Κάθε χωριό μεσ’ του καιρού το διάβα
διαμορφώνει την πολιτιστική του ταυτότητα. Έτσι και το χωριό μας η Κλένια
Κορινθίας τους τελευταίους δυο αιώνες μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό
ζυγό διαμόρφωσε και συνεχίζει να διαμορφώνει τη δική του.
Κάποιο, δευτερεύοντα ίσως ρόλο γι’ αυτό, φαίνεται να έπαιξαν ορισμένοι χαρακτήρες συγχωριανών μας,
που με την ξεχωριστή εξυπνάδα τους ή την αφέλειά τους, με την τόλμη τους ή την
δειλία τους, με τη σωματική τους ρώμη ή
αδυναμία τους, και γενικά με τα
μεγάλα προτερήματα ή ελαττώματά τους, έδωσαν το
υλικό που χρειαζόταν, ώστε κάποιοι άλλοι ευφάνταστοι πατριώτες τους να
συνθέσουν ιστορίες, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα στις συνάξεις των
συγχωριανών και τους ψυχαγωγούσαν. Ιστορίες που κατά το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν αστείες, εξελίσσονταν συνεχώς, και κυκλοφορούσαν σε
πολλές εκδοχές, αφού ο κάθε αφηγητής, προσέθετε και κάποια δική του «σάλτσα».
Έτσι
πολλά από τα αφηγήματα αυτά πιθανόν
κατέληξαν να έχουν περιορισμένη σχέση
με τα πρόσωπα και τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται. Εάν λοιπόν κάποιος σήμερα
επιχειρούσε να τα συγκεντρώσει, θα
έπρεπε να είναι πολύ επιφυλακτικός, αλλά και προσεκτικός, γιατί παρά το ότι οι
ιστορίες αυτές αναφέρονται σε πρόσωπα που έζησαν κυρίως πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,
υπάρχει ίσως περίπτωση να θιγεί κάποιος απ’ τους απογόνους τους που ζουν στην
σημερινή Κλένια, ή κατοικούν σε άλλα μέρη της χώρας, ή ακόμα και στο εξωτερικό.
Μ’ αυτή την επιφύλαξη θ’ αναρτηθούν οι ιστορίες αυτές με την προοπτική να
«διορθωθούν» ή ακόμη και ν’ αποσυρθούν, αν
υπάρξουν αντιρήσεις.
Ευχής έργον θα ήταν, όσοι γνωρίζουν τέτοιες
ιστορίες να τις στείλουν για απ’ ευθείας ή κατόπιν επεξεργασίας, ανάρτηση.
Ξεκινάμε
λοιπόν με μια τέτοια ιστορία…
Βαριά η Καλογερική
Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης
Είχε κι άλλα σερνικά παιδιά ο Γιάννης ο Τσίρτσης, αλλά
τέτοιο σκανταλιάρικο και παμπόνηρο παιδί
σαν τον Κώστα δεν εύρισκες κανένα, όχι μόνο στην οικογένεια μέσα, αλλά σ’
ολόκληρο το χωριό.
Διεκδικητικός, επίμονος και ψεύτης, με διάφορα
τερτίπια εξαπατούσε τ’ αδέρφια του και πετύχαινε πάντα το δικό του. Αν κάτι δεν μπορούσε να το
εξασφαλίσει με άλλα μέσα, τότε απλά το έκλεβε.Δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε
και διεκδικούσε επάξια τον τίτλο του πρώτου κλεφτοκοτά της επαρχίας. Ήταν ο
Κωσταντάρας με τ’ όνομα. Ο Γέρο Γιάννης δεν ήξερε τι να κάνει με τούτο το
παιδί, δεν ήτανε που δεν έλεγε να στρωθεί στη δουλειά, να πάει στο χωράφι ή στο
κοπάδι όπως τ’ αδέρφια του, αλλά πλήρωνε κι απανωτά τζερεμέδες για χάρη του,
προκειμένου ν’ αποζημιώνει όσους του προσκόμιζαν στοιχεία ότι ο κανακάρης του
έκανε την επέλαση στο κοτέτσι τους. Προσπάθησε να τον νουθετήσει μια, και δυο
και τρεις και πέντε, εκείνος το χαβά του. Στο τέλος τον φοβέρισε πως θα τον
αποκλήρωνε, αλλά και τούτη η φοβέρα δεν έπιασε. Απ’ την άλλη είχε και προίκες
να μαζώξει για τις θυγατέρες, δεν θα τάιζε το χαραμοφάη και θα πλήρωνε μόνιμα
τα σπασμένα του για να μην πάει φυλακή. Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει, στο
τέλος βρήκε μια λύση που του φάνηκε καλή. Καλόγερος! Ναι, καλόγερο θα τον
έστελνε να του ξεφορτωθεί, να τρώει από μοναστήρι, άσε που θα γλίτωνε και το
στρατιωτικό. Βρήκε ευκαιρία που τον έπιασαν στα πράσα σ’ ένα κοτέτσι να
καρυδώνει τα κοτόπουλα αράδα και του το’ ριξε το δίλημμα: Ή καλόγερος, η φυλακή,
διάλεξε και πάρε!
Έτσι
κατέληξε ο Κωσταντάρας δόκιμος μοναχός στο μοναστήρι της Φανερωμένης. Είχε ένα
μακρινό συγγενή καλόγερο στο μοναστήρι ο Γερογιάννης, εγγυήθηκε στον ηγούμενο για το παιδί και δεν πέρασε το
στάδιο του προδόκιμου.
Στην
αρχή του καλοφάνηκε. Του κόσμου τα καλά είχε το μοναστήρι. «Τυχερός είσαι
Κώστα» είπε στον εαυτό του, «σαν τον ποντικό στο τυροτούλουμο έπεσες»! Σαν πέρασαν
κάποιες μέρες όμως κι άρχισε η αγγαρεία, απ’ το στάβλο στον απόπατο, από κει στο γουρνοσταλιό, στο χειρομάγγανο
του πηγαδιού, και να δίνει το «παρών»
στον όρθρο κι τις ολονυχτίες… εμ’ εκείνες οι νηστείες; Δεν είναι και λίγο να σου λέει ο
άλλος τι και πότε θα φας ή θα πιείς , να’ χει το κελάρι τ’ Αβραάμ τα καλά και
να τη βγάζεις με λαχανίδα και νερόβραστα κουκιά . Ξελιγώθηκε τ’ άντερό του και πονούσαν τα γόνατά του απ’
τις μετάνοιες… κι όσο έβλεπε και τον
Πίο, τον τετράπαχο ήμερο γάτο του μοναστηριού να τεμπελιάζει στη λιακάδα
ρουθουνίζοντας, τον έπιαναν τα διαόλια του και τον φίλευε με καμιά κρυφή
ξεγυρισμένη κλωτσιά καθώς περνούσε απ’ το λιακωτό. Τότε κατάλαβε το γιατί η παροιμία: «βαριά η καλογερική»
αναφερόταν με τόσο μεγάλη συχνότητα απ’ τους συγχωριανούς του. Σκέφτηκε να τα
βροντήξει και να γυρίσει στο χωριό, αλλά οπωσδήποτε ο πατέρας του δεν θα τον
καλοδεχόταν. Ύστερα ήταν και το κελάρι του μοναστηριού πειρασμός σωστός, όμως…
Κατέληξε το λοιπόν να μείνει, αλλά δεν ήτανε προκοπή να παριστάνει τον
πειθαρχημένο δόκιμο κι αποφάσισε ν’ αρχίσει τις σκανταλιές, όσο για τον ξάδερφο
του πατέρα του που πήρε την ευθύνη και μεσολάβησε στον ηγούμενο; «Μωρέ δεν πάει
κι αυτός να κουρεύεται»!
....................