Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης,
Η Γιώργαινα η Μαριώ, σηκώθηκε αχάραγα κι
άναψε το φούρνο. Σαν άρχισε να
πέφτει η φωτιά, συνδαύλισε τα μισοκαμένα ξύλα να γίνει η καρβουνιά, Ύστερα κατάσβεσε
με την βρεγμένη πανιάρα κι αναμέρισε περιμετρικά τα κάρβουνα. Σε λίγο έβγαλε την πινακωτή κι άρχισε να
μπάζει στο φούρνο τα καρβέλια . Είχε και δυό κουλούρες να πάρουν τα παιδιά μαζί
με λίγο τυρί για προσφάι, γιατί η δουλειά στο πηγάδι ήτανε σκληρή και μ’ άδειο
στομάχι έτρεμαν τα γόνατα.
Ο Γιώργος ήτανε στο κρεβάτι. Οι γιατροί στο
νοσοκομείο της Κόρθος τους το’ παν ορθά
-κοφτά: «Δεν έχει ζωή, στριφταντερία κι αδυναμία του συστήματος αφόδευσης ν’
ανταπεξέλθει. Ζήτημα ημερών ήτανε.» Τι να κάνει η Γιώργαινα, το πήρε απόφαση
πως από δω και στο εξής θα ήτανε και μάνα και πατέρας, μα είχε και μια κρυφή
ελπίδα στην Παναγιά. Ευτυχώς που τα παιδιά ήταν τώρα μεγάλα. Ο μεγάλος ο
Αντρέας ήτανε πια φαμελίτης, η Παναγούλα παντρεμένη κι αυτή με το Θωμά τον
πρόσφυγα. Ο μικρός ο Γιάννης πήγαινε μαζί με τον αδελφό του στη δουλειά έτσι για παρέα. Πήρε
να ροδίζει το ψωμί, έβγαλε πρώτα τις κουλούρες,
γέμισε το μισοκόφινο με τα καρβέλια, μπήκε στο χειμωνιάτικο, τ’ αράδιασε
στην άδεια σανίδα και πέρασε στην καμαρούλα που ξάπλωνε ο άντρας της. Η σιωπή
της έκοψε τα γόνατα. Ο Γιώργος κίτρινος σαν το κερί , η αναπνοή του δεν
ακουγόταν, τα σκεπάσματα δεν ανεβοκατέβαιναν μπροστά στο στέρνο του. Τον
ακούμπησε στο μέτωπο, τον ένιωσε κρύο.
«Γιώρ»! Ούρλιαξε, «Γιώρ! Παναϊα μου!»
Πετάχτηκε ο μικρός απ’ το κρεβάτι αλαφιασμένος.
«Τρέξε Γιάννη φώναξε την Παναγούλα μας ο πατέρας σας πέθανε»! Δεν πέρασε μισή ώρα και μαζώχτηκαν οι
συγγενείς και όλα τα λαδικά του χωριού.
Οι πιο κοντινές στη συγγένεια και οι
μοιρολογήτρες στην καμαρούλα, οι άλλες και όλοι οι άντρες έξω στην αυλή.
Άναψαν δυο κεριά δεξιά κι αριστερά στο
προσκέφαλο του πεθαμένου κι άρχισαν οι μοιρολογήτρες το ζέσταμα, τονίζοντας τη ματαιότητα της ζωής κι αφήνοντας πότε, πότε
μακρόσυρτους αναστεναγμούς. Σε λίγο επέστρεψε κι ο Αντρέας που είχε πάει να
καλέσει το γιατρό άπρακτος, γιατί ο τελευταίος έλλειπε στην Αθήνα. Δεν ήξερε τι
να κάνει ο δόλιος. Τώρα έπρεπε να στείλει να φωνάξουν το γιατρό του
Χιλιομοδιού, έπρεπε να στείλει ανθρώπους για να φωνάξουν τον παπά, να σκάψουν
και το μνήμα…
Πρώτη
ξεκίνησε το μοιρολόι η Γιαννιά η Μηλιόραινα.
«Φωτιά να πέσει κει στην Κόρθο,
Να κάψει ούλους τους γιατρούς
Αχ, Γιωργό μ’ και τα νουσουκουμεία!
Ένα λαδικό απ’ το σόι της Γιώργαινας συνέχισε στην
ίδια σκάλα
Για σήκου απάνου για να ιδείς
Γιώργο μου την ορφάνια
Πως κλαίει η γυναίκα σου
Που σ’ είχε περηφάνια.
Μοιρολόι με ομοιοκαταληξία δεν ήταν εύκολο να γίνει
. Όλες το ζήλεψαν εκείνο το λαδικό κι ο ανταγωνισμός συνεχίστηκε σκληρός.
Πέρασε έτσι κάμποση ώρα χωρίς εντυπωσιακά αποτελέσματα, ώσπου η Γιαννιά η
Μηλιόρενα που τα είχε συνέχεια με τους γιατρούς την πέτυχε τη ρίμα.
Όλης της Κόρθος οι γιατροί
Να τρέχουν να μη φτάνουν
Να σφίγγονται και να βογκούν
Τίποτα να μην κάνουν.
Η άλλη Γιαννιά του Χατζή, πήρε το κομμένο και το ’ραψε
Κει πάνου στο παράδεισο
Γιωργάκο μου σαν φτάσεις
περίμενέ τους
γιατρούς
στα μούτρα τους να κλάσεις.
Θαρρείς κι
αυτό ήταν το σύνθημα που περίμενε το έντερο το απευθυσμένο του κλινήρους για να
ενεργοποιηθεί. Μια παρατεταμένη βροντή σαν προμήνυμα καταιγίδας συντάραξε την
καμαρούλα, τα χαλκώματα της Μαριώς στη σανίδα ανταποκρίθηκαν μ’ ένα ηχητικό
βιμπράτο, και μια οσμή κλούβιου αυγού άρχισε να διαχέεται στην κάμαρη.
Ταυτόχρονα ο «πεθαμένος» αναταράχτηκε και την επόμενη στιγμή ανακάθισε
κοιτάζοντας γύρω του με απορία και προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει το τι συνέβαινε.
Το γυναικομάνι της κάμαρης είχε μείνει άφωνο. «Θαύμα»
φώναξε κάποια ξέπνοα. «Μαριώ! ούρλιαξε ο νεκραναστημένος. Τι
γίνεται δω μωρή Μαριώ! Τι μου τις κουβάλησες εδώ τούτες τις κουρούνες»; Και
αναμερίζοντας τα σκεπάσματα πετάχτηκε ορθός! «Στα τσακίδια διαόλου καρακάξες!
Να πάτε να κλάψετε τους δικούς σας, εγώ θα ζήσω εκατό χρόνια » βροντοφώναξε και
τράβηξε λύνοντας το βρακοζώνι του για τον απόπατο με βιάση, καθώς μια καινούρια
ριπή συντόνιζε πάλι τα μεταλλικά σκεύη.
Οι γυναίκες σκορπίστηκαν αλαφιασμένες . Οι
άντρες στην αυλή είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια .
«Έκλασε η νύφη σκόλασε ο γάμος» είπε
κάποιος, καθώς οι βροντές απ’ τον απόπατο συνηγορούσαν ότι το έντερο του παρ’
ολίγον θαμμένου ζωντανού είχε ενεργοποιηθεί πλήρως.
Το ’πε και το ’κανε ο Γιώργος ο Γκουμούτσος.
Έζησε εκατό χρόνια επαληθεύοντας τη ρήση. « Ότι δεν με σκοτώνει. με κάνει πιο
δυνατό».