Γράφουν : Γιώργος & Τέλης Δελής.
Ο Μανωλάκης ήπιε τον καφέ του και ξανάπιασε την φλογέρα του.
Εδώ και μήνες πάλευε να μάθει να παίζει κάτι τραγούδια που άκουγε να παίζουν οι
φίλοι του στις κομπανίες του χωριού. Ραδιόφωνο δεν υπήρχε. Ότι έπιανε τ’ αυτί
του. Την φλογέρα την είχε φτιάξει μόνος του από ένα χοντρό καλάμι. Τότε οι
φλογέρες ήταν αυτοσχέδιες δεν υπήρχαν βιομηχανοποιημένες όπως δεν υπήρχαν και
λεφτά για να αγοράσεις αν έβρισκες. Το παίξιμο όμως αποδείχθηκε κομμάτι
δύσκολο. Θέλει ευλυγισία στα δάχτυλα σε συνδυασμό με ένα ελαφρό τεχνικό φύσημα. Θέλει ρύθμιση της αναπνοής
και φυσικά μουσικό αυτί. Πολλά χαρακτηριστικά μαζεμένα και ο Μανωλάκης δεν είχε
τέτοιες δυνατότητες. Μπορεί να μην είχε και ταλέντο. Είδε και απόειδε και στο
τέλος τα παράτησε. “Θα ασχοληθώ με άλλο όργανο” κατέληξε “πιο εύκολο, ας πούμε νταβούλι”. Δεν τον
ενθουσίασε και πολύ. Στο χωριό σκέφτηκε οι συνομήλικοί του και λίγο μεγαλύτεροι
έπαιζαν κλαρίνο, βιολί, κιθάρα, λαούτο. Πιο «μουσικά» όργανα. Δύσκολα όργανα όμως όλα. Ξαφνικά το μυαλό του
πήρε στροφές, φωτίστηκε. Ο Μήτσος ο Δελής παίζει σαντούρι. “Απλό είναι” σκέφτηκε. “Το βάζεις κάτω
το κουρδίζεις και με δύο ξυλαράκια το βαράς και παίζεις χίλια δυό πράγματα. Ούτε φύσημα, ούτε αναπνοές, ούτε δάχτυλα. Περίπου λεύτερος να συμμετέχεις και στο γλέντι. Τραγουδάς,
φωνάζεις κάνεις κέφι και τους βάζεις στο χορό. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το όργανο πρέπει να το αγοράσεις και
πού λεφτά. Μεροδούλι μεροφάι. “Ωραία τα όνειρα” σκέφτηκε και βάλθηκε πάλι να δει τι θα γίνει με τη φλογέρα.
Ο Μήτσος ο Δελής χαρούμενος άνοιξε με προσοχή τη θήκη. Ένα όμορφο ολοκαίνουργο σαντούρι φάνηκε. Μοσχοβόλαγε φρεσκάδα. Η επένδυση από σφενδάμι γυάλιζε, όπως και το μάτι του από τη χαρά. Το αναμενόμενο όργανο που το περίμενε πάνω από ένα μήνα είχε φτάσει εκείνη την ημέρα με το μοναδικό όχημα με του χωριού. Ένα λεωφορείο της κακιάς ώρας που πηγαινοέφερνε τους Κλενιάτες μια-δυό φορές την εβδομάδα μέχρι την Κόρινθο.
Είχε μπει ο Οκτώβρης. Φέτος η χρονιά πήγε καλά. Από το Πάσχα και μετά, πολλά τα πανηγύρια και τα γλέντια. Όχι μόνο στην Κλένια αλλά και στα
γύρω χωριά. Δεν έλειψαν βέβαια οι γάμοι και τα βαφτίσια. Σε μόνιμη κομπανία ο Μήτσος δεν ήταν. Ποτέ με τον έναν
πότε με τον άλλον. Ένας έπαιζε κλαρίνο άλλος βιολί άλλος κιθάρα, λαούτο πίπιζα,
νταούλι. Απ’ όλα είχε το
χωριό. Αυτός με
το σαντούρι του ήταν μοναδικός. Κόλλαγε σε όλους. Άλωστε φιλαράκια ήσαν. Έτσι διασκέδαζαν τον κόσμο και έβγαινε και το κάτι τις από τις παραγγελιές.
Το σαντούρι του όμως είχε παλιώσει. Η θήκη του χτυπημένη σε πολλές μεριές από τη μεταφορά του στους γάμους και τα πανηγύρια με τα γαϊδουρομούλαρα, δεν το προστάτευε και πολύ.
