Ο Θέρος ή το θέρισμα…
Γράφουν : Ντίνος Κορδώσης, Γιώργος Δελής.
Σύγχρονες φωτο: Γιώργος Δελής.
Σε λίγες
μέρες μπαίνει ο Ιούλιος, που ονομάζεται και Αλωνάρης ή Αλωνιστής αφού
στον μήνα αυτό γίνεται το αλώνισμα των δημητριακών.
«Θέρος, τρύγος πόλεμος!» λέει η παροιμία.
Πραγματικά η εποχή του θερισμού των δημητριακών ήταν η κατ’ εξοχήν εποχή του
μόχθου για τον αγρότη. Τούτος ο μόχθος κρατούσε αμείωτος τόσο τα προπολεμικά ,
όσο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην Κλένια, τότε που στο χωριό η κόσα και
το δρεπάνι ήταν τ’ αποκλειστικά εργαλεία του θερισμού. Και η μεν πρώτη
δουλευόταν σχεδόν αποκλειστικά από άντρες για το θερισμό των ψυχανθών, (βίκος
,λαθούρια κ.τ.λ.) καθώς και για τον πρώιμο θερισμό των δημητριακών που
προορίζονταν για ζωοτροφή (σανό) το δε δεύτερο από άντρες και γυναίκες, με τις
τελευταίες να είναι λόγω ευκινησίας και χαμηλού κέντρου βάρους αποδοτικότερες.
Η δουλειά άρχιζε με το πρώτο φως και τέλειωνε όταν τα τζιτζίκια σταματούσαν το
μονότονο τραγούδι τους. Για ν’ αξιοποιούν το χρόνο μετάβασης και επιστροφής οι
Κλενιάτες, κοιμόντουσαν στο χωράφι, όταν η απόσταση απ’ το χωριό ήταν σχετικά
μεγάλη.
Σε τούτο το μεγάλο πανηγύρι του πρώτου
καλοκαιρινού μήνα συμμετείχαν όλοι. Ο παππούς στο σπίτι ολημερίς στη σκιά,
έσιαχνε μαστορικά τα δεματικά για το
δέσιμο των χειρόβολων σε δεμάτια. Έπιανε με τα ροζιασμένα, κακοπαθημένα χέρια
του μια χεράδα απ’ την πρώιμα θερισμένη σίκαλη, γέμιζε το στόμα του με νερό και την ψέκαζε (την μπούχαγε) για ν’ αποχτήσει ελαστικότητα ( για να
λουρώσει) και να μην σπάει καθώς θα συνέστρεφε τις λεπτές καλαμιές, για να
δώσει το επιθυμητό σχήμα. Κάθε
δεματικό έπρεπε να είχε το σωστό μήκος
και πάχος καθώς και αρκετή αντοχή για ν’ ανταποκριθεί στο σκοπό του.
Έπρεπε μέχρι το βράδυ να έχει έτοιμο ένα πλήθος δεματικών που θα επαρκούσε για
το δέσιμο του θερισμένου γεννήματος της
επόμενης ημέρας.
Η κυρίως δύναμη κρούσεως όμως σ’ αυτό τον
πόλεμο ήταν η γυναίκα. Η σκληροτράχηλη γυναίκα της εποχής εκείνης, η μικρομάνα,
η σύζυγος , η νοικοκυρά. Δούλευε χωρίς ανάσα μ’ ένα δεκάλεπτο διακοπή για το
μεσημεριανό γεύμα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κι είχε το νου της στο μπόμπιρα
που κοιμόταν στην ιδιόμορφη κούνια του, στ’ αναποδογυρισμένο σαμάρι του μουλαριού κάτω απ’ τη σκιά της
γκορτσιάς. Η κατσικούλα που βοσκούσε πιο πέρα εξασφάλιζε την τροφή του μικρού,
και το ταγάρι που κρεμόταν απ’ το κλαδί, περιείχε τη χθεσινοβραδυνή μαγεριά, τις όψιμες αγκινάρες με τα κουκιά,
αποτέλεσμα του χθεσινοβραδυνού υπερωριακού της μόχθου. Τ’ αριστερό της χέρι
έπαιζε με την κόψη του δρεπανιού της ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Πιάσιμο στις όρθιες
καλαμιές , ξάπλωμα, κόψιμο και πάλι απ’
την αρχή. Πέντε έξι κοψίματα κι έτοιμο το χερόβολο, δέσιμο με δυο, τρεις
καλαμιές και πάμε για το άλλο. Το δρεπάνι της, αστραπή, δε χωράτευε. Έκοβε οχιά και κείνη δεν προλάβαινε να δαγκώσει. Σκυφτή με το μποξά (μεγάλο κεφαλομάντηλο για
προστασία απ’ τ’ αγάνια και τον μπουχό) στο κεφάλι, γέμιζε τον έργο της (ζώνη
του χωραφιού με πλάτος ενός περίπου μέτρου που δούλευε ένας θεριστής) χερόβολα
.
Τη συγκέντρωση των χερόβολων σε αρμαθιές
έκαναν συνήθως άντρες. Η τοποθέτηση κάθε χερόβολου στην αρμαθιά
γινόταν εναλλάξ, έτσι ώστε τα μισά χερόβολα να έχουν τα στάχια τους προς
τη μια κατεύθυνση και τα υπόλοιπα μισά προς την άλλη. Έτσι μόνο μπορούσε να
δεθεί σωστά η αρμαθιά και να γίνει δεμάτι, ώστε να μην διαλυθεί σε χερόβολα
κατά τη μεταφορά. Το δέσιμο των δεματιών απαιτούσε τέχνη, αλλά και δύναμη και δεν
μπορούσε να γίνει χωρίς τη χρήση του γόνατος. Τούτο καθιστούσε τους άντρες
αναντικατάστατους σ’ αυτή τη δουλειά. Το δέσιμο μπορούσε να γίνει τη μέρα του
θερισμού ή κάποια απ’ τις επόμενες ημέρες.
Το ξεκίνημα γινόταν με τον θερισμό των
κριθαριών που ωρίμαζαν πρώτα, ύστερα ακολουθούσε ο θερισμός του σιταριού, και
στο τέλος της βρώμης.
Σε πολλές περιπτώσεις ο θερισμός γινόταν με
συνεργασία. Συνήθως συμπέθεροι για
κουμπάροι κολίγιαζαν αν και κατά την παροιμία:
«συμπεθέροι και κουμπάροι ένα χρόνο έχουν χάρη». Κάποιες φορές έπαιρναν
μέρος και τα παιδιά. Φορτωμένος τη βαρέλα και με το κύπελο στο χέρι ο μικρός
περνούσε και ξεδίψαγε τους πλανταγμένους θεριστάδες. Τότε έβγαινε όλο το χωράφι
σε έναν έργο ακόμα και με τραγούδι, παρά την αποπνικτική ζέστη με τον ήλιο κατά
κούτελα και την πύρα της αναμμένης καλαμιάς από κάτω. Κάποιες φορές τα παιδιά
διέλαθαν την προσοχή των μεγάλων δοκιμάζοντας
να θερίσουν κι εκείνα. Το αποτέλεσμα ήταν συνήθως αίματα, κλάματα και
ντράβαλα.
Το σχετικά
ορεινό έδαφος της Κλένιας δεν ευνοούσε τη χρήση των συνηθισμένων αγροτικών
τροχοφόρων της εποχής όπως ήταν τα κάρα. Κάποιες φορές χρησιμοποιήθηκε και κάποια
σούστα για τη μεταφορά, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχεδόν
αποκλειστικά η μεταφορά των δεματιών γινόταν πάνω στα σαμάρια των ζώων. Ο μέσος
νοικοκύρης στην Κλένια διέθετε «ένα ζευγάρι» δηλαδή δυο μεγάλα ζώα για το
όργωμα, (άλογα ή μουλάρια) κι ένα γαϊδουράκι για όλες τις άλλες δουλειές. Για
το σιτάρι που ήταν το βαρύτερο τα συνηθισμένα φορτώματα ήταν: Τέσσερα ή το πολύ
έξη (αν ήταν μεγαλόσωμο) δεμάτια στο γαϊδουράκι κι από οκτώ σε κάθε μουλάρι ή
άλογο. Το φόρτωμα των δεματιών ήθελε τέχνη. Αν τα δεμάτια δεν ήταν καλά δεμένα,
ή ήταν κακοφορτωμένα, δεν έφταναν στ’ αλώνι σώα κι ο νοικοκύρης αναγκαζόταν να
μαζεύει τα χερόβολα απ’ το δρόμο και να υποστεί τη φθορά του προϊόντος του.
Συνήθως μέχρι το τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου του θεριστή όλα τα δεμάτια
είχαν μεταφερθεί και είχαν τοποθετηθεί σε θημωνιές δίπλα στ’ αλώνια.
Το Αλώνισμα…
Το αλώνι ήταν κυκλικός επίπεδος χώρος
διαμέτρου 8-10 μέτρων. Συνήθως ήταν στρωμένο με πλάκες πέτρινες που εφάρμοζαν
μεταξύ τους δημιουργώντας μία ομαλή επιφάνεια. Πολλά όμως ήταν και χωμάτινα
φτιαγμένα με πηλόχωμα, που κάθε χρόνο τα συντηρούσαν οι χωριανοί μετά τις χειμωνιάτικες ζημιές. Τα καθάριζαν
από τα αγριόχορτα και επισκεύαζαν τυχόν ανωμαλίες στην επιφάνεια αφού, όπως
γράφει σ’ ένα του ποίημα και ο Γεώργιος Δροσίνης: «Στ’ αλώνια
καλοσάρωτα/και ξεχωρταριασμένα/θα ξαπλωθούν οι θημωνιές/ξανθόμαλλες πλεξίδες».
Προπολεμικά τα περισσότερα αλώνια βρίσκονταν
μέσα στο χωριό. Επειδή όμως το λίχνισμα είχε μπουχό που έμπαινε μέσα στα
σπίτια, αλλά και δεν ήταν πάντοτε σε θέσεις που ευνοούσαν το λίχνισμα λόγω
περιορισμένων ρευμάτων αέρα, σιγά, σιγά τ’ αλώνια κατασκευάστηκαν στις παρυφές
του χωριού και όπου οι συνθήκες ήταν πιο κατάλληλες.
Χαρακτηριστική
περίπτωση ήταν η κατασκευή αλωνιών κατά μήκος και γύρω απ’ τη γραμμή που ενώνει την τοποθεσία
“Ποταμάκια” με τους πρόποδες του υψώματος του άγιου Παντελεήμονα, όπου
ήταν πάρα πολλά αλώνια, όπως τα
Μαυραγανέικα (Μπερτσιοκέικα) , τα Μαμαλεέικα , Μπαλείκα και Μπακλωρέικα, πιο
πάνω τα Κορδωσαίικα (Μιχαλεείκα), ύστερα Τα Κολοκοτρωναίικα, Τα Μακαρουναίικα,
και τέλος τα Τσιρτσαίικα. Στην περιοχή πνέει σχεδόν μόνιμα το βοριαδάκι την
ημέρα, αλλά έχει και το κατάι της ρεματιάς στ’ ανατολικά του Άγιου Παντελεήμονα
που πνέει τη νύχτα.
