Γράφει ο Γιώργος Δελής,
Πέταξε με μία γκριμάτσα θυμωμένος στο τραπέζι μπροστά του το
μισάδειο μπουκάλι με το ούζο. Αυτό κύλισε και πριν προλάβει να πέσει
κάτω το ξαναάρπαξε. Δεν σκέφθηκε το υπόλοιπο ούζο που θα χανόταν, αλλά που θα
τους ξυπνούσε όλους ο θόρυβος του σπασίματος του γυάλινου μπουκαλιού. Ψιθύρισε κάτι αλλόκοτα μέσα
από τα δόντια του και έγειρε πιο αναπαυτικά στην ψάθινη καρέκλα. Ο γάτος του, ο
Φρίξος, γουργούρισε στα πόδια του και αφού δεν του έδωσε σημασία πήγε και άραξε
κάτω από το τραπέζι. Ο Μάης είχε μπει για τα καλά. Όλα είχαν πρασινίσει. Απόψε
έριξε και μια καλή μπόρα. Σήμερα, από το πρωί, μια ψιλοσυννεφιά ταίριαξε με την
διάθεσή του και δεν βοήθαγε το κέφι του.
Ο Αριστείδης Δήμας
(1898-1994), εβδομηντάρης πια,είχε σηκωθεί πρωί-πρωί και καθόταν στο χαγιάτι. Άυπνος δεν άντεχε τον πονόδοντο που είχε αρχίσει επιδεινώνεται
εδώ και δυο-τρεις μέρες. Στην αρχή το πήρε αψήφιστα. Πριν λίγο
καιρό τον είχε ενοχλήσει ξανά αλλά με κάνα δυό γουλιές ούζο το είχε ξεπεράσει. Τώρα τα πράγματα δυσκόλεψαν. Ο πόνος επανερχόταν κάθε λίγο και λιγάκι. Ειδικά απόψε, πέρασε την βραδιά άυπνος και υποφέροντας. Το ούζο αποδείχθηκε πλέον ανίκανο να προσφέρει
βοήθεια.
Αισθάνθηκε νικημένος αυτός που πριν από μισό αιώνα, παλικαράκι τότε, έδωσε μάχες στη Μικρά Ασία νικηφόρες και
επέστρεψε μόνο, όταν οι μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν να αποσυρθούν τα στρατεύματα από τα βάθη της Μικράς Ασίας με την γνωστή
καταστροφή, και τώρα να τον είχε βγάλει νοκ άουτ ένα
δόντι; Αμ το 40 όταν ο πόλεμος φαινόταν να
τελειώνει που τάβαλε με
ένα γερμανικό Heinkel της Luftwaffe!!! Ιστορία που έχουν να λένε οι Κλενιάτες. Ο Αριστείδης
βρισκόταν
πιο πάνω από το
σπίτι του στην «Πλάκα». Δυό - τρείς γυναίκες έπλεναν στις
γούρνες της βρύσης της«Πλάκας» και κάτι πιτσιρίκια παίζανε. Ο Χρήστος
ο Μερκούρης, που έμενε πιο πέρα, είχε δέσει το μουλάρι του και ένα γαιδούρι
δίπλα σε κάτι γκορτσιές. Κάπου κάπου περνούσαν τα γερμανικά αεροπλάνα.
Τρομαγμένη η Γιωργίτσα η Μπουρδούλιενα έκανε το σταυρό της και παρακάλαγε τον Άγιο
Γεώργιο να τις σώσει. “Χρήσταινα” φώναζε
την γυναίκα του Μερκούρη “ έλα πάρτα τα ζα γιατί κουνάνε την ουρά τους και θα μας δούνε οι γερμανοί και θα μας σκοτώσουνε”.
Άλλο ένα καταδρομικό φάνηκε από τη μεριά του «Ξερόκαμπου. Τσαντίστηκε ο
Αριστείδης. Ξεστόμισε μια βλαστήμια. “ το ……σου τι θέλεις εδώ πέρα στο χωριό
μας”. Σήκωσε μια αραβίδα που είχε και με το που έφτασε από πάνω του, τού την άναψε. Ο πιλότος κάτι μυρίστηκε. Είδε μία μικρή λάμψη κάτω στον πλάτανο. Έφτασε, πήρε
στροφή πάνω από το Χιλιομόδι και γύρισε προς το χωριό. Έκανε ένα γύρο δεν είδε ύποπτες κινήσεις. Παρ΄όλα αυτά αμόλησε δυό βόμβες, που σκάσανε
πιο πέρα στο βράχο του Μπινιάρη κα συνέχισε την πορεία
του. Θες από κακό υπολογισμό, θες από την βιασύνη του να συνεχίσει, η «Πλάκα» την γλύτωσε. Ο
Αριστείδης μουρμούρισε “Γαμ@ τα καντήλια σου… δεν σε πέτυχα να σε ρίξω χάμου”. Οι
γυναίκες πανικοβλήθηκαν. Τάβαλαν με τον Αριστείδη. “Τι διάλο κάνεις ρε
αθεόφοβε; Σταμάτα θα μας σκοτώσει ο γερμαναράς.” Δεν μίλησε. Κατέπνιξε το θυμό
του. Η κατοχή του είχε κοστίσει!
Βέβαια για να είμαστε ειλικρινείς είχε
αψηφήσει και τον πονόδοντο. Ήθελε να περάσει και το Πάσχα, όπως και το πέρασε μια
χαρά, μαζί με όλο του το σόι. Μετά θα φρόντιζε. Η κατάσταση όμως επιδεινώθηκε
και μάλλον απότομα.