Κάθε τρεις και λίγο ακόμα και πάνω στο γλέντι έπρεπε να το χορδίζει. Έτσι φέτος που μάζεψε κάτι
φράγκα πάρα πάνω
παράγγειλε καινούριο σαντούρι. Και να τώρα πώς το καμαρώνει και το χαϊδεύει με
το βλέμμα του. Σκεφτόταν
ικανοποιημένος τα νέα γλέντια και την
έκπληξη που θα είχαν οι συμπαίκτες του βλέποντας το καινούργιο όργανο.
Έκανε μία γύρα βρήκε το Θύμιο τον Κορδώση με το βιολί, τον Βασίλη τον Κορδώση που έπαιζε λαούτο τον Γιάννη τον Μερκούρη με το κλαρίνο και το βράδυ κανόνισαν να πιούνε
ένα ποτήρι μαζί με τα φιλαράκια τους στο
καπηλειό του Σκούρτη παίζοντας κανα κομμάτι για να ρυθμίσουν τα όργανα. Έτσι βράδυ μετά από μερικά
ποτήρια το γλέντι άναψε και το τραγούδι ακούστηκε στην γειτονιά.
”Ρε Μήτσο πού το βρήκες αυτό το καινούργιο πράγμα;” τον ρώτησε.
“Ας είναι καλά τα γλέντια και οι συμπατριώτες” του απάντησε ο Μήτσος και του έκλεισε το μάτι. “Βγάλαμε κάτι παραπάνω και κάναμε τις αγορές μας”.
“Και το παλιό τι το κάνες;”
“Τόβαλα στην μπάντα, τι να το κάνω, τάφαγε τα ψωμιά του άστο να ξεκουραστεί”.
΄Αστραψε το μυαλό του Μανωλάκη, φούντωσε ο καημός. ”Δεν το δίνεις σε μένα ρε βλάμη να μάθω ένα όργανο της προκοπής” και μες στο κέφι “ Έλα πάρτο” του αποκρίθηκε ο Μήτσος. Το γλέντι άναψε πλέον για τα καλά.
Την άλλη μέρα δεν πρόλαβε να ανέβει ο ήλιος και ο Μανωλάκης καλημέριζε το Μήτσο και έπαιρνε αγκαλιά το παλιό σαντούρι.
“Να σου δείξω λίγο πώς ξεκινάμε” προθυμοποιήθηκε ο Μήτσος,
“Άστο” τ’αποκρίθηκε ο Μανωλάκης, “Ξέρω γω έχω και αφτί”.
Πέρασε ο Οκτώβρης πέρασε και ο Νοέμβρης. Οι χωριανοί μάζεψαν τις δουλειές γιατί ο χειμώνας ερχόταν. Τα γλέντια λίγα. Όλοι ετοιμαζόντουσαν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και το νέο έτος. Ο Μανωλάκη είχε χαθεί από την πιάτσα. Ένα βράδυ παραμονές Χριστουγέννων μαζεύτηκαν οι “μουσικοί” του χωριού στο καφενείο να κανονίσουν τη διασκέδασή τους στις γιορτές. Νάσου και ο Μανωλάκης. Έσκασε μύτη στις παρέες.
“Έλα ρε!!! πού χάθηκες” τον πήρε αγκαζέ ο Μήτσος “Πώς πάει το σαντούρι τόσο καιρό, να δούμε τι τραγούδια έμαθες;”
Ο Μανωλάκης τσιτώθηκε. “Φτιάνει κάτι ελιές” του απάντησε “διαβολοελιές άλλο πράμα” και όλοι έμειναν κάγκελο.
O Μανωλάκης αφού παιδεύτηκε λίγο καιρό να στρώσει κανα τραγούδι με το σαντούρι απογοητεύτηκε. Και αυτό το όργανο ήταν δύσκολο. Έτσι με το μάζεμα των ελιών σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει διαφορετικά. Και το γέμισε ελιές θρούμπες. Όπως οι άλλοι γέμιζαν τα τομάρια των γιδιών και τα πιθάρια με ελιές αλατισμένες για να ωριμάσουν και να γίνουν φαγώσιμες αυτός γέμισε το σαντούρι. Το αποτέλεσμα της ωρίμανσης των ελιών το είπε με καημό στους φίλους του.
Η ιστορία βασίστηκε στην διήγηση του πατρός μας Βασιλείου Δελή αδελφού του Δημητρίου (Μήτσου)Δελή (1916-2009). Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το 1944 χειροτονήθηκε ιερέας και πούλησε το σαντούρι και ένα άλογο με το κάρο για να αγοράσει με τα χρήματα τα άμφια. Διορίστηκε κατ΄αρχάς για μικρό διάστημα στον Μαψό και μετά μόνιμα στον Άγιο Βασίλειο μέχρι την κοίμησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου