Γράφει ο Γιώργος Δελής,
Σύμφωνα
με το νόμο... τάδε, άρθρο... τάδε, παράγραφος,,, τάδε, καλείστε την τάδε του
μηνός Νοεμβρίου προς απολογία στο Ειρηνοδικείο Κορίνθου, κατηγορούμενος, διότι
κτλ. κτλ.
Σεπτέμβριος, τέλος καλοκαιριού 1950. Ο ήλιος είχε ανέβει ένα καλάμι ψηλά. Ο Αριστείδης
Δήμας (1898-1994), πίνοντας τον καφέ του στην αυλή κάτω
από την μουριά, κοίταξε με βλέμμα σκυθρωπό για άλλη μία φορά,
το επίσημο έγγραφο με την στρογγυλή σφραγίδα του κράτους και την καλλιτεχνική υπογραφή κάτω από το α. α. Tο δίπλωσε με προσοχή και το ξαναέβαλε
στον φάκελο που είχε και αυτό τη σφραγίδα του. Του
το είχε φέρει πρωί-πρωί,
ο φίλος του και συμπατριώτης, ο Μήτσος ο
χωροφύλακας, που υπηρετούσε στο Σταθμό Χωροφυλακής Χιλιομοδίου. Βέβαια για να
είμαστε ειλικρινείς παλιά τον είχε προειδοποιήσει.
“Αρίστο
πρόσεχε, επειδή είσαι καλός στη δουλειά σου κάποιοι δεν σε
καλοβλέπουν και περιμένουν καμιά στραβοτιμονιά για να σε τυλίξουν
σε μία κόλλα χαρτί”.
Τώρα κατάλαβε. Ο άλλος
συμπατριώτης του, ο δικαστικός κλητήρας που ήταν και ολίγον δικομανής
βρήκε την ευκαιρία και τον τρέχει με μια μήνυση που
του έκανε ο Χιλιομοδιότης ο κύριος Μεζίνης, με το παρατσούκλι Μαρκής ντε!.
Σαν πρώτη αντίδραση του ήρθε “να κατεβάσει
μερικά καντήλια” αλλά σαν ψύχραιμος άνθρωπος που ήταν συγκρατήθηκε. Η γυναίκα
του βλέποντά τον σκεφτικό προσπάθησε να πιάσει κουβέντα.
“Τι
είχε ο φάκελος Αρίστο μου;” ρώτησε.
“
Δουλειά σου εσύ” της τόκοψε.
Περαιτέρω η
συζήτηση δεν είχε περιθώρια εξέλιξης. Χρόνια παντρεμένοι ήξερε τα χούγια του,
οπότε μαζεύτηκε μέσα να προχωρήσει το φαγητό που ετοίμαζε.
Ο Αριστείδης ήρεμος έβγαλε το σακουλάκι με τον
ψιλοκομμένο καπνό, που τον έκοβε φρέσκο κάθε δυό-τρεις μέρες,
έστριψε ένα ακόμη τσιγάρο και τελείωσε τον καφέ του.
“Τασιά “ φώναξε τώρα την
γυναίκα του την Αναστασία “Φέρε μου το καπέλο”.
Γρήγορα η γυναίκα του πήγε το πηλίκιο.
Ο Αριστείδης εδώ και χρόνια ήταν
αγροφύλακας, δραγάτης, που λέγανε στο χωριό. Η Κλένια μετά τον δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο είχε τέσσερις δραγάτες. Η Κοινότητα του χωριού χώριζε σε
τέσσερις περιφέρειες τα χωράφια και τα βοσκοτόπια που βρίσκονταν στα όριά της και ανήκαν στους κατοίκους της. Ανατολικά από τον “Βατιά” και τον “Κοκαλά”,μέχρι Δυτικά στο “Σαρντάμι” και το “Καβουρόρεμα» στα
όρια με τον «Άγιο Βασίλειο». Βόρεια από το “Παλιοσχολείο” και τα όρια με «Χιλιομόδι»
μέχρι Νότια την “Απαγορευμένη” στην “Νυφίτσα” και τον “Γκαλγκούνη”. Αυτός
είχε συνήθως τη δεύτερη περιφέρεια με κέντρο την
Πειστρατού. Κάθε χρόνο οι δραγάτες συνήθως άλλαζαν για να έχουν κι άλλοι συγχωριανοί δουλειά αλλά
πάλι οι προηγούμενοι επανέρχονταν. Έτσι και ο
Αριστείδης για αρκετά χρόνια με διακοπές ενδιάμεσα δούλευε σαν
δραγάτης στην Δεύτερη περιφέρεια. Αλλά ήταν και χρονιές που είχε την Πρώτη περιφέρεια με κέντρο τον “Ξερόκαμπο”.
Ανάλογα την κλήρωση, γιατί με κλήρωση οριζόντουσαν. Ήταν και χρονιές που
δούλευε δραγάτης και στην διπλανή κοινότητα του Αγίου Βασιλείου. Και τον
βόλευε, γιατί τα περισσότερα χωράφια του ήταν κοντά στα όρια και ήξερε τα
κατατόπια.
Η
δουλειά του ήταν να προσέχει τα κτήματα για διάφορες ζημιές από ζώα και τα
αφύλαχτα κοπάδια. Ακόμα να μην γινόντουσαν κλεψιές προϊόντων στα χωράφια ή κλοπές ζώων που ήταν σύνηθες φαινόμενο. Δεν ήταν
και εύκολη δουλειά. Τα χωράφια
πολλά. Η έκταση μεγάλη. Δεν μπορούσες να την ελέγξεις με μια ματιά. Τα γιδοπρόβατα που έβοσκαν ουκ ολίγα. Κάθε εποχή είχε
και τα προβλήματά της. Την άνοιξη προς
το καλοκαίρι τα ζαρζαβατικά, το θέρος τα σπαρτά, αργότερα τα αμπέλια και ο
τρύγος, όλο το χρόνο οι ελιές κτλ. Την εποχή του
τρύγου ειδικά πρόσεχε να μην μπαίνουν τα σκυλιά στα αμπέλια και κατέστρεφαν τα
σταφύλια και προειδοποιούσε όσους τα άφηναν ελεύθερα, ποιο θα ήταν το τέλος τους,
“θα πάει σαν το σκυλί στ΄αμπέλι” τους έλεγε. Γνώριζε τον νοικοκύρη του κάθε
χωραφιού και κάθε κοπαδιού. Που ήταν σπαρμένα και που χέρσα. Ποιανού
κοπαδιού ήταν τα τροκάνια που ακούγονταν
και ποιανού ήταν το σκυλί που γάβγιζε μακριά. Ποιός είχε περιβόλια και πού.Τους
ζημιάρηδες και τους ζευζέκηδες τους ήξερε και έτσι είχε το νου του εκεί που
έπρεπε. Μεσολαβούσε και έλυνε ειρηνικά τις διαφορές των
συγχωριανών του για ζημιές ,όρια χωραφιών, αποζημιώσεις κτλ.
Οι Αγροφύλακες ορκιζόντουσαν για την πιστή τήρηση των νόμων και οδηγιών.
Έπρεπε να επιτηρούν όλη μέρα και καμιά φορά τη νύχτα για κλοπές, για βόσκηση σε
ξένα χωράφια και να προλάβουν όποιες
παρανομίες μπορεί να συνέβαιναν. Ακόμα ενημέρωναν
για ασθένειες που εμφανιζόντουσαν στα φυτά ή τυχόν επιδρομές ακρίδων για
μεριμνήσει ο Πρόεδρος να καλέσει προσωπική εργασία για την εξολόθρευσή τους. Δεν
γνώριζαν ζέστη και κρύο. Ήταν παντός καιρού επί ποδός. Μοναδικό τους όπλο η σφυρίχτρα που σηματοδοτούσε την
παρουσία τους και απέτρεπε τους επίδοξους παραβάτες και το πηλήκιο με το
εθνόσημο. Δεν
υπήρχαν αργίες και διακοπές. Αν δεν έβρισκαν τον ζημιάρη ο νόμος ήταν αυστηρός.
Πλήρωναν τη ζημιά από την τσέπη τους. Και να πεις
ότι έπαιρναν και καμιά μεγάλη αμοιβή. Η Κοινότητα έβαζε ένα μικρό φόρο στις
σοδειές των κατοίκων για την αμοιβή τους, που μπορεί να ήταν και σε είδος. Αλλά και οι συγχωριανοί τους πολλές φορές, όταν ήσαν ευχαριστημένοι, έδιναν
μόνοι τους το κάτι τις από την παραγωγή τους, καμιά μυζήθρα, φρούτα κτλ. Οι Αγροφύλακες ήταν όργανα σεβαστά γιατί
προστάτευαν του αγρότες και τους κτηνοτρόφους όλο το χρόνο.
Ο Αριστείδης φόρεσε το πηλίκιο και ξεκίνησε με το
μουλάρι του να πάει όπως κάθε μέρα στο παρατηρητήριο της περιοχής του και να
κάνει και την βόλτα στην περιοχή του για έλεγχο. Μαζί πήρε στην πλάτη και το δίκαννο. Από τους πιο καλούς κυνηγούς του
χωριού. Γνώστης των μυστικών του κυνηγιού ,των περασμάτων και των κυνηγοτόπων.
Σημάδι από τους
λίγους, γιατί το μονόκαννο ή το δίκαννο δεν σου άφηνε περιθώρια. Ή περίμενε σε
ενέδρα ή ήταν σε κίνηση, μια, δυό βολές και ότι έπιανες. Μετά έπρεπε να
ξαναγεμίσεις και το θήραμα δεν περίμενε. Όλο και καμιά αλεπού, κανένα κουνάβι θα
εύρισκε που η γούνα τους θα έπιανε
κάποια χρήματα πουλώντας την αργότερα. Ένα συμπλήρωμα στο εισόδημα. Επιτυχία
ήταν και κανένας λαγός που μαγείρευε στιφάδο η γυναίκα του και πρόσφερε αλλαγή
στις συνηθισμένες τροφές.
Πρώτα θα πέρναγε από το Σαρντάμι. Εκεί ήταν τα
περισσότερα χωράφια του. Σε ένα χαμόσπιτο που είχε, έμεναν συνήθως κάποιες βραδιές
τα δυό παιδιά του ο Κώστας κι ο Μήτσος που φρόντιζαν τα χωράφια και κάτι
γαλόπουλα που έθρεφαν το καλοκαίρι για να τα πουλήσουν αργότερα. Θα έλεγχε την
κατάσταση και θα έδινε οδηγίες. Σήμερα θα έπαιρνε και ένα από τα δυό σκυλιά
του. Την Σπίθα και τον Κουτσαβίνη. Φοβερά κυνηγόσκυλα. Βοηθοί του στο κυνήγι. Εκπαιδευμένα για όλα τα
θηράματα.
............................