Τέλος Ιουνίου με Ιούλιο άρχιζε το αλώνισμα. Ξεκινούσε
συνήθως με το κριθάρι αν δεν υπήρχαν βίκος ή λαθούρια. Συνήθως από την προηγούμενη μέρα άρχιζε η
μεταφορά των δεματιών από τη θημωνιά στο
αλώνι. Η τοποθέτηση ξεκινούσε απ’ το κέντρο ελικοειδώς μέχρι να τοποθετηθεί και
το τελευταίο δεμάτι. Ο μεταφορέας του δεματιού, καθώς τοποθετούσε το δεμάτι
όρθιο στ’ αλώνι, έλυνε το δεματικό και το πετούσε έξω απ’ τ’αλώνι σε σημείο
συγκέντρωσης. Τα δεματικά δεν ήταν επαναχρησιμοποιήσιμα για δέσιμο δεματιών. Τα
χρησιμοποιούσαν για επουσιωδέστερα δεσίματα.
Η επόμενη φάση ήταν το άπλωμα. Ένας, ή δυο
άντρες με δικριάνια ξεκινώντας απ’ έξω, ξάπλωναν τα χερόβολα στ’ αλώνι
κινούμενοι πάλι ελικοειδώς μέχρι να
φτάσουν στο τελευταίο κεντρικό δεμάτι και σε ύψος περισσότερο από μισό μέτρο.
Τώρα όλα ήταν έτοιμα για να μπουν τα ζωντανά στ’ αλώνι. Παλιότερα στο κέντρο
του αλωνιού υπήρχε ένας κατακόρυφος μεγάλος πάσσαλος καλά στερεωμένος
κατακόρυφα και κει πάνω έδεναν το σχοινί
με το οποίο ήταν ζεμένα παράλληλα μεταξύ τους τρία, τέσσερα ή και
περισσότερα ζώα που άρχιζαν να κινούνται αδιάκοπα κυκλικά και να ποδοπατούν τα
στάχυα. Κάποια στιγμή τα γύριζαν, αλλάζοντας έτσι και τη φορά περιστροφής, ώστε
εκείνο που ήταν εξωτερικά να βρεθεί κοντά στο κέντρο. Αργότερα αφαιρέθηκε ο
πάσσαλος και το σχοινί κρατούσε ένα άτομο
που συντόνιζε και την κίνηση των ζώων. Το αλώνισμα του κριθαριού αλλά και
τις βρώμης γινόταν με χωρίς ντουγένια. Αρκούσαν οι οπλές των ζώων για να
θρυμματίσουν τα εύθρυπτα στάχια . Με το
που απλωνόταν το προϊόν στο αλώνι το ονόμαζαν «το λιώμα» .Κατά το αλώνισμα του
κριθαριού και της βρώμης τα άχυρα αφαιρούνταν σταδιακά σε «χέρια» και ήταν
χοντροκομμένα. Αυτό το χοντροκομμένο άχυρο οι Κλενιάτες ονόμαζαν «σάλμη» και το
συγκέντρωναν σε σωρούς δίπλα στ’ αλώνι. Κάποια στιγμή γινόταν το
γύρισμα του λιώματος. Το γύρισμα γινόταν με δικριάνια ή και ξύλινα δικρανοειδή
εργαλεία (καρπολόγια). Αφού αφαιρούνταν η μεγαλύτερη ποσότητα αχύρου, απόμενε
ένα ποσοστό ψιλοκομένου αχύρου μαζί με τον μπουχό και τον καρπό. Αυτό το «λιώμα» που απόμενε το μάζευαν σε
μακρόστενο σωρό κατά διάμετρο του αλωνιού με κατεύθυνση Ανατολή-Δύση και το
ονόμαζαν «λαμνί» .
Στο αλώνισμα του σιταριού η διαδικασία
περιελάμβανε και τη χρήση του ντουγενιού
(ροκάνας). Ήταν ένα είδος ελκήθρου διαστάσεων περίπου 50χ120 εκατοστών με το
ένα μέρος (μπροστινό) καμπυλωμένο κι
ελαφρώς ανασηκωμένο. Ήταν κατασκευασμένο
από λαμαρίνα. Στην πάνω παρειά είχε περιμετρικά ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο
μέσα στο οποίο στεκόταν όρθιος ο αναβάτης με τα πόδια του σε διάσταση για
ευστάθεια, ενώ στην κάτω παρειά είχε καθέτως προεξέχοντα λαμάκια μήκους 10-15
εκατοστών, πάχους 2 - 3 χιλιοστών και
ύψους 2 - 3 εκατοστών. Το βάρος της κατασκευής μαζί με του αναβάτη
συντελούσαν στον εύκολο θρυμματισμό των σταχυών. Το κάθε ντουγένι έσερναν ένα ή
δυο ζώα και συνήθως δούλευαν 2 και 3
ντουγένια σε κάθε αλώνι. Τούτα τα ντουγένια ήταν η χαρά των παιδιών. Δεν ήθελαν
να κατέβουν απ’ αυτά.
Στη
συνέχεια άρχιζε το λίχνισμα. Τίναζαν τα αλωνισμένα άχυρα ψηλά και με τον αέρα
ξεχώριζε το άχυρο από τον καρπό. Αρχικά με τα καρπολόγια και στη συνέχεια ,
καθώς το «λαμνί» μίκραινε σε διαστάσεις εμπλουτιζόμενο σε καρπό,
χρησιμοποιούνταν ξύλινα φτυάρια . Αν φυσούσε αεράκι, το «λαμνί» εμπλουτιζόταν
γρήγορα σε καρπό. Τα χοντρά σκύβαλα που δεν μπορούσε ν’ απομακρύνει ο αέρας τ’
απομάκρυνε κάποιος απ’ το «λαμνί» σαρώνοντας απαλά την επικλινή επιφάνειά του
με την ντορβάτα ( αυτοσχέδιο σάρωμα από αγκαθωτό θάμνο). Τη διαδικασία αυτή την
ονόμαζαν «απόπαρμα». Η διαδικασία ήταν πολύωρη και πολυήμερη εξαρτώμενη από την
ένταση του αέρα. Σε περιπτώσεις άπνοιας η διαδικασία τραβούσε σε μάκρος, αφού
μόνο τη νύχτα με το κατάι μπορούσε να προχωρήσει λίγο η δουλειά. Προς το τέλος
χρησιμοποιούσαν τα «δρυμόνια» (μεγάλα κόσκινα με μεγάλες τρύπες) που
συγκρατούσαν τα άχυρα και κουβάδες με τους οποίους έριχναν από ψηλά το καρπό και ο αέρας παρέσυρε τον
μπουχό και τα ψιλά άχυρα. Τελικά γινόταν το κοσκίνισμα και ο καρπός καθαρός πλέον έμπαινε στα σακιά για να
μεταφερθεί προς αποθήκευση στο αμπάρι του νοικοκύρη. Η «σάλμη» που ήταν ιδανική
και για πλήρωση υπνοστρωμάτων ή μαξιλαριών, συνήθως απλώνοντας στο τέλος της
διαδικασίας αλωνίσματος στο αλώνι και αλωνιζόταν ξανά με ντουγένι (ροκάνα) για
να χρησιμοποιηθεί για τροφή των ζώων του νοικοκυριού. Το
τελικό άχυρο ψιλοκομμένο μεταφερόταν με τα χαράρια (μεγάλα πάνινα σακιά ) στον
«μπλέχτη» (αχυρώνα) του νοικοκύρη.
Το μεσημέρι σταματούσε η δουλειά να πάνε τα
ζωντανά για πότισμα. Ένας απ’ τους
τόπους που συναντιόντουσαν πολλοί δουλευτάδες των αλωνιών στο πότισμα
ήταν το «Πηγαδάκι». Εκεί είχαν την ευκαιρία να κουβεντιάσουν και ν’ αστειευτούν
για να ξεδώσουν λίγο απ’ την έγνοια της δουλειάς. Το απόγευμα πάλι στη δουλειά.