Τώρα ο γέρο-Αριστείδης το πήρε απόφαση. Δεν πήγαινε άλλο. Θα κατέβαινε στην Κόρινθο στον οδοντογιατρό που είχε πάει πέρσι και που
είχε σφραγίσει κάποιο δόντι δίπλα σ’ αυτό που τον πονούσε.
“Τασιά” φώναξε τη γυναίκα του,
“Nα σου φτιάξω καφέ Αρίστο μου” του αποκρίθηκε, μέσα από την
κάμαρη. Είχε σηκωθεί και αυτή στενοχωρημένη που τον έβλεπε έτσι. Όταν την
φώναζε με το όνομά της τότε καταλάβαινε πόσο την αγάπαγε και πως τα χρόνια που
πέρασαν μαζί τους είχαν δέσει. Αλλά όταν θύμωνε για κάτι, άλλαζε και η
προσφώνηση απεναντί της. “Γριά ετούτο….γριά εκείνο” και ούτω καθεξής. Και καμιά
φορά όταν του παραπονιόταν ότι δεν την φρόντιζε ή δεν την πρόσεχε για κάποιο
θέμα, η απάντησή του ήταν μονότονη “Αδικήθηκες γριά!!!”.
Λίγες φορές. Μικροκαυγάδες. Αλλά
έδειχνε και ποιος είναι το αφεντικό. Λιγόλογος δεν ήθελε αντιρρήσεις. Αλλά και
αυτή δεν του χαριζόταν. Καταγόταν από το «Φιλιέικο» και άμα θύμωνε “Αρέστο” τον
ανέβαζε “Αρέστο” τον κατέβαζε.
“Όχι δεν μπορώ, φέρε να βάλω ένα καθαρό ρούχο να πάω στην Κόρθο στο
γιατρό”.
Έβαλε το
καλοσιδερωμένο πουκάμισο, ντύθηκε πήρε την τραγιάσκα και το πρωινό λεωφορείο του ΚΤΕΛ για την Κόρινθο και νάσου τον στο μικρό σαλονάκι του
οδοντιάτρου.
Μιά άλλη κυρία απέναντί του αμίλητη και
αυτή ταλαιπωρημένη περίμενε τη σειρά της. Προηγείτο. Μέχρι να τελειώσει το ραντεβού της ο Αριστείδης έσφιγγε τα δόντια του με
κλειστά τα μάτια.Τα λεπτά που περνούσαν του φαινόταν αιώνας.
Επιτέλους
ο γιατρός τελείωσε με την
κυρία και τον
φώναξε.
“Για έλα μπάρμπα Αριστείδη να δούμε τι συμβαίνει”.
Ξάπλωσε
στην καρέκλα. Ο γιατρός τον έφερε στο επίπεδο
του άναψε τον προβολέα
φόρεσε
κάτι χοντρά γυαλιά και άρχισε με τα εργαλεία του την εξέταση.
Η διάγνωση δεν άργησε να έρθει.
“Μπάρμπα-Αριστείδη έχει γίνει ζημιά, το δόντι δεν σώζεται. Έπρεπε να είχες έρθει με τους
πρώτους πόνους από καιρό για να το είχαμε σφραγίσει και αυτό. Τώρα πρέπει να το βγάλουμε για να
σταματήσει ο πόνος και να μην έχουμε άλλες επιπλοκές”.
Συμβιβάστηκε.
Δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει
και αλλιώς.
“Προχώρα” του απάντησε όπως πάντα
λιγομίλητος
Έτσι σε λίγη ώρα ο Αριστείδης βρέθηκε με ένα δόντι λιγότερο.
“Τελειώσαμε” του είπε ο γιατρός και του έδωσε ένα παυσίπονο για να
ηρεμήσει από την ταλαιπωρία.
Σηκώθηκε
ταλαιπωρημένος και πήρε την τραγιάσκα του.
“Τι σου χρωστάω γιατρέ” ρώτησε.
Ο
γιατρός του είπε ένα ποσό.
Υπερβολικό
του φάνηκε. Αλλά και την όποια διαφωνία την έκρινε μάταιη. Την είχε φιλοσοφήσει την
ζωή. Πάντα ακριβοδίκαιος, λιγόλογος, με σταράτες κουβέντες.
“Γιατρέ κάθεσαι στην καρέκλα να
σου τα βγάλω όλα δωρεάν” του απάντησε.
Γέλασε ο γιατρός.
“Την επόμενη φορά μπάρμπα-Αριστείδη δεν θα χρησιμοποιήσουμε
αναισθητικό και θα σου έρθει φθηνότερα. Αλλά καλλίτερα νάρχεσαι πιο τακτικά,
να προλαβαίνουμε τα χειρότερα”.
Γέλασε και ο Αριστείδης.
Το πλήρωσε, τον ευχαρίστησε και βγήκε στο δρόμο.
Ο ουρανός είχε καθαρίσει και ο ήλιος
είχε ανέβει αρκετά. Μια αλμύρα με το αεράκι που ερχόταν από την θάλασσα του
τόνωσε το ηθικό και το κέφι. Χαλαρά τράβηξε για το ΚΤΕΛ για να επιστρέψει στο κονάκι του.
Τον πυρήνα της ιστορίας μου τον διηγήθηκε η κόρη του Αγγελική Δ. Τσάκωνα .Ο Αριστείδης Δήμας ήτανε ο παππούς μου από την μητέρα μου Αικατερίνη Δελή αδελφή της Αγγελικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου