Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

Θερισμός...Αλώνισμα.

Ο Θέρος ή το θέρισμα…

Γράφουν : Ντίνος Κορδώσης, Γιώργος Δελής.
Σύγχρονες φωτο: Γιώργος Δελής.

  Σε λίγες μέρες μπαίνει ο Ιούλιος, που ονομάζεται και Αλωνάρης ή Αλωνιστής αφού στον μήνα αυτό γίνεται το αλώνισμα των δημητριακών.

    «Θέρος, τρύγος πόλεμος!» λέει η παροιμία. Πραγματικά η εποχή του θερισμού των δημητριακών ήταν η κατ’ εξοχήν εποχή του μόχθου για τον αγρότη. Τούτος ο μόχθος κρατούσε αμείωτος τόσο τα προπολεμικά , όσο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Κλένια, τότε που στο χωριό η κόσα και το δρεπάνι ήταν τ’ αποκλειστικά εργαλεία του θερισμού. Και η μεν πρώτη δουλευόταν σχεδόν αποκλειστικά από άντρες για το θερισμό των ψυχανθών, (βίκος ,λαθούρια κ.τ.λ.) καθώς και για τον πρώιμο θερισμό των δημητριακών που προορίζονταν για ζωοτροφή (σανό) το δε δεύτερο από άντρες και γυναίκες, με τις τελευταίες να είναι λόγω ευκινησίας και χαμηλού κέντρου βάρους αποδοτικότερες. Η δουλειά άρχιζε με το πρώτο φως και τέλειωνε όταν τα τζιτζίκια σταματούσαν το μονότονο τραγούδι τους. Για ν’ αξιοποιούν το χρόνο μετάβασης και επιστροφής οι Κλενιάτες, κοιμόντουσαν στο χωράφι, όταν η απόσταση απ’ το χωριό ήταν σχετικά μεγάλη.

   Σε τούτο το μεγάλο πανηγύρι του πρώτου καλοκαιρινού μήνα συμμετείχαν όλοι. Ο παππούς στο σπίτι ολημερίς στη σκιά, έσιαχνε μαστορικά  τα δεματικά για το δέσιμο των χειρόβολων σε δεμάτια. Έπιανε με τα ροζιασμένα, κακοπαθημένα χέρια του μια χεράδα απ’ την πρώιμα θερισμένη σίκαλη, γέμιζε το στόμα του με  νερό και την ψέκαζε (την μπούχαγε)  για ν’ αποχτήσει ελαστικότητα ( για να λουρώσει) και να μην σπάει καθώς θα συνέστρεφε τις λεπτές καλαμιές, για να δώσει το επιθυμητό  σχήμα. Κάθε δεματικό  έπρεπε να είχε το σωστό μήκος και πάχος καθώς και  αρκετή  αντοχή για ν’ ανταποκριθεί στο σκοπό του. Έπρεπε μέχρι το βράδυ να έχει έτοιμο ένα πλήθος δεματικών που θα επαρκούσε για το δέσιμο του θερισμένου γεννήματος  της επόμενης ημέρας.

   Η κυρίως δύναμη κρούσεως όμως σ’ αυτό τον πόλεμο ήταν η γυναίκα. Η σκληροτράχηλη γυναίκα της εποχής εκείνης, η μικρομάνα, η σύζυγος , η νοικοκυρά. Δούλευε χωρίς ανάσα μ’ ένα δεκάλεπτο διακοπή για το μεσημεριανό γεύμα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κι είχε το νου της στο μπόμπιρα που κοιμόταν στην ιδιόμορφη κούνια του, στ’ αναποδογυρισμένο  σαμάρι του μουλαριού κάτω απ’ τη σκιά της γκορτσιάς. Η κατσικούλα που βοσκούσε πιο πέρα εξασφάλιζε την τροφή του μικρού, και το ταγάρι που κρεμόταν απ’ το κλαδί, περιείχε τη χθεσινοβραδυνή  μαγεριά, τις όψιμες αγκινάρες με τα κουκιά, αποτέλεσμα του χθεσινοβραδυνού υπερωριακού της μόχθου. Τ’ αριστερό της χέρι έπαιζε με την κόψη του  δρεπανιού της  ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Πιάσιμο στις όρθιες καλαμιές  , ξάπλωμα, κόψιμο και πάλι απ’ την αρχή. Πέντε έξι κοψίματα κι έτοιμο το χερόβολο, δέσιμο με δυο, τρεις καλαμιές και πάμε για το άλλο. Το δρεπάνι της, αστραπή,  δε χωράτευε. Έκοβε οχιά  και κείνη δεν προλάβαινε να δαγκώσει.  Σκυφτή με το μποξά (μεγάλο κεφαλομάντηλο για προστασία απ’ τ’ αγάνια και τον μπουχό) στο κεφάλι, γέμιζε τον έργο της (ζώνη του χωραφιού με πλάτος ενός περίπου μέτρου που δούλευε ένας θεριστής) χερόβολα .

   Τη συγκέντρωση των χερόβολων σε αρμαθιές έκαναν  συνήθως  άντρες. Η τοποθέτηση κάθε χερόβολου στην  αρμαθιά  γινόταν εναλλάξ, έτσι ώστε τα μισά χερόβολα να έχουν τα στάχια τους προς τη μια κατεύθυνση και τα υπόλοιπα μισά προς την άλλη. Έτσι μόνο μπορούσε να δεθεί σωστά η αρμαθιά και να γίνει δεμάτι, ώστε να μην διαλυθεί σε χερόβολα κατά τη μεταφορά. Το δέσιμο των δεματιών απαιτούσε τέχνη, αλλά και δύναμη και δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη χρήση του γόνατος. Τούτο καθιστούσε τους άντρες αναντικατάστατους σ’ αυτή τη δουλειά. Το δέσιμο μπορούσε να γίνει τη μέρα του θερισμού ή κάποια απ’ τις επόμενες ημέρες.

  Το ξεκίνημα γινόταν με τον θερισμό των κριθαριών που ωρίμαζαν πρώτα, ύστερα ακολουθούσε ο θερισμός του σιταριού, και στο τέλος της βρώμης.

   Σε πολλές περιπτώσεις ο θερισμός γινόταν με συνεργασία. Συνήθως συμπέθεροι  για κουμπάροι κολίγιαζαν αν και κατά την παροιμία:  «συμπεθέροι και κουμπάροι ένα χρόνο έχουν χάρη». Κάποιες φορές έπαιρναν μέρος και τα παιδιά. Φορτωμένος τη βαρέλα και με το κύπελο στο χέρι ο μικρός περνούσε και ξεδίψαγε τους πλανταγμένους θεριστάδες. Τότε έβγαινε όλο το χωράφι σε έναν έργο ακόμα και με τραγούδι, παρά την αποπνικτική ζέστη με τον ήλιο κατά κούτελα και την πύρα της αναμμένης καλαμιάς από κάτω. Κάποιες φορές τα παιδιά διέλαθαν την προσοχή των μεγάλων δοκιμάζοντας  να θερίσουν κι εκείνα. Το αποτέλεσμα ήταν συνήθως αίματα, κλάματα και ντράβαλα.

    Το σχετικά ορεινό έδαφος της Κλένιας δεν ευνοούσε τη χρήση των συνηθισμένων αγροτικών τροχοφόρων της εποχής όπως ήταν τα κάρα. Κάποιες φορές χρησιμοποιήθηκε  και κάποια  σούστα για τη μεταφορά, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχεδόν αποκλειστικά η μεταφορά των δεματιών γινόταν πάνω στα σαμάρια των ζώων. Ο μέσος νοικοκύρης στην Κλένια διέθετε «ένα ζευγάρι» δηλαδή δυο μεγάλα ζώα για το όργωμα, (άλογα ή μουλάρια) κι ένα γαϊδουράκι για όλες τις άλλες δουλειές. Για το σιτάρι που ήταν το βαρύτερο τα συνηθισμένα φορτώματα ήταν: Τέσσερα ή το πολύ έξη (αν ήταν μεγαλόσωμο) δεμάτια στο γαϊδουράκι κι από οκτώ σε κάθε μουλάρι ή άλογο. Το φόρτωμα των δεματιών ήθελε τέχνη. Αν τα δεμάτια δεν ήταν καλά δεμένα, ή ήταν κακοφορτωμένα, δεν έφταναν στ’ αλώνι σώα κι ο νοικοκύρης αναγκαζόταν να μαζεύει τα χερόβολα απ’ το δρόμο και να υποστεί τη φθορά του προϊόντος του. Συνήθως μέχρι το τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου του θεριστή όλα τα δεμάτια είχαν μεταφερθεί και είχαν τοποθετηθεί σε θημωνιές δίπλα στ’ αλώνια.

Το Αλώνισμα…

   Το αλώνι ήταν κυκλικός επίπεδος χώρος διαμέτρου 8-10 μέτρων. Συνήθως ήταν στρωμένο με πλάκες πέτρινες που εφάρμοζαν μεταξύ τους δημιουργώντας μία ομαλή επιφάνεια. Πολλά όμως ήταν και χωμάτινα φτιαγμένα με πηλόχωμα, που κάθε χρόνο τα συντηρούσαν οι χωριανοί  μετά τις χειμωνιάτικες ζημιές. Τα καθάριζαν από τα αγριόχορτα και επισκεύαζαν τυχόν ανωμαλίες στην επιφάνεια αφού, όπως γράφει σ’ ένα του ποίημα και ο Γεώργιος Δροσίνης: «Στ’ αλώνια καλοσάρωτα/και ξεχωρταριασμένα/θα ξαπλωθούν οι θημωνιές/ξανθόμαλλες πλεξίδες».   

    Προπολεμικά τα περισσότερα αλώνια βρίσκονταν μέσα στο χωριό. Επειδή όμως το λίχνισμα είχε μπουχό που έμπαινε μέσα στα σπίτια, αλλά και δεν ήταν πάντοτε σε θέσεις που ευνοούσαν το λίχνισμα λόγω περιορισμένων ρευμάτων αέρα, σιγά, σιγά τ’ αλώνια κατασκευάστηκαν στις παρυφές του χωριού και όπου οι συνθήκες ήταν πιο κατάλληλες.

   Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η κατασκευή αλωνιών κατά μήκος και γύρω απ’  τη γραμμή που ενώνει  την τοποθεσία  “Ποταμάκια” με τους πρόποδες του υψώματος του άγιου Παντελεήμονα, όπου ήταν πάρα πολλά αλώνια, όπως  τα Μαυραγανέικα (Μπερτσιοκέικα) , τα Μαμαλεέικα , Μπαλείκα και Μπακλωρέικα, πιο πάνω τα Κορδωσαίικα (Μιχαλεείκα), ύστερα Τα Κολοκοτρωναίικα, Τα Μακαρουναίικα, και τέλος τα Τσιρτσαίικα. Στην περιοχή πνέει σχεδόν μόνιμα το βοριαδάκι την ημέρα, αλλά έχει και το κατάι της ρεματιάς στ’ ανατολικά του Άγιου Παντελεήμονα που πνέει τη νύχτα.

   Τέλος Ιουνίου με Ιούλιο άρχιζε το αλώνισμα. Ξεκινούσε συνήθως με το κριθάρι αν δεν υπήρχαν βίκος ή λαθούρια.  Συνήθως από την προηγούμενη μέρα άρχιζε η μεταφορά των δεματιών από τη θημωνιά  στο αλώνι. Η τοποθέτηση ξεκινούσε απ’ το κέντρο ελικοειδώς μέχρι να τοποθετηθεί και το τελευταίο δεμάτι. Ο μεταφορέας του δεματιού, καθώς τοποθετούσε το δεμάτι όρθιο στ’ αλώνι, έλυνε το δεματικό και το πετούσε έξω απ’ τ’αλώνι σε σημείο συγκέντρωσης. Τα δεματικά δεν ήταν επαναχρησιμοποιήσιμα για δέσιμο δεματιών. Τα χρησιμοποιούσαν για επουσιωδέστερα δεσίματα.

   Η επόμενη φάση ήταν το άπλωμα. Ένας, ή δυο άντρες με δικριάνια ξεκινώντας απ’ έξω, ξάπλωναν τα χερόβολα στ’ αλώνι κινούμενοι πάλι ελικοειδώς  μέχρι να φτάσουν στο τελευταίο κεντρικό δεμάτι και σε ύψος περισσότερο από μισό μέτρο. Τώρα όλα ήταν έτοιμα για να μπουν τα ζωντανά στ’ αλώνι. Παλιότερα στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε ένας κατακόρυφος μεγάλος πάσσαλος καλά στερεωμένος κατακόρυφα και κει πάνω έδεναν το σχοινί  με το οποίο ήταν ζεμένα παράλληλα μεταξύ τους τρία, τέσσερα ή και περισσότερα ζώα που άρχιζαν να κινούνται αδιάκοπα κυκλικά και να ποδοπατούν τα στάχυα. Κάποια στιγμή τα γύριζαν, αλλάζοντας έτσι και τη φορά περιστροφής, ώστε εκείνο που ήταν εξωτερικά να βρεθεί κοντά στο κέντρο. Αργότερα αφαιρέθηκε ο πάσσαλος και το σχοινί κρατούσε ένα άτομο  που συντόνιζε και την κίνηση των ζώων. Το αλώνισμα του κριθαριού αλλά και τις βρώμης γινόταν με χωρίς ντουγένια. Αρκούσαν οι οπλές των ζώων για να θρυμματίσουν τα εύθρυπτα στάχια .  Με το που απλωνόταν το προϊόν στο αλώνι το ονόμαζαν «το λιώμα» .Κατά το αλώνισμα του κριθαριού και της βρώμης τα άχυρα αφαιρούνταν σταδιακά σε «χέρια» και ήταν χοντροκομμένα. Αυτό το χοντροκομμένο άχυρο οι Κλενιάτες ονόμαζαν «σάλμη» και το συγκέντρωναν   σε σωρούς  δίπλα στ’ αλώνι. Κάποια στιγμή γινόταν το γύρισμα του λιώματος. Το γύρισμα γινόταν με δικριάνια ή και ξύλινα δικρανοειδή εργαλεία (καρπολόγια). Αφού αφαιρούνταν η μεγαλύτερη ποσότητα αχύρου, απόμενε ένα ποσοστό ψιλοκομένου αχύρου μαζί με τον μπουχό και τον καρπό. Αυτό  το «λιώμα» που απόμενε το μάζευαν σε μακρόστενο σωρό κατά διάμετρο του αλωνιού με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση και το ονόμαζαν «λαμνί» .

    Στο αλώνισμα του σιταριού η διαδικασία περιελάμβανε  και τη χρήση του ντουγενιού (ροκάνας). Ήταν ένα είδος ελκήθρου διαστάσεων περίπου 50χ120 εκατοστών με το ένα μέρος (μπροστινό)  καμπυλωμένο κι ελαφρώς  ανασηκωμένο. Ήταν κατασκευασμένο από λαμαρίνα. Στην πάνω παρειά είχε περιμετρικά ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο μέσα στο οποίο στεκόταν όρθιος ο αναβάτης με τα πόδια του σε διάσταση για ευστάθεια, ενώ στην κάτω παρειά είχε καθέτως προεξέχοντα λαμάκια μήκους 10-15 εκατοστών, πάχους 2 - 3 χιλιοστών  και ύψους 2 - 3 εκατοστών. Το βάρος της κατασκευής μαζί με του αναβάτη συντελούσαν  στον εύκολο θρυμματισμό  των σταχυών. Το κάθε ντουγένι έσερναν ένα ή δυο ζώα και συνήθως δούλευαν  2 και 3 ντουγένια σε κάθε αλώνι. Τούτα τα ντουγένια ήταν η χαρά των παιδιών. Δεν ήθελαν να κατέβουν απ’ αυτά.

   Στη συνέχεια άρχιζε το λίχνισμα. Τίναζαν τα αλωνισμένα άχυρα ψηλά και με τον αέρα ξεχώριζε το άχυρο από τον καρπό. Αρχικά με τα καρπολόγια και στη συνέχεια , καθώς το «λαμνί» μίκραινε σε διαστάσεις εμπλουτιζόμενο σε καρπό, χρησιμοποιούνταν ξύλινα φτυάρια . Αν φυσούσε αεράκι, το «λαμνί» εμπλουτιζόταν γρήγορα σε καρπό. Τα χοντρά σκύβαλα που δεν μπορούσε ν’ απομακρύνει ο αέρας τ’ απομάκρυνε κάποιος απ’ το «λαμνί» σαρώνοντας απαλά την επικλινή επιφάνειά του με την ντορβάτα ( αυτοσχέδιο σάρωμα από αγκαθωτό θάμνο). Τη διαδικασία αυτή την ονόμαζαν «απόπαρμα». Η διαδικασία ήταν πολύωρη και πολυήμερη εξαρτώμενη από την ένταση του αέρα. Σε περιπτώσεις άπνοιας η διαδικασία τραβούσε σε μάκρος, αφού μόνο τη νύχτα με το κατάι μπορούσε να προχωρήσει λίγο η δουλειά. Προς το τέλος χρησιμοποιούσαν τα «δρυμόνια» (μεγάλα κόσκινα με μεγάλες τρύπες) που συγκρατούσαν τα άχυρα και κουβάδες με τους οποίους έριχναν  από ψηλά το καρπό και ο αέρας παρέσυρε τον μπουχό και τα ψιλά άχυρα. Τελικά γινόταν το κοσκίνισμα και ο καρπός  καθαρός πλέον έμπαινε στα σακιά για να μεταφερθεί προς αποθήκευση στο αμπάρι του νοικοκύρη. Η «σάλμη» που ήταν ιδανική και για πλήρωση υπνοστρωμάτων ή μαξιλαριών, συνήθως απλώνοντας στο τέλος της διαδικασίας αλωνίσματος στο αλώνι και αλωνιζόταν ξανά με ντουγένι (ροκάνα) για να χρησιμοποιηθεί για τροφή των ζώων του νοικοκυριού.  Το τελικό άχυρο ψιλοκομμένο μεταφερόταν με τα χαράρια (μεγάλα πάνινα σακιά ) στον «μπλέχτη» (αχυρώνα) του νοικοκύρη.

   Το μεσημέρι σταματούσε η δουλειά να πάνε τα ζωντανά για πότισμα. Ένας απ’ τους  τόπους που συναντιόντουσαν πολλοί δουλευτάδες των αλωνιών στο πότισμα ήταν το «Πηγαδάκι». Εκεί είχαν την ευκαιρία να κουβεντιάσουν και ν’ αστειευτούν για να ξεδώσουν λίγο απ’ την έγνοια της δουλειάς. Το απόγευμα πάλι στη δουλειά. Δεν εξελίσσονταν βέβαια πάντα όλα ομαλά. Υπήρχαν και περιπτώσεις που αφήνιαζαν τα ζωντανά (κυρίως τα μουλάρια) και μπορούσαν να σε φτάσουν στο βουνό. Το σιτάρι είχε περισσότερη δουλειά απ’ το κριθάρι. Ήθελε τουλάχιστον δυο γυρίσματα και καλύτερο καθάρισμα από άχυρα και σκύβαλα. Το άχυρο όμως που έβγαινε από το αλώνισμα του σιταριού δεν χρειαζόταν περαιτέρω επεξαργασία. Η συνήθης ευχή των χωριανών ήταν: «Καλά μπερκέτια! Χίλια κουβέλια!» Κάποιος μάλιστα κατά λάθος είπε «χίλια καρβέλια» κι ο νοικοκύρης θύμωσε, αλλά στη συνέχεια κατάλαβε πως η ευχή ήταν πολύ καλή, αφού με χίλια καρβέλια η φαμελιά του θα μπορούσε να εξασφαλίσει το ψωμί για σχεδόν τρία χρόνια.

   Στην πορεία του χρόνου με την εμφάνιση των αλωνιστικών μηχανών, στην δεκαετία του 60 το αλώνισμα περιορίστηκε  μόνο στα ψυχανθή φυτά και όταν έπαψαν και αυτά να καλλιεργούνται, το αλώνισμα στα αλώνια εγκαταλείφθηκε και αλώνια με τα χρόνια καταστράφηκαν. Έτσι στο χωριό υπάρχουν ελάχιστα σημεία-απομεινάρια αυτών των χώρων και μόνο οι ηλικιωμένοι συγχωριανοί μας θυμούνται την θέση τους.

 Οι Αλωνιστικές μηχανές…

   Όταν εμφανίστηκαν οι αλωνιστικές μηχανές τα δεμάτια των δημητριακών μεταφέρονταν και τότε με τα ζώα  σε δύο χώρους πέριξ του χωριού εκτάσεως γηπέδου ποδοσφαίρου περίπου και τα στοίβαζαν σε θημωνιές. Ο ένας  χώρος ήταν δυτικά του χωριού πριν από το «Αλμπάνη» και νότια από το σημείο που είναι σήμερα το ελαιοτριβείο του συνεταιρισμού, ενώ ο άλλος χώρος ήταν βορειοδυτικά του Δημοτικού Σχολείου στο «Βραχιά». Κατά καιρούς δημιουργείτο και ένας τρίτος χώρος κάτω από το «Βορό».Στα σημεία αυτά ερχόταν ρυμουλκούμενη από το τρακτέρ η αλωνιστική μηχανή και εγκαθίστατο στο κέντρο των θημωνιών . Μετά  την εγκατάσταση και σταθεροποίησή της συνδεόταν μέσω τροχαλίας και  με ιμάντα με το τρακτέρ από όπου έπαιρνε κίνηση και άρχιζε η λειτουργία της. Μετέφεραν τα δεμάτια με τα χέρια στο αναβατόριο και από εκεί αφού ανέβαιναν στο πάνω μέρος της αλωνιστικής δύο συνήθως εργάτες έκοβαν τα δεματικά. Μετά από μια θυρίδα έπεφταν μέσα στην αλωνιστική μηχανή όπου και άρχιζε  η επεξεργασία. Στη   μία πλευρά της μηχανής έβγαινε και έπεφτε ο καρπός μέσα στα σακιά που ήταν δεμένα στις αντίστοιχες εξόδους. Στην άλλη πλευρά έβγαιναν τα άχυρα συμπιεσμένα σε μπάλες, που τις έδεναν με σύρματα οι εργάτες . Μία θέση κουραστική και ανθυγιεινή μέσα στην σκόνη με αυτοσχέδιες μάσκες. Οι μεταφορές όλες με τα ζώα.

...........................

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Κλενιάτικες Ιστορίες :Το Σαντούρι.