Δεν εξελίσσονταν βέβαια πάντα όλα ομαλά. Υπήρχαν και περιπτώσεις που αφήνιαζαν
τα ζωντανά (κυρίως τα μουλάρια) και μπορούσαν να σε φτάσουν στο βουνό. Το
σιτάρι είχε περισσότερη δουλειά απ’ το κριθάρι. Ήθελε τουλάχιστον δυο γυρίσματα
και καλύτερο καθάρισμα από άχυρα και σκύβαλα. Το άχυρο όμως που έβγαινε από το
αλώνισμα του σιταριού δεν χρειαζόταν περαιτέρω επεξαργασία. Η συνήθης ευχή των
χωριανών ήταν: «Καλά μπερκέτια! Χίλια κουβέλια!» Κάποιος μάλιστα κατά λάθος
είπε «χίλια καρβέλια» κι ο νοικοκύρης θύμωσε, αλλά στη συνέχεια κατάλαβε πως η
ευχή ήταν πολύ καλή, αφού με χίλια καρβέλια η φαμελιά του θα μπορούσε να
εξασφαλίσει το ψωμί για σχεδόν τρία χρόνια.
Στην
πορεία του χρόνου με την εμφάνιση των αλωνιστικών μηχανών, στην δεκαετία του 60
το αλώνισμα περιορίστηκε μόνο στα
ψυχανθή φυτά και όταν έπαψαν και αυτά να καλλιεργούνται, το αλώνισμα στα αλώνια
εγκαταλείφθηκε και αλώνια με τα χρόνια καταστράφηκαν. Έτσι στο χωριό υπάρχουν
ελάχιστα σημεία-απομεινάρια αυτών των χώρων και μόνο οι ηλικιωμένοι συγχωριανοί
μας θυμούνται την θέση τους.
Οι
Αλωνιστικές μηχανές…
Όταν εμφανίστηκαν οι αλωνιστικές μηχανές τα
δεμάτια των δημητριακών μεταφέρονταν και τότε με τα ζώα σε δύο χώρους πέριξ του χωριού εκτάσεως
γηπέδου ποδοσφαίρου περίπου και τα στοίβαζαν σε θημωνιές. Ο ένας χώρος ήταν δυτικά του χωριού πριν από το
«Αλμπάνη» και νότια από το σημείο που είναι σήμερα το ελαιοτριβείο του
συνεταιρισμού, ενώ ο άλλος χώρος ήταν βορειοδυτικά του Δημοτικού Σχολείου στο
«Βραχιά». Κατά καιρούς δημιουργείτο και ένας τρίτος χώρος κάτω από το «Βορό».Στα
σημεία αυτά ερχόταν ρυμουλκούμενη από το τρακτέρ η αλωνιστική μηχανή και
εγκαθίστατο στο κέντρο των θημωνιών . Μετά
την εγκατάσταση και σταθεροποίησή της συνδεόταν μέσω τροχαλίας και με ιμάντα με το τρακτέρ από όπου έπαιρνε
κίνηση και άρχιζε η λειτουργία της. Μετέφεραν τα δεμάτια με τα χέρια στο
αναβατόριο και από εκεί αφού ανέβαιναν στο πάνω μέρος της αλωνιστικής δύο
συνήθως εργάτες έκοβαν τα δεματικά. Μετά από μια θυρίδα έπεφταν μέσα στην
αλωνιστική μηχανή όπου και άρχιζε η επεξεργασία.
Στη μία πλευρά της μηχανής έβγαινε και έπεφτε
ο καρπός μέσα στα σακιά που ήταν δεμένα στις αντίστοιχες εξόδους. Στην άλλη
πλευρά έβγαιναν τα άχυρα συμπιεσμένα σε μπάλες, που τις έδεναν με σύρματα οι
εργάτες . Μία θέση κουραστική και ανθυγιεινή μέσα στην σκόνη με αυτοσχέδιες
μάσκες. Οι μεταφορές όλες με τα ζώα.
...........................