρι; Τον έφτανε που βρήκε ξανά η ζωή το δρόμο της κι ο δρόμος αυτός περνούσε απ’ της Παναγιάς τ’ αλώνι, αλλά κι από τη νερομάνα της Πλάκας με τη μεγάλη στέρνα που έπλεναν και κοπανούσαν οι γυναίκες. Καθώς λοιπόν πέρασαν οι μήνες και καλοκαίριασε, στην τελευταία κατέληξαν και την ημέρα που τύφλα στο μεθύσι, πήγαν με το νταούλι και την πίπιζα να κλέψουν τραγουδώντας το μποστάνι γνωστού νοικοκύρη. Εκείνος σαν άκουσε τη ντραβαλασιά των γλεντζέδων που άρπαζαν θρασύτατα τα πεπόνια και τα καρπούζια του μες’ τη φεγγαράδα μετά μουσικής, βγήκε με το μπροστόγιομο και τους έριξε μια μπαταριά τρέποντάς τους σε άτακτη φυγή. Λαχανιασμένοι και τρέκλα-δίπλα έφτασαν στην Πλάκα οι επίδοξοι μποστανοκλέφτες. Κάποιος μάλιστα αποφάνθηκε για τον ιδιοκτήτη του μποστανιού μετά μεγάλης σοβαρότητας: «Ρε τι διάολο αγρίτσημα ο κερατάς!»
Όπως και κάποιες άλλες βραδιές, είπαν οι πότες να κάνουν το μπάνιο τους κι αφού ήταν περασμένα μεσάνυχτα και δε κυκλοφορούσε ψυχή, τα πέταξαν όλα και μπλούμ στη στέρνα. Μόνο ο Κολιός δεν αποφάσιζε να βουτήξει. «Έλα ρε Κολιό δεν πρόκειται να φύγει το λάδι του νονού σου», του φώναξε κάποιος. «Άστον αυτόν φοβάται τη γυναίκα του είπε ένας δεύτερος». Ο έρμος Κολιός ήθελε να βουτήξει κι εκείνος, μα θυμόταν το χουνέρι που του έκαναν τον προπερασμένο χειμώνα και το σκεφτόταν. Στο τέλος είπε ας πάει και το παλιάμπελο, έβγαλε τα ρούχα, τα έβαλε πάνω σε μια απ’ τις γούρνες που έπλεναν οι γυναίκες και βούτηξε. Έφτασε στο κέντρο της στέρνας πότε ψευτοκολυμπώντας και πότε περπατώντας. Ευτυχώς η στέρνα δεν ήταν πολύ βαθιά και το κεφάλι του απέμενε έξω απ’ το νερό σαν πατούσε στον πυθμένα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως κάποιοι είχαν βγει και οι υπόλοιποι τραβούσαν για έξω. «Δεν άντεξαν το κρύο νερό και βγαίνουν. Παλληκαράδες να σου πετύχει!» σκέφτηκε ο Κολιός και βούτηξε το κεφάλι μέσα στο νερό για λίγα δευτερόλεπτα. Όταν βγήκε στην επιφάνεια και σκούπισε το πρόσωπό του με τις παλάμες του, είδε πως οι άλλοι είχαν εξαφανιστεί. Τον έζωσαν τα φίδια, μα μόνο σαν βγήκε απ’ τη στέρνα και αναζήτησε τα ρούχα του εκεί που τα είχε αφήσει, κατάλαβε τη φάρσα που του έκαναν οι άλλοι. Τα ρούχα έλειπαν. Φώναξε ο Κολιός, έβρισε, φοβέρισε, καμιά απόκριση. Τώρα πώς θα πήγαινε στο σπίτι, και πώς θα παρουσιαζόταν μπροστά στη γυναίκα του; Όπως ήταν βρεγμένος και φυσούσε το κατάι άρχισε και να κρυώνει. Ύστερα σκέφτηκε: «Μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει να τελειώνουμε» Είπε ευχαριστώ που του άφησαν τουλάχιστον τα παπούτσια, τα φόρεσε και ροβόλησε τσίτσιδος τον κατήφορο ενώ κάποιος απ’ τους κρασοσυντρόφους τον παρακολουθούσε.
Ευτυχώς έφτασε στα Παναγαίικα χωρίς ν’ ανταμώσει κανέναν στο δρόμο. Χτύπησε την πόρτα. «Ποιος είναι;» Ακούστηκε από μέσα η φωνή της αδερφής του. «Ο Νικόλας! Φύγε συ! Να ’ρθει η Νικόλαινα ν’ ανοίξει!» απάντησε ο Κολιός κρατώντας απ’ έξω γερά το ζεμπερέκι μην κι ανοίξει η αδερφή του και τον δει ολόγυμνο…
Όμως όλα κάποτε ξεχνιούνται και παρά το ότι ορκίστηκε ο Κολιός μετά τη δεύτερη νίλα να ξεκόψει οριστικά απ’ την παρέα, ύστερα από κανα χρόνο «Τα ίδια Παντελάκι μου τα ίδια Παντελή μου».
Ντίνος Κορδώσης 28-06-2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου