Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2025

Κλενιάτικες ιστορίες: Το μισοξεβαρβάτεμα

 Γράφει ο Ντίνος Κορδώσης

   Το πρωινό ξεκίνημα απ’ το σπίτι  για το σχολείο ήταν πάντα  επεισοδιακό. Πρώτος και στην ώρα του έφευγε ο αδελφός μου ο Μιχάλης που φοιτούσε τότε στην Πέμπτη γυμνασίου.  Στη συνέχεια με διαφορά δεκαλέπτου ελαφρώς καθυστερημένος ακολουθούσα εγώ, που φοιτούσα  στην τρίτη γυμνασίου και τέλος αρκετά καθυστερημένος ο Γιάννης , ο μεγάλος μου αδερφός, ο τελειόφοιτος , που είχε εμπιστοσύνη φαίνεται στα μεγάλα του ποδάρια,  για να καλύψει γρήγορα τα τρία χιλιόμετρα της απόστασης μέχρι το εξατάξιο ακόμα στο σωτήριο έτος 1964 γυμνάσιο Χιλιομοδίου.

    Σήμερα όμως άργησα λίγο παραπάνω. Είναι αλήθεια ότι δεν είχα κανένα διακαή πόθο να φτάσω γρήγορα στο σχολείο, που τελευταία με απωθούσε όσο το λιβάνι το διάολο. Τα φιλολογικά μαθήματα εκτός απ’ τη λογοτεχνία (νέα ελληνικά) δεν τα συμπαθούσα ιδιαίτερα. Στα μαθηματικά που διέπρεπα κατά το παρελθόν, είχαμε έναν ατσούμπαλο Μανιάτη καθηγητή που βαριόταν να προγκίξει τη  μύγα που καθόταν στη μύτη του, όσο για τον καθηγητή της φυσικής ; Λέγανε ότι είχε δίπλωμα απ’ το Δρομοκαΐτειο. Τα είχα φορτώσει λοιπόν στον κόκορα κι εκείνος δεν δυσκολευόταν καθόλου να τα κουβαλήσει. Την προηγούμενη μέρα είχαμε πάρει βαθμούς πρώτου διμήνου, είχα πατώσει, και το σκεφτόμουνα αν έπρεπε να συνεχίσω το μισητό σχολείο ή να προτείνω στους γονείς μου να μου αγοράσουν ένα κοπάδι πρόβατα και μια καλή φλογέρα.

   Μ’ αυτές τις όχι και τόσο αισιόδοξες σκέψεις έφτασα στα έβγα του χωριού, όπου είχε το ραφτάδικο ο μπάρμπα Κώστας ο Μαρδίκης (Μαργώσης) . Ο μπάρμπα Κώστας τύχαινε να έχει ακριβή ώρα κι όλοι οι καθυστερημένοι ρωτούσαμε για να ρυθμίσουμε την περαιτέρω ταχύτητα της πορείας μας.  Όταν λοιπόν ρώτησα κι εγώ «μπάρμπα Κώστα τι ώρα είναι» μου απάντησε οργισμένα : «ώρα που γα@νε οι γύφτοι διάολε!» Φαίνεται ότι πολοί είχαν ρωτήσει σήμερα για την ώρα και είχε αγανακτήσει ο άνθρωπος. Έτσι δεν έμαθα την ακριβή ώρα . Έμαθα όμως την ώρα πάνω –κάτω που γα@σαν οι γύφτοι. Κάτι ήταν κι αυτό και τάχυνα καλού κακού, το βήμα.

   Βαριές όμως οι σκέψεις κι  έκαναν  και  τα ποδάρια ασήκωτα. Έφτασα το λοιπόν καθυστερημένος την ώρα που γινόταν η προσευχή κι όταν τελείωσε , κίνησα κι εγώ μαζί με άλλους καθυστερημένους να πάω στην τάξη μου. Φαίνεται όμως ότι ο Γυμνασιάρχης, ένας σκαιότατος παλιάνθρωπος (αργότερα επί χούντας έλαβε υψηλά αξιώματα) δεν είχε καλοξυπνήσει το πρωί. Στήθηκε στην είσοδο και φιλοδωρούσε κάθε διερχόμενο με ένα δυνατό χαστούκι στην αριστερή παρειά καθώς ήταν δεξιόχειρας. Κάποιος που προσπάθησε να φυλαχτεί, πήρε για πανωτίμι  αποβολή μιας μέρας. Στάθηκα λοιπόν σαν ήρθε η σειρά μου σαν γαμπρός κι άρπαξα μια καλοζυγισμένη, που μου έπεσε η όποια μαγκιά μου είχε απομείνει ακόμα κι άρχισαν τζιτζίκια και σειρήνες να ηχούν εκκωφαντικά στ’ αυτιά μου. «Να και συ καθυστερημένο γαϊδούρι ! Και να μη μου ξανάρθεις ακούρευτος γιατί θα σε διώξω» και πήρε σειρά ο επόμενος. Τρέκλα – δίπλα απ’ τη ζάλη κίνησα για την τάξη όπου για κακή μου τύχη είχε μπει η καθηγήτρια μια όμορφη γαλανομάτα και με το που με βλέπει με καλεί στην έδρα και χωρίς δεύτερη κουβέντα μου αστράφτει μια ξεγυρισμένη,( ήταν κι αυτή δεξιόχειρας η άτιμη) που κρατήθηκα απ’ την έδρα για να μην πέσω. « Ρε γαϊδούρι !» μου λέει  «ήρθε ο πατέρας σου χθες για τους βαθμούς και μου είπε πως αντί να μελετάς παίζεις μπίλιες όλη τη μέρα. Δε ντρέπεσαι ρε τεμπελχανά ολόκληρος άντρας να παίζεις μπίλιες σαν νήπιο»; Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί! Έχασα τη μαγκιά στο χαστούκι του γυμνασιάρχη, τώρα έχανα και την αξιοπρέπεια με το χαστούκι της όμορφης μπροστά στους  συμμαθητές και κυρίως μπροστά στις συμμαθήτριες. Το κεφάλι μου βούιζε σαν την πατόζα του Γορίλα απ’ τον Άγιο Βασίλη. Με τα χίλια ζόρια έφτασα στο θρανίο και σωριάστηκα . Δεν ξέρω πως νιώθει ένα κακοποιημένο γαϊδούρι. Πάντως εγώ ένιωθα σαν ξεφτιλισμένο λινατσόσακο που το έβαλαν για πατάκι να παίρνει τις λάσπες απ’ τα παπούτσια των εισερχομένων. Δυο φορές γαϊδούρι το λοιπόν. Πού να ήξερα ότι δεν είχα τελειώσει ακόμα με το συμπαθέστατο ζωντανό.

   Οι ώρες βαδίζανε σαν βαρυφορτωμένο μουλάρι σε ανηφορικό κακοτράχαλο μονοπάτι. Ευτυχώς την τέταρτη ώρα είχαμε γυμναστική και ξεχάστηκα λίγο.

   Εδέησε κάποτε και χτύπησε το κουδούνι της απόλυσης και ξεκινήσαμε με το συμμαθητή και συντοπίτη τον Τάσο τον Γκαλγκούνη για το χωριό. Σερνόμουνα και παρά τις παροτρύνσεις του φίλου μου να ταχύνω γιατί τον είχε θερίσει η πείνα, έμενα ασυγκίνητος . Στο τέλος απογοητεύτηκε και υποκύπτοντας  στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης,  τάχυνε το βήμα του κι έστριψε στη γωνία αφήνοντάς με πίσω. Ακολούθησα χωρίς να έχω αποφασίσει ακόμα κατά πού ήθελα να τραβήξω. Ωστόσο προχώρησα και καθώς έστριψα στη γωνιά είδα το φίλο μου να συνομιλεί με δυο άντρες. Ο ένας κρατούσε ένα βαρβάτο γαϊδούρι απ το καπίστρι και θα ήταν εξηντάρης και βάλε. Ο άλλος ήταν ο γνωστός κτηνίατρος που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή. Κάποια στιγμή ο Τάσος μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Καιρός να κάνω παρέα με τους κατά τους καθηγητές ομοίους μου σκέφτηκα.

   Ο κτηνίατρος είχε πρόθεση όπως μας έλεγε να κάνει μια ένεση στο γάιδαρο κι έπρεπε να βοηθήσουμε να τον ακινητοποιήσουμε για να τα καταφέρει. Άδραξαν λοιπόν οι δυο άντρες τα πίσω πόδια, εμείς τα παιδιά τα μπροστινά και πάρτον κάτω το γάιδαρο. Ο φίλος μου έριξε το βάρος του στο κεφάλι κι εγώ κρατούσα τα μπροστινά  πόδια, στραμμένοι αμφότεροι κατά τις υποδείξεις του κτηνίατρου έτσι ώστε δεν βλέπαμε τι έκανε εκείνος  με τα εργαλεία του. Ο καημένος ο γάιδαρος μουγρογκάριζε και τανιόταν σαν να πονούσε το ζωντανό. Με πολύ προσπάθεια τον κρατούσαμε στο έδαφος. Σε κάποια στιγμή ακούω το φίλο μου να φωνάζει. «τι διάολο κάνει αυτός εκεί;» Στρέφω το κεφάλι τι να δω! Φρίκη κι αποτροπιασμός! Ο χαιβάν ντοκτόρ είχε απογυμνώσει τον έναν όρχι του γαϊδάρου από το δέρμα και μ’ ένα μεγάλο και δυνατό μανταλάκι τον είχε πιάσει στη ρίζα του , ενώ ετοιμαζόταν να κάνει το ίδιο στο δεύτερο. Πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο αφήνοντας τα πόδια. Ο Τάσος χαλάρωσε την πίεση στο κεφάλι κι ο γάιδαρος σε μια απέλπιδα προσπάθεια ανόρθωσε το μπροστινό  μέρος του κορμιού του, ύστερα  εξανδραποδίζοντας  τον ηλικιωμένο και τον ευνουχιστή του, ανορθώθηκε εντελώς και με κλωτσιές, κλανιές και γκαρίσματα, τρελαμένος απ’ τον πόνο το έβαλε στα πόδια μισοξεβαρβατεμένος.

    «Τι κάνατε ρε παιδιά;» Ουρλιάζει ο κτηνίατρος. «Εμείς τι κάναμε ή εσύ τι έκανες»; Του λέει ο Τάσος. « Για ένεση τον κρατήσαμε όχι για μουνούχισμα» του λέω εγώ. « Σιγά το πράμα! Ζωντανό είναι καημένε!» Ξαναλέει ο ευνουχιστής. « Ε, λοιπόν άλλη φορά να λες την αλήθεια» του λέω . « Κι αν θες να κάνεις  επεμβάσεις να τις κάνεις στον εαυτό σου»  «Ναι, να πας να κόψεις τα δικά σου» του λέει κι ο Τάσος και φεύγουμε σαν δαιμονισμένοι για το χωριό βρίζοντας όλους τους κτηνιάτρους του κόσμου.

   Με κάτι μικρά καμπανάρια που βρήκαμε σ’ ένα αμπέλι στη “Γωνιά” έκοψε ο Τάσος τη λιγούρα του και συνεχίσαμε . Η μάνα με περίμενε στο σπίτι με εντολές. « Ο πατέρας σου είπε πως αν δεν έχεις σκοπό να διαβάσεις , αφού φας, να πας στο “Ντελή” που οργώνει.» Όχι δεν είχα σκοπό να διαβάσω. Να πάω στο σχολείο ήθελα με τις τσέπες γεμάτες πέτρες και ν’ αρχίσω να σπάω κεφάλια με πρώτο στόχο εκείνο του Γυμνασιάρχη και δεύτερο του χοντρομπαλά του Μανιάτη του μαθηματικού, αλλά προς το παρόν έπρεπε να πάω στο “Ντελή” για όργωμα. Ε, να μην τρώμε και το ψωμί εντελώς χαράμι!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Eιδήσεις

Όλη η επικαιρότητα στο palo.gr


Ειδήσεις περιφέρειας...