 

Γράφουν : Γιώργος & Τέλης Δελής.

  Ο Μανωλάκης ήπιε τον καφέ του και ξανάπιασε την φλογέρα του. Εδώ και μήνες πάλευε να μάθει να παίζει κάτι τραγούδια που άκουγε να παίζουν οι φίλοι του στις κομπανίες του χωριού. Ραδιόφωνο δεν υπήρχε. Ότι έπιανε τ’ αυτί του. Την φλογέρα την είχε φτιάξει μόνος του από ένα χοντρό καλάμι. Τότε οι φλογέρες ήταν αυτοσχέδιες δεν υπήρχαν βιομηχανοποιημένες όπως δεν υπήρχαν και λεφτά για να αγοράσεις αν έβρισκες. Το παίξιμο όμως αποδείχθηκε κομμάτι δύσκολο. Θέλει ευλυγισία στα δάχτυλα σε συνδυασμό με ένα ελαφρό τεχνικό φύσημα. Θέλει ρύθμιση της αναπνοής και φυσικά μουσικό αυτί. Πολλά χαρακτηριστικά μαζεμένα και ο Μανωλάκης δεν είχε τέτοιες δυνατότητες. Μπορεί να μην είχε και ταλέντο. Είδε και απόειδε και στο τέλος τα παράτησε. “Θα ασχοληθώ  με άλλο όργανο” κατέληξε “πιο εύκολο, ας πούμε νταβούλι”. Δεν τον ενθουσίασε και πολύ. Στο χωριό σκέφτηκε οι συνομήλικοί του και λίγο μεγαλύτεροι έπαιζαν κλαρίνο, βιολί, κιθάρα, λαούτο. Πιο «μουσικά» όργανα. Δύσκολα όργανα όμως όλα. Ξαφνικά το μυαλό του πήρε στροφές, φωτίστηκε. Ο Μήτσος ο Δελής παίζει σαντούρι. “Απλό είναι” σκέφτηκε. “Το βάζεις κάτω το κουρδίζεις και με δύο ξυλαράκια το βαράς και παίζεις χίλια δυό  πράγματα. Ούτε φύσημα, ούτε αναπνοές, ούτε δάχτυλα. Περίπου λεύτερος να συμμετέχεις και στο γλέντι. Τραγουδάς, φωνάζεις κάνεις κέφι και τους βάζεις στο χορό. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό το όργανο πρέπει να το αγοράσεις και πού λεφτά. Μεροδούλι μεροφάι. “Ωραία τα όνειρα” σκέφτηκε και βάλθηκε πάλι να δει τι θα γίνει με τη φλογέρα.
    Ο Μήτσος ο Δελής χαρούμενος άνοιξε με προσοχή τη θήκη. Ένα όμορφο ολοκαίνουργο σαντούρι φάνηκε. Μοσχοβόλαγε φρεσκάδα. Η επένδυση από σφενδάμι γυάλιζε, όπως και το μάτι του από τη χαρά. Το αναμενόμενο όργανο που το περίμενε πάνω από ένα μήνα είχε φτάσει εκείνη την ημέρα με το μοναδικό όχημα με του χωριού. Ένα λεωφορείο της κακιάς ώρας που πηγαινοέφερνε τους Κλενιάτες μια-δυό φορές την εβδομάδα μέχρι την Κόρινθο.
    Είχε μπει ο Οκτώβρης. Φέτος η χρονιά πήγε καλά. Από το Πάσχα και μετά, πολλά τα πανηγύρια και τα γλέντια. Όχι μόνο στην Κλένια αλλά και στα γύρω χωριά. Δεν έλειψαν βέβαια οι γάμοι και τα βαφτίσια. Σε μόνιμη κομπανία ο Μήτσος δεν ήταν. Ποτέ με τον έναν πότε με τον άλλον. Ένας έπαιζε κλαρίνο άλλος βιολί άλλος κιθάρα, λαούτο πίπιζα, νταούλι. Απ’ όλα είχε το χωριό. Αυτός με το σαντούρι του ήταν μοναδικός. Κόλλαγε σε όλους. Άλωστε φιλαράκια ήσαν. Έτσι διασκέδαζαν  τον κόσμο και έβγαινε και το κάτι τις από τις
παραγγελιές.
    Το σαντούρι του όμως είχε παλιώσει. Η θήκη του χτυπημένη σε πολλές μεριές από τη μεταφορά του στους γάμους και τα πανηγύρια με τα γαϊδουρομούλαρα, δεν το προστάτευε και πολύ. Κάθε τρεις και λίγο ακόμα και πάνω στο γλέντι έπρεπε να το χορδίζει. Έτσι φέτος που μάζεψε κάτι φράγκα πάρα πάνω παράγγειλε καινούριο σαντούρι. Και να τώρα πώς το καμαρώνει και το χαϊδεύει με το βλέμμα του. Σκεφτόταν ικανοποιημένος  τα νέα γλέντια και την έκπληξη που θα είχαν οι συμπαίκτες του βλέποντας το καινούργιο όργανο.
    Έκανε μία γύρα βρήκε το Θύμιο τον Κορδώση με το βιολί, τον Βασίλη τον Κορδώση που έπαιζε λαούτο τον Γιάννη τον Μερκούρη  με το κλαρίνο και το βράδυ κανόνισαν να πιούνε ένα ποτήρι  μαζί με τα φιλαράκια τους στο καπηλειό του Σκούρτη παίζοντας κανα κομμάτι για να ρυθμίσουν τα όργανα. Έτσι βράδυ μετά από μερικά ποτήρια το γλέντι άναψε και το τραγούδι ακούστηκε στην γειτονιά.

Πέρασε και ο Μανωλάκης που άκουσε το ντράβαλο. Φίλος και αυτός από παλιά πήγε να πιει και να γλεντήσει γιατί αρκετά τράβαγε με το μεροκάματο και τα πρόβατα. Μπαίνοντας το μάτι του έπεσε στο καινούργιο σαντούρι.Κατέβασε μονορούφι  το πρώτο ποτήρι και διπλάρωσε τον Μήτσο.

   ”Ρε Μήτσο πού το βρήκες αυτό το καινούργιο πράγμα;” τον ρώτησε.

   “Ας είναι καλά τα γλέντια και οι  συμπατριώτες” του απάντησε  ο Μήτσος και του έκλεισε το μάτι. “Βγάλαμε κάτι παραπάνω και κάναμε τις αγορές μας”.

Και το παλιό τι το κάνες;”

Τόβαλα στην μπάντα, τι να το κάνω, τάφαγε τα ψωμιά του άστο να ξεκουραστεί”.

 ΄Αστραψε το μυαλό του Μανωλάκη, φούντωσε ο καημός. ”Δεν το δίνεις σε μένα ρε βλάμη να μάθω ένα όργανο της προκοπής” και μες στο κέφι “ Έλα πάρτο” του αποκρίθηκε ο Μήτσος. Το γλέντι άναψε πλέον για τα καλά.

   Την άλλη μέρα δεν πρόλαβε να ανέβει ο ήλιος  και ο Μανωλάκης καλημέριζε  το Μήτσο και έπαιρνε αγκαλιά το παλιό σαντούρι.

Να σου δείξω λίγο πώς ξεκινάμε” προθυμοποιήθηκε ο Μήτσος,

 “Άστο” τ’αποκρίθηκε ο Μανωλάκης, “Ξέρω γω έχω και αφτί”.

   Πέρασε ο Οκτώβρης πέρασε και ο Νοέμβρης. Οι χωριανοί  μάζεψαν τις δουλειές γιατί ο χειμώνας ερχόταν. Τα γλέντια λίγα. Όλοι ετοιμαζόντουσαν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα και το νέο έτος. Ο Μανωλάκη είχε χαθεί από την πιάτσα. Ένα βράδυ παραμονές Χριστουγέννων μαζεύτηκαν οι “μουσικοί” του χωριού στο καφενείο να κανονίσουν τη διασκέδασή τους στις γιορτές. Νάσου και ο Μανωλάκης. Έσκασε μύτη στις παρέες.

   “Έλα ρε!!! πού χάθηκες” τον πήρε αγκαζέ ο Μήτσος “Πώς πάει το σαντούρι τόσο καιρό, να δούμε τι τραγούδια έμαθες;”

   Ο Μανωλάκης τσιτώθηκε. “Φτιάνει κάτι ελιές” του απάντησε “διαβολοελιές άλλο πράμα” και όλοι έμειναν κάγκελο.

   O Μανωλάκης αφού παιδεύτηκε λίγο καιρό να στρώσει κανα τραγούδι με το σαντούρι απογοητεύτηκε. Και αυτό το όργανο ήταν δύσκολο. Έτσι με το μάζεμα των ελιών σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει διαφορετικά. Και το γέμισε ελιές θρούμπες. Όπως οι άλλοι γέμιζαν τα τομάρια των γιδιών και τα πιθάρια με ελιές αλατισμένες για να ωριμάσουν και να γίνουν φαγώσιμες  αυτός γέμισε το σαντούρι. Το αποτέλεσμα της ωρίμανσης των ελιών το είπε με καημό στους φίλους του.

   Η ιστορία βασίστηκε στην διήγηση του πατρός μας Βασιλείου Δελή αδελφού του Δημητρίου (Μήτσου)Δελή (1916-2009). Στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το 1944 χειροτονήθηκε ιερέας και πούλησε το σαντούρι και ένα άλογο με το κάρο για να αγοράσει με τα χρήματα τα άμφια. Διορίστηκε κατ΄αρχάς για μικρό διάστημα στον Μαψό και μετά μόνιμα στον Άγιο Βασίλειο μέχρι την κοίμησή του.

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Πάσχα 2021.

    Και φέτος θα εορτάσουμε το Πάσχα κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες .Η πανδημία έχει αλλάξει τον τρόπο της ζωής μας και τις επαφές μας με συγγενείς ,φίλους και γνωστούς μας. Έχουμε την ελπίδα και πιστεύουμε ότι θα είναι η τελευταία χρονιά αυτής της ιδιόμορφης κατάστασης.

    Ενθυμούμενοι τους δασκάλους μας παραθέτουμε άρθρο, που δημοσιεύθηκε πριν μισό αιώνα, από τον Γυμνασιάρχη του 6ταξίου Γυμνασίου Χιλιομοδίου (τότε δεν υπήρχαν τα Λύκεια) στο μικρό περιοδικό “Η Φανερωμένη” του Γυμνασίου.
   Η Ανάσταση του κυρίου να βοηθήσει όλους μας να ξεπεράσουμε τα προβλήματα με αλληλεγγύη, ομόνοια και Αγάπη.

   Ευχόμεθα σε όλους Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση!!!



  



Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Κλενιάτικες Ιστορίες : Ο Μιχαλιός και ο λήσταρχος Γκολιάνης.

 Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης.

Η «ιστορία» που ακολουθεί βασίστηκε σε διήγηση του ήρωά της Μιχαήλ Στεφάνου Κορδώση (1884- 1968) , που ήταν γνωστός στους  Κλενιάτες  ως  «Μιχαλιός», στον γράφοντα  εγγονό του γύρω στα 1962.

  

Ο αποσπασματάρχης έριξε μια ματιά στο χαρτί που του έφερε ο αγγελιαφόρος , σήκωσε βιαστικά το ποτήρι και κατέβασε με μιας το ούζο που είχε απομείνει. Τέντωσε το λαιμό, «συναγερμός!» Ούρλιαξε. « Οπλισμό και παγούρι μόνο και ξεκινάμε! Δραπέτευσε ο λήσταρχος Γκολιάνης! Σας θέλω αστραπές, γιατί αν περάσει τον κάμπο και πιάσει βουνό τον χάσαμε!» Ώσπου να του φέρουν  τ’ άλογο και να ιππεύσει, είχαν κιόλας συγκεντρωθεί οι στρατιώτες τριγύρω του. Ο υπολοχαγός  έριξε μια βιαστική  επιθεώρηση. «Ο Μιχαλιός είν’ εδώ;» ρώτησε το λοχία. «Είναι στη σκοπιά  κύρ’ λοχαγέ!» Απάντησε εκείνος.  «Ν’ αντικατασταθεί πάραυτα!» Διέταξε ο αξιωματικός.      

   Πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα και η δράση των ληστοσυμμοριών καλά κρατούσε. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης είχε αρχίσει μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του στρατεύματος, αλλά τ’ αποτελέσματα δεν είχαν γίνει ακόμα ορατά. Πολυάριθμοι οι παράνομοι, ολιγάριθμοι οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες των αποσπασμάτων καταδίωξης και το αλισβερίσι των ληστοτρόφων , των κλεπταποδόχων, ακόμα και κάποιων βουλευτών με τους ληστές, δυσκόλευε το έργο των διωκτικών αρχών.

    Ο Μιχαλιός γεννημένος στα 1884 στην Κλένια Κορινθίας υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Κάποια στιγμή μετατέθηκε σε απόσπασμα καταδίωξης παρανόμων κι επειδή ήταν γρήγορος,  διέθετε αντοχή και σκοπευτική δεινότητα, ήταν συνήθως η αιχμή του δόρατος του αποσπάσματος. Ήταν εκείνος που πρώτος πλησίαζε τον διωκόμενο και τον ακινητοποιούσε. Αυτός ήταν ο λόγος που ο υπολοχαγός τον προτιμούσε στην καταδίωξη κι όχι στη σκοπιά.

   Δεν ήταν ψηλός, ήταν όμως  νευρώδης κι αλαφροπερπάτητος. Στο χωριό του τα τελευταία χρόνια πριν καταταγεί, βοσκούσε τα πρόβατα του γαμπρού του στον Αϊ Βασίλη, το διπλανό χωριό, όπου η αδελφή του η Όλγα είχε πάει νύφη στα Ταγαρέικα. Εκεί είδε τη λεβεντόκορμη Μαρίνα με τα όμορφα  μάτια και τις ατέλειωτες ξανθοκάστανες πλεξούδες, ένα μεσημέρι, όταν  κατέβασε να ποτίσει τα πρόβατα στην πάνω βρύση. Αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες και κάτι φτερούγισε μέσα του. Πήγε και την άλλη μέρα την ίδια ώρα και πάλι η κοπέλα ήταν εκεί και γέμιζε το σταμνί της. Το ίδιο και την Τρίτη. Ε, αυτό ήταν! Την αγάπησε τη Μαρίνα ο Μιχαλιός.   Μεγάλος σεβντάς!  Τις επόμενες μέρες όμως δεν τη βρήκε στη βρύση. Αρρώστησε! Ούτε έτρωγε ούτε έπινε.  Έπαιζε τη φλογέρα ψηλά στη ράχη κι έστελνε το φίλο του να περάσει απ’ το σπίτι της Μαρίνας, για να βεβαιωθεί ότι ο ήχος της φλογέρας έφτανε ως εκεί. Κάποια στιγμή εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά του στην αδερφή του κι εκείνη που του είχε αδυναμία, τα κατάφερε βάζοντας τα κατάλληλα πρόσωπα να το πετύχει το προξενιό. Του μέλλοντα πεθερού όμως, του γέρο Θύμιου του Καραμέρου δεν του πολυγέμιζε το μάτι, γιατί βλέπεις δεν ήταν κανένας άντρακλας, πώς θα κουμαντάριζε ένα τέτοιο θεοκόριτσο σαν τη θυγατέρα του;  Βάδιζε δίπλα στη Μαρίνα και ήταν οι δυο τους ένα μπόι.

    Αυτό βέβαια μέχρι το μεγάλο πανηγύρι της Παναγιάς το δεκαπενταύγουστο, όπου μαζεύονταν προσκυνητές απ’ όλα τα γύρω χωριά. Με το σκόλασμα της εκκλησιάς έριχναν το λιθάρι τα παλληκάρια και τιμή στο νικητή! Γινόταν για ένα χρόνο ο ήρωας κι αν ήταν λεύτερος ο περιζήτητος γαμπρός της περιφέρειας.   Όταν ο Μιχαλιός εκδήλωσε την επιθυμία να ρίξει κι εκείνος το λιθάρι, ο πεθερός προσπάθησε να τον αποτρέψει. Άστο παιδί μου Μιχάλη, τι μπορείς να κάνεις εσύ, εδώ είναι άντρεες…άντρες διπλοί! κι έδειξε κάποιους γιγαντόσωμους που έριχναν μακριά κι αντρειεύονταν επιδεικνύοντας τα μούσκουλά τους. Ε, έκανε μισοκακόμοιρα ο Μιχαλιός, κάτι θα μπορούσα να κάνω κι εγώ και ζήτησε να του δοθεί το λιθάρι. Ήξερε πως είχε ταλέντο στο λιθάρι, πως πιότερο μετρούσε η γρηγοράδα και η ικανότητα στο «γύρισμα» παρά η δύναμη. Κανένα τσοπανόπουλο όσο γιγαντόσωμο κι αν ήταν δεν τον είχε νικήσει ποτέ.  «Το σηκώνεις του λόγου σου ρε βλάμη;» τον περιέπαιξε  ένας από τους μετέχοντες και όλοι γέλασαν. «Κοντός ψαλμός αλληλούια» μουρμούρησε ο Μιχαλιός μέσα απ’ τα σφιγμένα του δόντια. «Πάει τώρα θα ρεζιλευτούμε»  ψιθύρισε γέρνοντας στο πλάι ο πεθερός στη γυναίκα του. Ο Μιχαλιός μέτρησε βήματα για τη σωστή φόρα. «Τί θα την κάνεις τόση φόρα ρε βλάμη; Θ’ αποστάσεις μέχρι να φτάσεις στη γραμμή.» Είπε κάποιος. Στάθηκε λίγο και στριφογύρισε το λιθάρι να βρει κατάλληλο πιάσιμο. Ύστερα έμεινε δυο τρία δευτερόλεπτα ακίνητος και ξεκίνησε κρατώντας το με τα δυο του χέρια, μέχρι να διανύσει το μισό της απόστασης, επιταχύνοντας στη συνέχεια, έτσι ώστε να έχει τη μέγιστη ταχύτητα φτάνοντας στη γραμμή. Οι θεατές μόλις πρόλαβαν να δουν το λιθάρι να διαγράφει ημικύκλιο και να φεύγει στη συνέχεια διαγράφοντας ένα μεγάλο τόξο για να προσγειωθεί σε μεγάλη απόσταση μπροστά απ’ τα σημάδια των άλλων. Ένα Ωωω! Έκπληξης και θαυμασμού ακούστηκε απ’ το στόματα. Ο Μιχαλιός έβαλε το σημάδι του στο ίχνος, μάζεψε το λιθάρι και το απίθωσε  στα χέρια του παλληκαριού που τον ειρωνεύτηκε. «Θα κάνω μια προσπάθεια ακόμα αν με περάσει κάποιος, αλλά νομίζω πως δεν θα χρειαστεί», του είπε ενώ εκείνος τον κοιτούσε σαν χάνος. Ύστερα πήγε και πήρε τη θέση του δίπλα στη Μαρίνα και στον πεθερό, που στεκόταν σαν να είχε πάθει λόρδωση απ’ το καμάρι του, παρακολουθώντας τους άλλους που προσπαθούσαν μάταια να φτάσουν μακρύτερα. Έτσι έγινε ανεπιφύλακτα αποδεκτός απ’ τον πεθερό. Δεν πρόλαβαν όμως να κάνουν τους γάμους, γιατί ο Μιχαλιός στρατεύτηκε. Τα γράμματα της Μαρίνας λιγοστά, αφού η ίδια δεν ήξερε να γράφει κι έπρεπε να επιστρατεύει κάποια γραμματιζούμενη να της τα γράφει. Τούτο τον στεναχωρούσε το Μιχαλιό, δεν έβλεπε την ώρα ν’ απολυθεί, μα έκανε υπομονή.

   Η σημερινή καταδίωξη δεν ήταν σαν τις άλλες. Ο Γκολιάνης δεν ήταν ένας απλός φυγόδικος, μικροκλέφτης, ή έστω κάποιος συνηθισμένος ληστής, αλλά ο λήσταρχος  Γκολιάνης με τ’ όνομα και ίσως έχοντας συνεργό εκτός φυλακής να ήταν οπλισμένος. Οι στρατιώτες έτρεχαν δίπλα στο άλογο του υπολοχαγού  που τριπόδιζε. Η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητη καθώς ο Ήλιος ανέβαινε. Τα παγούρια άρχισαν ν’ αδειάζουν. Κάποια στιγμή ο αξιωματικός είδε μπροστά, ανάμεσα στα στάχια, κάποιον να τρέχει για να ξεφύγει. «Νάτος, μπροστά, πιάστε τον!» Φώναξε και οι στρατιώτες όρμησαν. Γρηγορότερος ο Μιχαλιός που προπορευόταν επιτάχυνε και φτάνοντάς τον έπεσε πάνω του απ’ τα νώτα, τον ανέτρεψε και τον κράτησε εκεί μέχρι που έφτασαν οι άλλοι. « Να πάρει ο διάολος τούτος δεν είναι ο Γκολιάνης» Αποφάνθηκε ο αποσπασματάρχης καθώς ο φυγάς σηκώθηκε όρθιος. Ξεπέζεψε κι άρπαξε τον τελευταίο απ’ το λαιμό. «Πούθε έκανε ο Γκολιάνης  μωρέ;» «Ποιος Γκολιάνς καπιτάνιε μ’;» άρθρωσε πνιχτά ο ανθρωπάκος μες’ το λαχανιατό του.  «Ο σύντροφό σου ο ληστής», ξανάπε ο αξιωματικός. Δεν ξιέρου κανένα ληστή καπιτάνιε μ’ «Δεν ξέρεις κανένα ληστή ε; και τότε ποιος είσαι συ;» Ιγώ  δλεύου του καλαμπόκ κει σιακάτ». « Έκανες τίποτα;» «Τι να κάνου ου έρμους λιζγάριζα του καλαμπόκ.» « Και τότε γιατί έτρεχες ρε ζωντόβολο;» Ε, είδα ούλους π’ τρέχανι καπιτάνιε μ’ σκιαχτ’κα ου δόλιους  και…» «Ε, άι στο διάολο χαϊβάνι, μας χασομέρισσες τόσην ώρα! Χάσου από  μπροστά μου!» και του τράβηξε μια καλοζυγισμένη σβερκιά που ο δύστυχος έπεσε στα γόνατα.   

..................

Eιδήσεις

Όλη η επικαιρότητα στο palo.gr


Ειδήσεις περιφέρειας...